Την τελευταία στιγμή. Συνήθως λέγεται στο παραπέντε (εξού και το πετυχημένο σήριαλ) κι είναι παρόμοιο των: παρατρίχα, στο τσακ, στο παρατσάκ, μόλις και...
Το γνωστό extreme σπορ.
Πάλι στο παραπέντε πρόλαβα το τρένο.
Την τελευταία στιγμή. Συνήθως λέγεται στο παραπέντε (εξού και το πετυχημένο σήριαλ) κι είναι παρόμοιο των: παρατρίχα, στο τσακ, στο παρατσάκ, μόλις και...
Το γνωστό extreme σπορ.
Πάλι στο παραπέντε πρόλαβα το τρένο.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο μη μου άπτου τύπος. Ο υπερβολικά ευαίσθητος. Που δημιουργεί θέμα εκεί που δεν υπάρχει. Αυτός που ενοχλείται με το παραμικρό.
Συνήθως αφορά γυναίκες, οπότε όταν απευθύνεται σε άντρες υποτιμάται εμμέσως ο αντρισμός τους.
- Μα, τι σ' έπιασε κι όλο φτύνεις;
- Ά!! Για να σου πω!! Πολύ μυγιάγγιχτος τώρα τελευταία. Δε νομίζεις;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η μυρωδιά των παπαριών.
Δεν έχει απαραίτητα σχέση με το βαθμό καθαριότητάς τους αλλά έχει άμεση σχέση με το πόσο καιρό έχει να εκσπερματώσει ο κάτοχός τους. Εξού και η μεγάλη συνάφεια που έχει με τη βαρβατίλα.
- Ρε μαλάκες, δε γαμάτε που δε γαμάτε, δεν ανοίγετε κανά παράθυρο να φύγ' η παπαρίλα;
- Πολύ μυγιάγγιχτος μας το παίζεις ρε Φιρφιρίκο. Από άδεια γυρνάς ή μου φαίνεται;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Είναι μεν η πολύ άσχημη γυναίκα αλλά υπονοείται πως γι' αυτό φταίει η ηλικία.
Συνήθως μια πατσούρα είναι πολύ βαμμένη (μακιγιαρισμένη).
Ακούγεται και το αντίστοιχο ρήμα εννοείται πιο συχνά στο γ' ενικό: πατσούριασε.
- Πώς πατσούριασε, ρε πούστη μου, αυτή η Ρίτα!!
- Είδες; Δε βρήκε να μοιάσει τη μάνα της. Μούναρος μέχρι τη σύνταξη!!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Υπονοείται αρχίδι (ποιο αρχίδι με φαγουρίζει).
Συνήθως λέγεται για να δείξει πλήρη αδιαφορία με μια επιθετική χροιά προς αυτόν που μας τα πρήζει με αρλούμπες.
- Θα βγάλει διάγγελμα ο ΓΑΠ.
- Κάτσε να δω ποιο με ξύνει, τ' αριστερό για το δεξί.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Γυροβολιά, στροβιλισμός, περιστροφή, στριφογύρισμα γύρω από τον εαυτό μου.
Υπάρχει και το ρήμα φουρλίζω - φουρλίζομαι.
- Κάνε μια φούρλα ακόμη, μανάρι μου.
- Αχ, δε μπορώ άλλο, ζαλίστηκα!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Χέζω. Λέγεται από τους δυσκοίλιους.
- Πώς πήγε; Σκόραρες;
- Γέμισα το θρόνο.
Ευφημισμοί της τουαλέτας: Άη Γιώργης, ακράτητος, αποχωρητίζομαι, αρμέγω τη μονορώγα, αρμέγω τη σαύρα, βγάζω το φίδι από την τρύπα, βγαίνω, γεννητούρια, γραμμάτιο, είμαι ευάλωτος, θηρίο, θρόνος, καθαρίζω, κάθομαι, καλλιόπη, κάλπη, κουβέντα με το δήμαρχο, μέρος, μετράω χάντρες, μου χτύπησε βαλβίδα, μπαταριά, νούμερο δύο, πάω να αδειάσω τη βάρκα, πίπιρουμ, ρίχνω μια ψήφο, ρίχνω τον οβολό μου, σκοράρω, στέλνω φαξ / φαξάκι, συνάντηση με τον πρόεδρο, σύσκεψη, χαιρετάω τον ξάδερφο, χοντρό / κάνω το χοντρό μου, ψιλό / κάνω το ψιλό μου.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Τα αρχίδια.
- Δε φορούσε τίποτα κάτω απ' τη φουστανέλα ο μαλάκας, έδωσε μια φούρλα μπροστά στη στρατηγίνα και φανήκαν τα γκογκόβια του!!
- Κι αυτή;
- Τα γούρλωσε ρε μαλάκα. Κι αυτή κι ο στρατηγός.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το σπέρμα σαν προϊόν μιας εκσπερμάτωσης.
Λέγεται συχνότερα στον πληθυντικό απ' ό,τι στον ενικό για να υποδηλώσει τη βαρβατίλα του ανδρός.
Η έκφραση πάρ' τα χύσια μου είναι συνώνυμη του πάρ' τ' αρχίδια μου.
Τι ψωλορουφήχτρα αυτή η Ποπίτσα, ρε μαλάκα!! Κατάπινε τα χύσια λες κι ήταν Κόκα-Κόλα. Μου στράγγιξε τ' αρχίδια, σου λέω!!
- Ρε μαλάκα θα μου ξηγηθείς το κάμπριο μεθαύριο;
- Πότε, ρε μαλάκα; Σου το βράδυ; Ρε, παρ' τα χύσια μου.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Γκρεμίζω. Λέγεται στις Κυκλάδες.
Μη μου τα πρήζεις με το σπίτι του μπαμπά σου, γιατί τώρα δα το βουλίζω να γλιτώσω κι από σένα κι από δαύτο.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified