Η μυρωδιά των παπαριών.

Δεν έχει απαραίτητα σχέση με το βαθμό καθαριότητάς τους αλλά έχει άμεση σχέση με το πόσο καιρό έχει να εκσπερματώσει ο κάτοχός τους. Εξού και η μεγάλη συνάφεια που έχει με τη βαρβατίλα.

- Ρε μαλάκες, δε γαμάτε που δε γαμάτε, δεν ανοίγετε κανά παράθυρο να φύγ' η παπαρίλα;
- Πολύ μυγιάγγιχτος μας το παίζεις ρε Φιρφιρίκο. Από άδεια γυρνάς ή μου φαίνεται;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μη μου άπτου τύπος. Ο υπερβολικά ευαίσθητος. Που δημιουργεί θέμα εκεί που δεν υπάρχει. Αυτός που ενοχλείται με το παραμικρό.

Συνήθως αφορά γυναίκες, οπότε όταν απευθύνεται σε άντρες υποτιμάται εμμέσως ο αντρισμός τους.

- Μα, τι σ' έπιασε κι όλο φτύνεις;
- Ά!! Για να σου πω!! Πολύ μυγιάγγιχτος τώρα τελευταία. Δε νομίζεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Την τελευταία στιγμή. Συνήθως λέγεται στο παραπέντε (εξού και το πετυχημένο σήριαλ) κι είναι παρόμοιο των: παρατρίχα, στο τσακ, στο παρατσάκ, μόλις και...

  2. Το γνωστό extreme σπορ.

Πάλι στο παραπέντε πρόλαβα το τρένο.

Και οι εκδόσεις Παραπέντε... στο παραπέντε εκδίδουν τα έντυπα τους... χεχεχε (από GATZMAN, 31/10/10)(από GATZMAN, 31/10/10)Με αλεξίπτωτο πλαγίας parapente κάπου στις αυστριακές Αλπεις (βλ. ορισμό, περίπτωση 2) (από GATZMAN, 31/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Την τελευταία στιγμή. Για λίγο.

Λέγεται και το: στο παρατσάκ.

Παρόμοιο των: στο παραπέντε, παρατρίχα.

Στο τσακ και θα μου τη σβούριζε, αλλά γλίστρησε ο γκαντέμης και τη γλίτωσα.

Συνώνυμα: στο τσαφ, στο παρατσάφ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στο νόημα είναι ακριβώς το ίδιο με τα:

Όμως, είναι προφανής η παραδόξως εντονότερη χροιά ορεσίβιας χυδαιότητας, παρότι και καθώς το γκλούτσα πρέπει να αναφέρεται στην γκλίτσα εξού και το παρατιθέμενο σε άλλο forum:

- Άκου να σου πω, πρωτευουσιάνε, εμείς εδώ στην επαρχία τις πούτσες τις μετράμε με γκλούτσες!!! Άμα θέλεις, για ζύγωσε να δεις τι είναι...!

-Συγνώμη, εκεί Βουλή;
-Μη μπερδεύετε τις βούρτσες με τις γκλούτσες κυρία μου. Εμείς είμαστε ένα καθως πρέπει μπουρδέλο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται με επιθετικότατο τρόπο (διανθισμένο με μπόλικες αισχρές βρισιές ανάλογες της περιστάσεως) από αρσενικό σε αρσενικό, με προφανή στόχο την ανδροπρέπεια του δεύτερου, συνήθως όταν έχει θιχτεί η ανδροπρέπεια του πρώτου έστω κι από σπόντα.

- Μμμ..! Κελάηδησε κι η πριμαντόνα!!
- Ο πούτσος μου βασιλικός και το μουνί σου γλάστρα, ξεσκισμένε μπινέ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνήθως με το ρήμα είμαι.

Σημαίνει χρωστάω, έχω μεγάλο παθητικό στους λογαριασμούς μου. Προέρχεται από το χρώμα με το οποίο οι παντός είδους λογιστές σημειώνουν τα χρέη.

Σπάνιο το είναι κόκκινος με την ίδια σημασία.

- Τι λες για την Πειραιώς;
- Μπα!! Δεν υπάρχει σάλιο. Είμαι στο κόκκινο από Ιούλη μήνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Δεν) τα καταφέρνει. Είναι κουτός, βλάκας, ανίκανος να φέρει σε πέρας μια απλή δουλειά.

Ο Θανασάρας γατόνι, σκέτη κωλοφωτιά, αλλά ο τζούνιορ δε τα σπάει τα καρύδια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που πιστεύει μόνο στον παρά (στο χρήμα) και σε καμία άλλη αξία.

Μη τους κοιτάς όλο μεγάλους σταυρούς και το κεφάλι κάτω. Θεομπαίχτες του κερατά και παραδόπιστοι από κούνια.

Got a better definition? Add it!

Published

Το αλητάκι, το μαγκάκι.

Πάντα αναφέρεται σε παιδί και συχνότερα με τους τρυφερούς υπαινιγμούς ενός άγουρου βιοπαλαιστή στον οποίο ηθικά συγχωρούνται μικροπαραβιάσεις του νόμου και των κανόνων υγιεινής καθώς και μια φτωχική ενδυματολογικά εμφάνιση.

Μάλλον από το γαλλικό gamin. Αν κάποιος διορατικός βρει κάτι ελληνοπρεπές στην ετυμολογία ας ενημερώσει.

Γνωστό κλισέ «τα χαμίνια στο δρόμο» λες κι υπάρχουν χαμίνια στα σαλόνια.

Ο Ναπολιτάνος scugnizzo ήταν είδος χαμινιού.

Από χαμίνι δίχως στον ήλιο μοίρα μεγαλοκαρχαρίας ο Κωστάκης. Αλλά από τότε έδειχνε πόσο κωλοπετσωμένο ήτανε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified