Χωριστρούλα αποκαλούμε διακριτικά το κενό ανάμεσα στα μπροστινά δόντια ή αλλιώς κοπτήρες.

Πω, σκάω χτες σουπερμάρκετ και βλέπω ένα θεόμουνο στις σερβιέτες, χώνομαι τάχιστα, και κει που της πιάνω την πάρλα πάει να μιλήσει και βλέπω μία χωρίστρα-καιάδα. Σπύρος Λούης έγινα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γιαννιώτικος ιδιωματισμός, αποτελεί εφαλτήριο για BMX.

Ώρε χρηστάρα, φέρε μπύρα, πάτα Γάρα, να γίνει πά'ι της καραπουτανάρας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπαφοτσίγαρο, προέρχεται από την λέξη μπαφέος => φέος, και παραπέμπει σε κάψιμο φαιάς ουσίας.

- Να σας πω ρε μάγκες: Κάναν φέο θα πιούμε ή τσάμπα κουβαλήθηκα πάλι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από παράφραση της λέξης Φέος και παραπέμπτει σε φενγκ σούι λόγω της χαλάρωσης που επιφέρει.

Νικολάκη, αυτό το Φενγκ που έφερες με έχει κάνει Βούδα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λυκειακό σλόγκαν, προτροπή προς χαλάρωση ή απεμπλοκή από μανούρα, συνώνυμο του «ξεφούσκωσε», κατούρα και λίγο.

- Κωλόγαυροι, πάλι πέτσινο πρωτάθλημα! Γαμώ την παράγκα σας!
- Άντε φάε καμιά χαλαρόπιτα και πιες καμιά ηρεμίτα, που θα μιλήσεις για τον θρύλο ρε χουντικέ!

(από doodoon, 16/04/11)(από doodoon, 16/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από την λέξη «κολατσ(ι)ό» και στην αργκό των skateάδων δηλώνει φούντα, μαύρο, χορτί, βρομά, γλάρο, ρο, τσιγαρλίκι.

Καλά μάγκες, χθες ρούφηξα ένα τσιό με τον Κυριάκο, πάω να κάνω ένα 360 και έφαγα τα μούτρα μου. Πιάνο η οδοντοστοιχία!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συντόμευση του κουράδα. Αναφέρεται σε κατηγορία του ηλικιακού group 17-23. Ευμεγεθής περιφέρεια, υψηλό ανάστημα, ελληνική ψυχή, μπλουζάκι polo/nautica/ralph lauren, χειμαρρώδες ταμπεραμέντο και ευγενής ενασχόληση με καπιταλοδεξιές φοιτητικές παρατάξεις.

Ενδιαφέροντα: Βόλτα με την μπέμπα, barbecue, συνομωσιολογικές συζητήσεις κατά εβραίων, μασόνων και υπερυπολογιστή των Βρυξελλών. Ουίσκυ και Καρράς.

Θα τον βρείτε: Balux, Sky Roof Garden, Θύρα 13. Μηνιαίο προσκύνημα σε Αράχωβα και Μύκονο για κράξιμο τρέντιδων.

Αυτή η ράδα κάθε βδομάδα τα ίδια.. Γυρνάει με χίλια από Πανταζή , πάει για βρώμικο στον Ληγούρα και πάντα αρχίζει τσαμπουκάδες και μανούρες! Μωρη ράδα...

Δες και κομμέ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τύπος μεταξύ 35-50 με φαλακρίτσα, λαδωμένο μαλλί που ασπρίζει, ψηλόλιγνος με υποψία καμπούρας πενταβρώμικα ρούχα.

Συναντάται σε περιοχές όπως δικαστήρια, μουσείο, Αχαρνών, καβατζωμένα παρκάκια και συνδέσμους οργανωμένων ανά την επικράτεια. Δεν μπλέκεται σε σκηνικά και dealιές, παρά επιβλέπει αθόρυβα. Αγαπημένες του συνήθειες η φέρμα, το άραγμα για πρωινό καφεδάκι στην Μενάνδρου και χοροπηδητό σε κάγκελα σταδίων.

- Χθες βραδάκι που βόλταρα Αθηνάς με τον Μιχαλιό, παίζει να είδα φευγαλέα τον πρύτανη!

(από doodoon, 15/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναψυκτήριο-καφετέρια παρακείμενη της πλατείας Ομονοίας. Κανείς δεν γνωρίζει το πραγματικό της όνομα. Τακτικοι του θαμώνες, πρεζάκια, dealέρια, απεξαρτημένοι, κλεφτρόνια, μπουμπλάκηδες.

Ο δείκτης επικινδυνότητας της απασχόλησης στο πρεζοκαφέ, σύμφωνα με τον Συνήγορο του Πολίτη, αγγίζει επίπεδα στρατιωτικής θητείας στην Βαγδάτη.

- Λοιπόν, πετάγομαι πρεζοκαφέ να τσιμπήσω έναν lungo espresso. Θες τίποτα;
- Έναν στρέττο στρεττίσιμο με μπόλικη ζουζού.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γυαλιά ηλίου συνήθως μάρκας Arnette, σε έντονα χρώματα, συνήθως πορτοκαλί, λαχανί και βεβαίως άσπρο. Φέρονται από κάγκουρες, τρύπιους συνδεσμίτες, καμμένους psychedelάδες και ορειβάτες. Αποτελεί 24ωρο αξεσουάρ και είναι αξιόπιστος δείκτης καμενιάς.

- Ε, στελάν, τον βλέπεις τον τύπο που χει κολλήσει στο ηχείο;
- Ποιον ρε μαλάκα λες;
- Εκείνον τον κουμπωμένο τον ζέο.
- Ποιον ρε, εκείνον με το πρεζόγυαλο;

(από doodoon, 16/04/11)(από doodoon, 16/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified