Συνοδός σε ραντεβού, ο οποίος κρατάει φανάρι, δηλαδή παρέχει απλώς το άλλοθι για κάποιον από τους συνερχομένους (καλό ε; εύρημα), χωρίς να υπάρχει κατ' ανάγκη κάποιος άλλος να του την πέσει. Επίσης μπορεί να μην είναι καν παρών στο ραντεβού.

- Μαρίκα... έχω να βγω! Ξέρεις... είχαμε πάει κομμωτήριο / ψώνια / καφετζού κ.ο.κ.
- Πάλι εμένα θα βάλεις μπροστά να σου κρατήσω φανάρι;

(από kostasΑ, 31/05/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λαϊκή εκφορά της λέξης βαπόρι (< vapeur = ατμός ΚΑΙ ατμόπλοιο κατά συνεκδοχή στα γαλλικά), στην έκφραση «'μ' έκανες βαπόρι» με τη σημασία «με θύμωσες, μ' εξόργισες ώς το μη περαιτέρω», ή μου προκάλεσες ακατανίκητη σεξουαλική διέγερση.

  1. Μ' αυτό που μου είπες... μ' έκανες βαπόρι.

  2. Απ' αυτό που άκουσα... έγινα βαπόρι.

  3. Μη μου κάνεις τέτοια... γιατί γίνομαι βαπόρι.

  4. Μ' αυτά που βλέπεις στα περιοδικά... γίνεσαι βαπόρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βλ. ανήλιαγο.

Το άκουσα στο Αμύνταιο από γριά να σχολιάζει τα μίνι του 1971 (τότε που ράβανε φόρεμα με 1m 10 cm): Μ' αυτά που φοράνε... φαίνεται το σκοτεινό τους.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απάτη, δόλια πράξη.

Βλ. και αβανάκης (όχι δικό μου)

Να είσαι τίμιος... εντάξει! Μην κάνεις αβανιές.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκουπίζω τη σάλτσα από το πιάτο με ψωμί. Αστικό ιδιωματικό της Κρήτης, προφανώς κατάλοιπο ενετικό εκ του pane (ψωμί).

Πανιαρίσματα, αντίστοιχα, αποκαλούνται οι μπουκιές ψωμιού βουτηγμένες στη σάλτσα.

- Ήταν λίγο το φαΐ; Πάνιαρε το πιάτο σου να χορτάσεις!

- Αυτό είναι αδικία! Εσύ να τρως το μεζέ κι εγώ τα πανιαρίσματα...

(από GATZMAN, 25/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σχετλιαστική παραλλαγή του γνωστού παρακαλώ όταν θέλουμε να εκφράσουμε αντίθεση ανάμεικτη ίσως με απορία ή όταν υποθέτουμε ότι γνωρίζουμε τον πραγματικό λόγο για τον οποίο συνέβη ή ελέχθη κάτι, που είναι διαφορετικός από τον προβαλλόμενο.

Το περικαλώ είναι πιο slang από το παρακαλώ ακόμα και σ' αυτή τη διάταξη.

- Γιατί περικαλώ να πας εκεί; Εδώ δεν έχει... ψωμί;

- Γιατί περικαλώ, σου ζήτησε να πας; Δεν μπορούσε να έρθει αυτός εδώ;

Σχετλιαστικό Shetland περικαλεί. (από Vrastaman, 25/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάνω τις δουλειές του σπιτιού, το κοινώς λεγόμενο «νοικοκυριό» (σκούπισμα, ξεσκόνισμα, σφουγγάρισμα, μαγείρεμα) για το οποίο η «αφέντρα του σπιτιού» επαίρετο κατά την προ της καθόδου των Δωριέων (συγνώμη, διαγράφεται μια λέξη) Αλβανών εποχής, και το οποίο σήμερα αναθέτει κατά περίστασιν ή καθ' έξιν σε αμειβόμενη αντί 6.50 ευρώ την ώρα κυρία, συνήθως Αλβανίδα ή Bορειοηπειρώτισσα κατά δήλωσίν της.

Η φράση συνήθως εκφέρεται χαριέντως, σκωπτικώς ή μετ' αναστεναγμού, είτε κατά της εσχάτως ενσκηψάσης οικονομικής κρίσεως ή κατά του δικαιώματος των διακοπών, το οποίο δεν απεμπολούν πλέον ούτε η Αλβανοί. Μην εκπλαγείτε δε αν το ακούσετε και από Αλβανίδα που πρόκοψε στην Ψωροκώσταινα ως παραδουλεύτρα ή σύζυγος τοποθετητού πλακιδίων.

- Πήρε άδεια και η Λιντίτα (Ανατολή) και πρέπει ν' αλβανιάσω τώρα.
(από το άμεσο περιβάλλον μου)

- Η Λουμτουρί (Ευτυχία) σήκωσε ψηλά τον αμανέ και ζητάει αύξηση. Ας αλβανιάσω κι εγώ λίγο. (από τον ευρύτερο κύκλο μου)

- Αχ! Στο εξοχικό... δεν φτάνει που δεν έχω βοήθεια, λερώνουν τα παιδιά, έρχονται και οι φίλοι τους... κι εγώ όλη μέρα αλβανιάzω. Δε στέκομαι! Ούτε για μπάνιο δεν πάω. Να! Να! Είδες τι γίνεται; (σύζυγος κατασκευαστού πολυκατοικιών με τρία «σκαφάκια», το ένα μόνο φουσκωτό, το πάλει ποτέ μπετατζή)

- Πού να βρεις Αλβανίδα μέσα στον Αύγουστο; (από Αλβανίδα, δεύτερη σύζυγο ιδιοκτήτου mini market)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Διώχνω τους γύρω μου, με οποιονδήποτε τρόπο, φωνάζοντας να φύγουν «για να μείνω μόνος», με την μη φιλική συμπεριφορά μου, ώστε να καταντήσω μόνος, λέγοντας ανοησίες που δεν τις αντέχουν, λέγοντας αλήθειες που δεν τους αρέσουν και, στην ανάγκη,... προκαλώντας έξοδο σωματικών αερίων που τους αναγκάζουν να φύγουν προτροπάδην για να μην πάθουν ασφυξία.

Flit ήταν εντομοκτόνο μ' έντονη μυρουδιά που το ψεκάζαμε με μια χειροκίνητη συσκευή, την τρόμπα, σαν τρόμπα ποδηλάτου, μόνο που είχε κι ένα δοχείο από το οποίο έπαιρνε εντομοκτόνο και το σκόρπιζε. Το εντομοκτόνο δεν έμπαινε στην τρόμπα. Απλώς το ρεύμα του αέρα που δημιουργούσε μείωνε τοπικά την πίεση και τραβούσε υγρό από το δοχείο, κατά τον Νόμο του Bernouiilie.

- Τι απέγιναν όλοι αυτοί οι δήθεν φίλοι και οι συγγενείς που σε απομυζούσαν;
- Τους φλίταρα κι ησύχασα.

(από GATZMAN, 20/07/11)Το βρήκα!! Στο 2:13 (από sstteffannoss, 20/07/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ταβάς (tava) είναι το ταψί.

Η προφορά «νταβάς» [dava] είναι απλώς ενήχηση του τ[t] ως [d] και δεν έχει σχέση με το dava = καταγγελία (βασική σημασία).

Στην Ελλάδα συμφύρθηκε λόγω ομοηχίας με την τάβλα του κουλουρά (και όχι μόνο) < λατ. tabula σανίδι. Με τη σημασία ταψί χρησιμοποιήθηκε στην επαρχία κυρίως από πρόσφυγες.

Επίσης ταβάς λέγεται και το πρόχειρο μανουάλι, ένα ταψί με άμμο, που έχουν σε φτωχά ξωκλήσια για να στήνουν το αναμμένο κερί. Και κάθε άλλη σχετική εφαρμογή.

Τελικά κατέληξε να σημαίνει, πανελληνίως, τον κλασικό δίσκο του καφετζή με τα τοιχία, που μοιάζει με ταψί, ο οποίος κρέμεται από τρεις μεταλλικές ράβδους ώστε να μεταφέρεται ευκολότερα για παραγγελίες εκτός καταστήματος, εξ ου και «ταβατζής / dαβατζής», αυτός που τον κουβαλούσε... συνεκδοχικά ο καφετζής.

Μεταφορικά σημαίνει και τον νταή - προστάτη του πορνείου (που μπορεί να μη συμπίπτει με τον προαγωγό), επειδή αυτοί κυκλοφορούσαν εκεί μέσα με το πρόσχημα του καφετζή. Σε μεμονωμένες πόρνες είναι ο προστάτης - εραστής.

Μου παράγγειλαν πέντε καφέδες και δέκα νερά από το δικηγορικό απέναντι. Βάλ' τα μου στον ταβά να τα πάω.

(δεκαπέντε ποτήρια δε μεταφέρονται σε κοινό δίσκο σερβιρίσματος αλλά σε ταβά).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γιούργια στα παλιούρια είναι κατά βάση έκφραση ενθουσιασμού και όχι παρότρυνσης σε αρπαγή όπως το γιούργια στον ταβά με τα κουλούρια.

Στο δημώδες / αντάρτικο τραγούδι που έχει ως ρεφρέν το «γιούργια, γιούργια, γιούργια στα παλιούρια», σημαίνει «κάφ' τα όλα» (τέλειωσαν τα ξύλα και για να συνεχίσουν το γλέντι ψήνοντας και τρώγοντας, έφτασαν να κάψουν τα παλιούρια, δηλαδή τα όρθια παλιόξυλα με τα οποία έκαναν τους φράχτες ή τα έμπηγαν δίπλα στις φασολιές για ν' αναρριχηθούν).

Τα παλιούργια σε πολλά μέρη της Ρούμελης λέγονται και λούρια, πιθ. κατά συντόμευση. Να θυμηθούμε και το: «Κάφ' τα γκρέμισ' τα μια δόση κι ο λεβέντης θα πληρώσει».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified