Το αγαπημένο Μείζον Ελληνικό Λεξικό δίνει το ρήμα «ξενερώνω» ως συνώνυμο του «ξενερίζω».
Παραθέτω αυτούσιο τον ορισμό: χάνω τα νερά μου, παραπλανιέμαι / βγαίνω πάνω από την επιφάνεια του νερού / συνέρχομαι από μεθύσι / (μτβ) αλλάζω το νερό δοχείου.
Σε ό,τι αφορά την σύγχρονη κοινή χρήση του ρήματος, υποπτεύομαι ότι έχει να κάνει συνεκδοχικά με τον ορισμό περί μέθης, αφού, όπως και να το κάνουμε, άμα περάσει η ευδαιμονία του οινοπνεύματος, όσο να πεις, ξενερώνεις!
(ακούστηκε πρόσφατα στην ποιοτική μας τηλεόραση σε διάλογο μητέρας - γιου)
Μαμά: - τι έχεις παιδάκι μου;
Υιός: -Άσε ρε μάνα... σκατά... ξενέρωσα σήμερα στο πάρκο...