Σχετλιαστική παραλλαγή του γνωστού παρακαλώ όταν θέλουμε να εκφράσουμε αντίθεση ανάμεικτη ίσως με απορία ή όταν υποθέτουμε ότι γνωρίζουμε τον πραγματικό λόγο για τον οποίο συνέβη ή ελέχθη κάτι, που είναι διαφορετικός από τον προβαλλόμενο.

Το περικαλώ είναι πιο slang από το παρακαλώ ακόμα και σ' αυτή τη διάταξη.

- Γιατί περικαλώ να πας εκεί; Εδώ δεν έχει... ψωμί;

- Γιατί περικαλώ, σου ζήτησε να πας; Δεν μπορούσε να έρθει αυτός εδώ;

Σχετλιαστικό Shetland περικαλεί. (από Vrastaman, 25/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γαϊδούρι (κυριολεκτικά και μεταφορικά).

Από το τουρκικό gumar, από το αραβικό άχμαρ, συναφές προς το εβραϊκό χαμόρ (το 'χ' στις λέξεις 'αχμαρ' και 'χαμόρ' προφέρεται από το βάθος του λάρυγγα, όπως το ισπανικό j, jota, στην Ισπανία).

Συναφές με το 'χάμουρα' = ηνία, χαλινάρια.

  1. Φορτώνομαι κάθε μέρα σα γομάρι και κανένας δε μου δίνει σημασία.

  2. Τρέχω ολημερίς σα γομάρι στο μαγκάνι (εννοεί το κυκλικό μαγκάνι με τις φτερωτές που ανέβαζαν το νερό συνεχώς, όχι το ατρακτοειδές μαγκάνι που ανεβάζει το νερό με τον κουβά).

  3. Υβριστικά, επικριτικά:
    Δεν το περίμενα από σένα, να φανείς τόσο γομάρι (γαϊδούρι)! Είσαι πολύ γομάρι (γαϊδούρι) τελικά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνοδός σε ραντεβού, ο οποίος κρατάει φανάρι, δηλαδή παρέχει απλώς το άλλοθι για κάποιον από τους συνερχομένους (καλό ε; εύρημα), χωρίς να υπάρχει κατ' ανάγκη κάποιος άλλος να του την πέσει. Επίσης μπορεί να μην είναι καν παρών στο ραντεβού.

- Μαρίκα... έχω να βγω! Ξέρεις... είχαμε πάει κομμωτήριο / ψώνια / καφετζού κ.ο.κ.
- Πάλι εμένα θα βάλεις μπροστά να σου κρατήσω φανάρι;

(από kostasΑ, 31/05/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κουρμπέτι / gurbet είναι κατ' αρχή η ιερή αποδημία, μια πανάρχαιη μορφή ασκητισμού. Ο μοναχός, αντί να καταφεύγει στην ερημιά, γύριζε τον κόσμο ουσιαστικά ζητιανεύοντας. Άγνωστο πότε άρχισε, οπωσδήποτε μαρτυρείται στην Ανατολή από τον 4ο π.Χ. αι. με τους ἀγύρτας, τους ιερείς της Μεγάλης Μητρός (συνήθως της Κυβέλης) οι οποίοι το συνδύαζαν με την Ιερή Επαιτεία, δηλαδή τον ερανισμό συνεισφορών. Επειδή δε επέστρεφαν συνήθως, αλλά καταχρώντο τα ποσά που μάζευαν, η λέξη αγύρτης έχει πάρει την μειωτική σημασία της σήμερα.

Προφανώς το ίδιο συνέβη και με το κουρμπέτι.

Όσο για τη σημασία της σήμερα στην καθομιλουμένη, βλ. τον ορισμό του Πονηρόσκυλου.

Κουρμπέτ ανά την Λυβικήν και Κυρηναϊκήν έρημον.

(από Khan, 17/05/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ελαφρά χαριτολογώντας, αλλά με συγκαλυμμένο ερωτικό υπονοούμενο (αυτό που λένε συνήθως «πονηρό» και δεν ξέρω γιατί).

  1. Ένα σκαμπρόζικο ύφος, αστείο, ανέκδοτο.

  2. «Πάμε μια βολτίτσα;» του είπε με σκαμπρόζικο ύφος / διάθεση.

  3. «Αχ... Μ' αρέσει!», είπε σκαμπρόζικα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση: έχω τα ντουζένια μου / έχω ντουζένια.

Είμαι ερεθισμένος, διεγερμένος, είτε από θυμό, είτε από ερωτικό οίστρο. Συχνά αναφέρεται σε ζώα που βρίσκονται σε κατάσταση οχείας.

  1. Έχω ντουζένια και δεν μπορώ να κοιμηθώ.

  2. Ο γάτος είναι στα ντουζένια του και γυρνοβολάει στα κεραμίδια.

(από HODJAS, 30/05/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η εθελοδουλία, το γλείψιμο μέχρις αηδίας, το στήσιμο του κώ...

Η πρόταση της Υπουργού Παιδείας (και λοιπά χρειώδη) να υιοθετηθεί η αγγλική γλώσσα ως επίσημη γλώσσα της Ελλάδας (μαζί με την ελληνική εννοείται), είναι σαλιγκαριά αισχίστου είδους.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι τύποι που βρίσκονται συνήθως στο περιβάλλον των μεγαλοπαπάδων και «φροντίζουν» για τις μη ιερατικές υποθέσεις και ανάγκες τους, συνήθως με δουλικό τρόπο.

Ψευτοευσεβής ή και αφελώς ή επιδεικτικά ευσεβής.

Από την τσούρα / τσούλα = γενειάδα. «Τσούλα» λένε επίσης οι νεολαίοι την μακριά τούφα των μαλλιών που αφήνουν ενώ είναι κουρεμένοι. Η αντίστοιχη 'τούφα' μαλλιών που αφήνουν οι ινδουϊστές (όταν ξυρίζουν το κεφάλι τους) λέγεται sika.

Μαζεύτηκε ο κόσμος να προσκυνήσει και βγήκαν οι υπότσουροι να βάλουν τάξη και να πουλήσουμε κεριά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παγαπόντης, μικροαπατεώνας, ασταθής, άτομο στο οποίο δεν μπορεί να έχει κανείς εμπιστοσύνη

Αρχικά ήταν ιερείς της Μεγάλης Μητρός (συνήθως της Κυβέλης) οι οποίοι μάζευαν προσφορές. Η αρνητική σημασία δόθηκε στη λέξη διότι τελικώς κατάντησαν απατεώνες και καταχραστές των προσφορών.

Βλέπε κουρμπέτι, μπαταξής.

Είναι αγύρτης. Μην τον εμπιστεύεσαι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ψίθυρος, φωνή σε διατύπωση κατ' αποκλεισμό (αρνητικές).

Κυριολεκτικά, «άχνα» είναι το προσωρινό θόλωμα που προκαλείται στον καθρέφτη ή το τζάμι όταν κάποιος εκπνέει πολύ κοντά (χουχουλίζει). Κατ' επέκταση και ο (φορτωμένος υδρατμούς) εκπνεόμενος αέρας, ο οποίος δημιουργεί τον ήχο. Πρβλ. αχνός = υδρατμοί.

Συνων. Μην κάνεις κιχ!

Δεν έβγαλα άχνα / μη βγάλεις άχνα γιατί...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified