Σου έκανα χάρη, σε τακτοποίησα, σου έδωσα δώρο / γκόμενα / θέση και γενικά οτιδήποτε καλό. Αναφέρεται κυρίως μεταξύ φίλων όταν ο ένας καβατζώνει τον άλλο.

  1. (Περίπτωση γκόμενας)
    - Πω ρε μαλάκα η κολλητή της δικιάς σου είναι κόλαση. Έχει μια κωλάαααρα... κανονίσαμε σινεμά την Κυριακή. Ψήθηκε άσχημα σου λέω.
    - Είδες που έπιασε το κονέ; Άντε, σ' έφτιαξα πάλι.

  2. (Περίπτωση δώρου)
    - Ω ρε πατέρα, Playstation 3 για τα γενέθλιά μου; Είσαι ο καλύτερος!
    - Είσαι τυχερός που βγήκε το εφάπαξ από την σύνταξη. Σε έφτιαξα καλά, πάω στη μάνα σου τώρα να μου τα ρουφήξει κι αυτή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οποιοδήποτε κονέ παίζει με γκόμενα. Το αναφέρουμε κυρίως τις ημέρες που γίνεται το ψηστήρι και μέχρι ένα δευτερόλεπτο πριν δέσει το γλυκό και πέσει το πρώτο γλωσσόφιλο.

- Ρε μαλάκες σαν πολύ δε μιλάει ο Γρηγόρης με την αδερφή μου απόψε;
- Ε και; Καλά δεν έχεις πάρει πρέφα ότι ψήνεται κατάσταση εδώ και μέρες;

(από HardcoreGR, 25/03/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έχει δύο ερμηνείες.

  1. Ξεμουνιάζω μια γκόμενα όσο περισσότερο μπορώ μέσα σε ένα βράδυ και μετά πούλο.

  2. Ξεζουμίζω μια πρώην μου σε φάση να την βαρεθώ τελείως και να μην έχω απωθημένα, οπότε μετά πάλι πούλο.

Γενικά μετά το «έφαγα καλά» η γκόμενα έχει ήδη πάρει πούλο.

  1. (Για μία βραδιά)
    - Ξεκωλάκι τρελό η Σοφία. Έριξες λούτσο στην πενταήμερη και τώρα κάνει ότι δεν σε ξέρει, ε;
    - Ναι αλλά τουλάχιστον έφαγα καλά. Τέσσερις μέρες σερί το μουνί στο χέρι της έδινα. Δεν προλάβαινε να πάρει ανάσα.

  2. (Διαρκείας)
    - Έλα ρε, χωρίσατε πάνω που θα κλείνατε χρόνο;
    - Στα παπάρια μου ρε. Έφαγα καλά. Πήρα παρθενιά, κώλο, έσκισα φυσικό ξανθό νέτο με τρελό πάτο, ε και τώρα πάω για άλλα.

(από HardcoreGR, 25/03/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συν ένας πόντος στο κοντέρ κάθε άντρα για κάθε γκόμενα που πηδάει.

- Θα μου πεις τι έγινε όταν φύγαμε από το πάρτι; Είδα χαμουρευόσασταν για πολύ ώρα.
- Την πήγα στο δωμάτιό μου και όπως κατάλαβες έγραψε +1. Και με αυτό μόλις χτύπησα διψήφιο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάθε γκόμενα η οποία πληρεί μία από τις παρακάτω προϋποθέσεις:

  1. Είναι μη υπολογίσιμου βεληνεκούς λόγω εμφάνισης.

  2. Η επόμενη υποψήφια γκόμενα κάποιου (αναφέρεται απρόσωπα).

  3. Κάθε νέτο με το οποίο απλά ψήνεται κατάσταση, οπότε άθελά τους οι άντρες στην παρέα την προσφωνούν έτσι καθώς δεν υπάρχει ακόμη η λεγόμενη «εξοικείωση» μαζί της.

  1. (Μη υπολογίσιμου βεληνεκούς)
    - Τι έγινε ρε φίλε; Ακόμα δεν το πήδηξες το γκομενάκι και το παράτησες; Κρίμα είναι.
    - Άσε με ρε μαλάκα, έφαγα καλά και πάω για άλλα. Έγραψε +1 και τέλος. Μέτρια γκόμενα, δεν αξίζει να ασχοληθώ.

  2. (Η επόμενη υποψήφια γκόμενα)
    - Τι θα γίνει, θα χτυπήσουμε κανένα γκομενάκι;

  3. (Ψήνεται κατάσταση)
    - Βλέπω το ψήνεις καλά το γκομενάκι, όλο ναζάκια σου έκανε σήμερα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Θεωρητικά η Clan είναι μια ομάδα ατόμων που ενώνονται με πραγματική ή υποτιθέμενη συγγένεια και καταγωγή. Ακόμα και αν τα μέλη δε γνωρίζονται μεταξύ τους, εντούτοις μπορούν να οργανωθούν γύρω από ένα ιδρυτικό μέλος ή έναν πολύ παλιό πρόγονό τους. Η οποιαδήποτε συγγένεια ενδέχεται να έχει ακόμα και συμβολικό χαρακτήρα. Η λέξη προέρχεται από το «Clann» που σημαίνει «οικογένεια» στην ιρλανδική και τη σκωτσέζικη διάλεκτο.

Πρακτικά ο όρος χρησιμοποιείται σήμερα για μια ομάδα παικτών σε κάποιο video game.

- Θα με πάρεις στην Clan σου; Παίζω Lineage τρεις μήνες.
- Δε δεχόμαστε νουμπάδες.

(από HardcoreGR, 01/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καταστρέφω κάτι ολοσχερώς. Το ξεπατώνω. Χρησιμοποιείται κυρίως για να δείξει:
- Φυσική βία
- Καταστροφή από πολεμική σύρραξη
- Εικονική βία (ταινίες, video games κτλ).

Και σκάει μύτη που λες ο μπάρμαν με το που μαθαίνει ότι η δικιά του φασώθηκε με τον Άκη και του κάνει το μαγαζί οικόπεδο. Γύρισε τα τραπέζια ανάποδα, έσπασε τα τζάμια, πουτάνα όλα ρε σου λέω. Σκέψου να την πήδαγε κιόλας.

(από HardcoreGR, 01/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άσ' το, μην ασχολείσαι.

- Και θα δεχτούμε 400 βασικό μισθό;
- Όχι ρε, γάμα το. Πάμε Αμερική στον θείο μου, να βγάλουμε κάνα φράγκο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο όρος είναι παραποίηση της Κορεάτικης λέξης «gosu» (고수) που σημαίνει δεξιοτέχνης, άνθρωπος με ανεπτυγμένες ικανότητες. Οι Άγγλοι την χρησιμοποιούν αυτούσια.

Η ετυμολογία προέρχεται από το αρχαίο επιτραπέζιο Κορεάτικο παιχνίδι Go όπου σε ένα τετράγωνο πίνακα έπρεπε με τα πούλια σας (παρόμοια με αυτά της ντάμας) να κλείσετε τον αντίπαλο. Νικητής ήταν όποιος μπορούσε να βάλει τελευταίος ένα πούλι στον πίνακα. Το Go παίζεται από το 1.000 π.χ. (δηλαδή πριν ακόμα ανακαλυφθεί το σκάκι του 6ου μ.χ. αιώνα) και το Gosu αφορά κάθε δεξιοτέχνη που είναι άριστος στο Go.

Οι Άγγλοι έχουν παραφράσει τα αρχικά GOSU προς όφελός τους, με φράσεις του στυλ «Graduate Οf StarCraft University», «God Of StarCraft Universe» ή «God of StarCraft Units» κι αυτό γιατί οι Κορεάτες είναι οι μεγαλύτεροι μάστορες στο StarCraft.

Κύρια έννοια:
Με το επίθετο «γκοσάς» χαρακτηρίζεται κυρίως ο IMBA παίκτης, ο απόλυτος gamer που παίζει κάποιο/-α video games στα δάχτυλα, λες και είναι η δεύτερη φύση του.

Δευτερεύουσα έννοια:
Γκοσάς είναι επίσης ο εκάστοτε δεξιοτέχνης στο επάγγελμά του ή σε κάποιο χόμπι.

(Κύρια έννοια)
- Ρε μαλάκα παίζαμε lol και σκάει μια Clan με Κορεάτες και μας κάνει οικόπεδο μέσα σε 20 λεπτά! Τι είναι αυτά ρε;
- Μη ψάχνεις να βρεις. Αυτοί είναι γκοσάδες και λιώνουν όλη μέρα σε μια οθόνη. Γάμα το.

(από HardcoreGR, 01/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη δημοσιογραφική ορολογία είναι το κείμενο το οποίο έχει πολύ μεγάλες σε έκταση παραγράφους, μεγάλες προτάσεις, στερείται μεσότιτλους και γενικά διαθέτει όλα αυτά τα στοιχεία που αποτρέπουν έναν αναγνώστη από το να το διαβάσει.

Τι πιλάφι είναι αυτό που μου 'στειλες; Δε σας μάθανε τίποτα στη σχολή; Πάρτο πίσω και στείλτο πάλι χωρισμένο τουλάχιστον σε παραγράφους.

βλ. σχετικό: σαλόνι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified