Η ναζιάρα.

συνων. καθαρευουσιάνικο (νεολογισμός) ακίζομαι < ακίς = μύτη βελόνας. Κάποια που κάνει σαν να την τσιμπάνε συνέχεια βελόνες.

Από το αγγίζω.

Όλο κόλπα και κουνήματα είναι... πολύ γκιάξε με Γιάννη, γκιάξε με...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τον κάνω κομματάκια, βλ. και λιάδα.

Θα σε κάνω κιμά... Τον έκανε κιμά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Για κάτι που προβάλλει ασυνήθιστη δυσκολία για να επιτευχθεί.

Δε θα τον μεταπείσεις εύκολα, είναι σκληρό καρύδι!

Σκληρό καρύδι, η Καρύδη; (από GATZMAN, 03/07/11)Για κάθε σκληρό καρύδι υπάρχει πάντα κάποιος τρυποκάρυδος που θα του ξηγήσει το όνειρο  (από GATZMAN, 03/07/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τρώω.

Απλή ελληνικοποίηση του εβραϊκού «αχάλ», τρώω. Δεν είναι βέβαια «πολύ slang» αλλά το ανέβασα παρακινημένος από το «αβέλω αχαλία» = κάνω δίαιτα, από το λήμμα Καλιαρντά του Paparas. Δεν μπορώ να πω αν σχετίζεται, απλώς το δίνω. Δεν είναι καν συχνό. Το συνηθίζανε παλιά οι γριές μας.

Έλα μέσα να αχλάρεις, παιδί μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πήρες αυτό που σου ανήκει, και μην κοιτάς παραπέρα!

Συνήθως με τη σημασία: «παντρεύτηκες, οι γυναίκες τέλος για σένα!»

- Έφαγες το κουλούρι σου, κάτω τη μούρη σου!

(πιθανό μοναδική εφαρμογή)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γιούργια στα παλιούρια είναι κατά βάση έκφραση ενθουσιασμού και όχι παρότρυνσης σε αρπαγή όπως το γιούργια στον ταβά με τα κουλούρια.

Στο δημώδες / αντάρτικο τραγούδι που έχει ως ρεφρέν το «γιούργια, γιούργια, γιούργια στα παλιούρια», σημαίνει «κάφ' τα όλα» (τέλειωσαν τα ξύλα και για να συνεχίσουν το γλέντι ψήνοντας και τρώγοντας, έφτασαν να κάψουν τα παλιούρια, δηλαδή τα όρθια παλιόξυλα με τα οποία έκαναν τους φράχτες ή τα έμπηγαν δίπλα στις φασολιές για ν' αναρριχηθούν).

Τα παλιούργια σε πολλά μέρη της Ρούμελης λέγονται και λούρια, πιθ. κατά συντόμευση. Να θυμηθούμε και το: «Κάφ' τα γκρέμισ' τα μια δόση κι ο λεβέντης θα πληρώσει».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απάτη, δόλια πράξη.

Βλ. και αβανάκης (όχι δικό μου)

Να είσαι τίμιος... εντάξει! Μην κάνεις αβανιές.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση κάπως περιθωριακή κοινωνικά που σημαίνει «έχω στο σπίτι μου, διαθέτω». Κυρίως για ευτελή αντικείμενα ή αναλώσιμα. Συνήθως προηγείται αίτησης να το δανείσει ο άλλος το πράγμα.

  1. Σου βρίσκεται λίγη ζάχαρη... να κάνω ένα καφέ του άντρα μου, γιατί ξέμεινα;

  2. Σου βρίσκονται δυο αυγά... μέχρι να πάω να πάρω; Μέχρι ν' ανοίξουν τα μαγαζιά;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χτύπημα.

Μεταφορικά: κι αυτόν που σε χτύπησε, τον απατεώνα, το ρεμάλι (οπότε καταλήγει και σε βρισιά).

Μπορεί όμως να έχει και θετική σημασία. Μ' ένα σφόλι να πετύχεις κάτι. Βλ. σχόλιό μου στο κυρίως λήμμα.

Η ετυμολογία από τη σφολιάτα εντελώς αβάσιμη.

Είμαι καλυμμένος από το κυρίως λήμμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μικρή συνήθως (ή και μεγάλη) ποσότητα φτηνού οινοπνευματώδους, συνήθως κρασιού, που πίνει κανείς σε μη προβλεπόμενη ώρα.

Πιθανότατα η έκφραση είναι μεταφορά από άλλα σκονάκια (πρέζα ή χασίς) διότι το σκονάκι ήταν επίσημη φαρμακοτεχνική μορφή στις παλιές φαρμακοποιίες, μαζί με τα καταπότια, τους τροχίσκους κ.α. Φτιάχνονταν από απλό φύλλο χαρτιού που τυλιγόταν κατάλληλα.

- Γιατί πάει έτσι αυτός, βάρκα γιαλό;
- Προφανώς τα πήρε τα σκονάκια του πρωί πρωί!

Στο 1:37 (από GATZMAN, 09/11/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified