Ταβάς (tava) είναι το ταψί.
Η προφορά «νταβάς» [dava] είναι απλώς ενήχηση του τ[t] ως [d] και δεν έχει σχέση με το dava = καταγγελία (βασική σημασία).
Στην Ελλάδα συμφύρθηκε λόγω ομοηχίας με την τάβλα του κουλουρά (και όχι μόνο) < λατ. tabula σανίδι. Με τη σημασία ταψί χρησιμοποιήθηκε στην επαρχία κυρίως από πρόσφυγες.
Επίσης ταβάς λέγεται και το πρόχειρο μανουάλι, ένα ταψί με άμμο, που έχουν σε φτωχά ξωκλήσια για να στήνουν το αναμμένο κερί. Και κάθε άλλη σχετική εφαρμογή.
Τελικά κατέληξε να σημαίνει, πανελληνίως, τον κλασικό δίσκο του καφετζή με τα τοιχία, που μοιάζει με ταψί, ο οποίος κρέμεται από τρεις μεταλλικές ράβδους ώστε να μεταφέρεται ευκολότερα για παραγγελίες εκτός καταστήματος, εξ ου και «ταβατζής / dαβατζής», αυτός που τον κουβαλούσε... συνεκδοχικά ο καφετζής.
Μεταφορικά σημαίνει και τον νταή - προστάτη του πορνείου (που μπορεί να μη συμπίπτει με τον προαγωγό), επειδή αυτοί κυκλοφορούσαν εκεί μέσα με το πρόσχημα του καφετζή. Σε μεμονωμένες πόρνες είναι ο προστάτης - εραστής.
Μου παράγγειλαν πέντε καφέδες και δέκα νερά από το δικηγορικό απέναντι. Βάλ' τα μου στον ταβά να τα πάω.
(δεκαπέντε ποτήρια δε μεταφέρονται σε κοινό δίσκο σερβιρίσματος αλλά σε ταβά).