Οι σύγχρονες παροιμίες είναι βγαλμένες από τις κλασικές παλαιές και καλές παροιμίες που όλοι ξέρουμε, και είναι διαφοροποιημένες και εκμοντερνισμένες ολίγον τι.

Στο νέτι εδώ: Πας για μαλλί; φερε και κανά ποπ κορν...

καουκα (από georgegreek, 28/12/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός τύπου που συχνάζει σε σκακιστικούς συλλόγους, ο οποίος δεν χάνει την ευκαιρία να προτείνει ένα μπλιτς στα γρήγορα. Το μπλιτς είναι το γρήγορο ματς (δέκα λεπτών ο αγώνας, με χρονόμετρο) μεταξύ δυο αντιπάλων, αλλά ένας καλός σκακιστής σε επίπεδο μαιτρ μπορεί να κερδίσει την παρτίδα μέσα στα δέκα λεπτά. Ο μπλιτσαδόρος, για τους υπολοίπους του συλλόγου, είναι κάτι σαν το αντίστοιχο του μπριτζ (ομοιοκατάληκτο), σαν πρεφαδόρος.

Ωχ τι θέλει πάλι ο μπλιτσαδόρος... τι να παίξουμε τώρα, εδώ παρακολουθούμε αγώνα σοβαρό.

(από allivegp, 01/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ατάκα της βλαχάρας, γκαρσόνας από να σήριαλ της ελληνικής τβ που συμπρωταγωνιστεί με τον Κατακουζίνα, τον ειδικό στις αποχετεύσεις.

- Τι αιθέρια ύπαρξη είναι αυτή η φίλη σου ρε Ελένη... τι ευγενικός άνθρωπος... την έχω ερωτευτεί.
- Tι λες μωρή κατακουζίνα... είναι αυτή μια τσαπερδονοκολοσφυρίχτρα... δεν την έχεις καταλάβει ακόμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τι θέλει να πει ο ποιητής: Από εδώ και στο εξής δε θα μιλάς, τουμπέκα.

Το λογοπαίγνιο λέγεται όταν κάποιος μας τα έχει κάνει τσουρέκια και λοιπά, και λοιπά.

Φροξυλάνθη προς τον σύζυγο της:

- Τι κάνεις εφτού ρε ανεπρόκοπε, μας έχει φάει τη ζωή.

Σύζυγος, έχει πάρει ανάποδες:

- Γυναίκα, απ' εδώ και τουμπεξής μη με ζαλίζεις, άντε τώρα κατάλαβες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προτροπή για κάποιον που μας φέρθηκε χωρίς τον δέοντα σεβασμό, του το λέμε με κόσμιο τρόπο. Δηλαδή να πάει να κάνει σεξ, ή ότι έχει κάνει σεξ.

Κάτι σαν λογοπαίγνιο, επειδή δεν θέλουμε να χρησιμοποιούμε ύβρεις (ξεκάθαρο αυτό). Κάτι παρεμφερές του ''αν δεν σου αρέσει ντύνεσαι και φεύγεις''.

Λοιπόν, που λες, φίλε Λάκη... Πλύσου, ντύσου και θα το φχαριστηθείς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από τη φάλαινα Μπελούκα. Ορισμός που βγαίνει από την εμφάνιση κάποιου.

- Γιατί τον αποκαλείτε έτσι; - Γιατί είναι σα φάλαινα μπελούκα.

Φάλαινα μπελούγκα. (από Khan, 19/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από το γαλλικό ''vis-a-vis = απέναντι, αντίκρυ. Επιρρηματική φράση, μάγκικη.

Στο τέλος του δέκατου ένατου αιώνα με αρχές του εικοστού, ''βιζαβία'' ονομάστηκαν στην Αθήνα οι άμαξες με δύο άλογα και με τέσσερις θέσεις, δύο μπρος και δύο πίσω. Έτσι, οι επιβάτες καθόντουσαν βιζαβί και απεναντίας.

Έλα λενιώ, κάτσε απέναντι, δια να είμαστε βιζαβί και απεναντίας.

από το γαλλικό vis-à-vis

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έχει περάσει η ώρα, είναι αργά και κάτι παραπάνω...

[i]- Παλικάρι μου τι ώρα γύρισες χθες το βράδυ;
- Αργάμισι![/i]

Συνηθισμένη έκφραση, ευφυολόγημα από τα νιάτα και όχι μόνο.

Καλά ρε, τι περιμένουμε, ο Κωστής, το βλέπω να 'ρχεται αργάμισι!

βλ. και σλανγκιές διαφημιστών

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο σχετικά ακαμάτης, συνήθως low profile, λίγο κουτοπόνηρος και λίγο σπίρτο βρεγμένο.

Συναντάται σε εργοστάσια, εργαζόμενος σε μη χειρωνακτικές εργασίες, έχοντας καταλάβει ένα καλό πόστο, με πιθανότητες ανέλιξης του, περνώντας τα χρόνια, σε διευθυντή.

Είναι βέβαια υπάκουος και συνεργάσιμος πάντα.

- Ρε ο λελέτης, ούτε γυμνάσιο δεν έχει τελειώσει... - Καλά, φίλε μου... θα τον δεις κάποια μέρα , μεγάλο και τρανό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν οι χωρικοί τσακώνονται μεταξύ τους, λέει ο ένας τον άλλο παλιοζάγαρο.

Από την αραβική λέξη ''ζακαρ'': κυνηγάρικο σκυλί, βάζει τη μύτη παντού και μυρίζει.

Τι είπε ου Μήτσουμ; Καλά, δεν ακούς ρε Χάιδω; Όρε ζαγάρι... πρρρρ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified