Το επιτραπέζιο φωτιστικό σώμα, για τη μερίδα εκείνη των ανθρώπων που αδυνατούν να αποδεχθούν ότι στην ελληνική υπάρχουν ουσιαστικά που λήγουν σε σύμφωνο, εξ ου και η βολική κατάληξη (κατα το δοκούν). Στην ίδια κατηγορία ανήκουν επίσης τα φερμουάρ-ι, καλσόν-ι, ενώ υπάρχουν και τα λήγοντα σε -ο, όπως π.χ. το τάπερ-ο. [πληθυντικός τα φερμουάρ-ια, τα τάπερ-α κλπ]

  1. Πάλι βρε δε μου' φερες τα τάπερα; Και πού θα σου βάλω τώρα τα γεμιστά;

  2. Σβήστο βρε κούλα, το ρημάδι το λαμπατέρι να κοιμηθούμε καμιά ώρα!

βλ. και λαπιτόπι, σούτι, φωτοσούτι, μπήτι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ελληνοποιημένη version γνωστού κουζινικού εργαλείου, το οποίο χρησιμοποιείται για την απομάκρυνση των φελλών κατά το άνοιγμα φιαλών, γνωστό και ως tire-bouchon, επί το ελληνικότερον, τιρμπουσόν. Απαντάται σε νοικοκυρές άνω των πενήντα, με ομιχλώδη γνώση γαλλικών (και ελληνικών, επίσης). Οι σύζυγοι της ίδιας κατηγορίας, συνήθως αναφέρονται σ' αυτό ως «εκείνο το μαραφέτι που ανοίγει τα μπουκάλια».

- Κούλα, πιάσε εκείνο το μαραφέτι που ανοίγει τα μπουκάλια...
- Ποιο καλέ; Το τρυπισιόν; (ενδόμυχη σκέψη: που τονε βρήκα τον χωριάταρο, θε μου!)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όλα όσα αναφέρονται στο παρεμφερές λήμμα η σάρα, η μάρα και το κακό συναπάντημα, plus η ποικιλόχρωμη ημιόνα, που προσδίδει ένα ποιητικό touch και έναν λαϊκισμό τύπου όψιμου ΚΚΕ.

- Δεν πάω ρε σου λέω! Εκεί μαζεύεται όλη η σάρα, η μάρα και η παρδαλή γομάρα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόσωπο χαμηλοτάτης νοητικής (ή άλλης τινός) υποστάθμης, τιποτένιος, του πεταματού κατά προτίμηση στα μπάζα, εξ ου και το λήμμα. Χρησιμοποιείται αποκλειστικά σε γένος αρσενικό, στερείται πληθυντικού αριθμού και κλίνεται κατά το μαλάκας, μπάμιας κλπ.

- Άκουσα από τον Θανάση ότι θα μας κόψουνε λέει το επίδομα σκαλίσματος μύτης...
- Μην τον πιστεύεις ρε τον τύπο... είναι τελείως γιαταμπάζας.,. σιγά μη μας κόψουνε και επίδομα αφόδευσης και καλής λειτουργίας του εντέρου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτυπη συγγένεια, σε αντιδιαστολή με την εξ' αίματος, η οποία εντοπίζεται συνήθως σε σχέσεις θείου - (και καλά) ανεψιάς, θείας - (τάχαμου) ανεψιού και άλλων μακρινών και αδιευκρίνιστων συγγενειών, τύπου «η μοναχοκόρη της κουνιάδας της μακαρίτισσας της Τασίας του καντηλανάφτη, που ήτανε μικρανεψιά του γαμπρού μου του Νώντα, ξέρεις του άντρα της Πατούλας της νυχούς, συμπέθερου της θείας Μαρίτσας». Επίσης, στις περιπτώσεις αυτές, ο κόσμος το 'χει τούμπανο και ο θειός κρυφό καμάρι.

- Ήρθε πάλι σήμερα από το γραφείο η ανιψούλα του κ. Παπαρίδη..
- Ναι... ανεψιά εκ σπέρματος...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που δηλώνει έκπληξη και βαθύ εντυπωσιασμό έπειτα από απροσδόκητη είδηση.

- Ο Βαγγελάκης του περιπτερά αποφάσισε να κάνει τον γύρο της ανατολικής Μακεδονίας με το πατίνι.
- Σώπα βρε αδερφέ! Τι να πω... παράξενο πουλί ο βάτραχος...

Παράξενο, πράγματι! (από Khan, 10/05/11)Χαμηλές πτήσεις (από Khan, 15/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γυναικείο (ως επί το πλείστον) ένδυμα, συνήθως τσίτι, αγορασμένο από λαϊκή αγορά (κοινώς παζάρι), που προσομοιάζει ελαφρώς με έτερο τσίτι αγορασμένο από τα zara, και επιδεικνύεται με υποβόσκουσα καταναλωτική υπερηφάνεια, λόγω της εξευτελιστικά χαμηλής τιμής του, ακόμη και μετά την ανακάλυψη της τρύπας μεγέθους εικοσάλεπτου κάτω από την αυτοκόλλητη ταμπελίτσα, που βρίσκεται κολλημένη σε ύποπτο σημείο του εν λόγω τσιτίου (είναι δόκιμο τώρα αυτό; anyway...)

- Καλέ τι ωραίο το κρουαζέ σου!
- Σ' αρέζει; Παzara, 5 ευρά τα δύο. Το πήρα και σε σικλαμέν!
- Γουάου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύμφωνα με το Μείζον Ελληνικό Λεξικό, η κυριολεκτική έννοια της λέξης αφορά την απάτη στην χαρτοπαιξία, καθώς και τα ερωτικά χάδια και τις χειρονομίες ενώ σύμφωνα πάντα με την ίδια πηγή, οι ρίζες της είναι πιθανά ρουμάνικες.

  1. μία σύντομη αναζήτηση σε ελληνορουμανικό λεξικό ερμηνεύει τη λέξη balamut ως «ερωτοτροπώ», και αφού το ίδιο αποτέλεσμα δίνει και στην μετάφραση από ρουμάνικα σε αγγλικά, μάλλον ευσταθεί ο ορισμός της ερωτοτροπίας.

  2. το έγκριτο «Λεξιλόγιον ελληνικών λέξεων παραγόμενων εκ της Τουρκικής Κωνσταντίνου Κουκκίδη Εταιρεία Θρακικών Μελετών» -Βραβείον Ακαδημίας Αθηνών (1954), η λέξη μπαλαμούτι αναφέρεται με την έννοια της απάτης στη χαρτοπαιξία.

Ίσως τελικά οι δύο λέξεις να είναι απλώς ηχητικά συγγενείς και οι δύο ορισμοί τους να προέρχονται από διαφορετική ρίζα.

  1. - Τι έγινε, βρεθήκατε χθες τελικά με τη Λίτσα;
    - Αν βρεθήκαμε λέει! Την έριξα και ένα μπαλαμούτι, άλλο πράγμα!

  2. «χθες το βράδυ στο μπαρμούτι
    μου τη σκάσαν μπαλαμούτι...»
    (παλαιόν ρεμπέτικον άσμα υπό μουσικοσυνθέτη Π. Τούντα)

(από Khan, 10/05/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συντμημένη εκδοχή του «απαυτός», που χρησιμοποιείται για να υποδείξει άτομο συγκεκριμένης ιδιότητας, την οποία ο ομιλών αγνοεί.

Το ακούσαμε δια στόματος Φώφης (Αντιγόνη Κουκούλη) στην ελληνική ταινία «Ένα έξυπνο μούτρο», όταν εισβάλλει στο γραφείο του Πότη (Β. Αυλωνίτης) και του Ιορδάνη (Ν. Ρίζος) και το αγαπήσαμε πάραυτα, γιατί κακά τα ψέματα, γεμίσαμε ποφτούς σ' αυτή τη χώρα...

(από το ορίτζιναλ, όσο το επιτρέπει η ασθενής μου μνήμη)
Φώφη: - Εσύ είσαι ο ποφτός, ο διευθυντής εδώ μέσα να πούμε;
Ιορδάνης: - Ναι, εγώ είμαι ο ποφτός!
Πότης: - Και εγώ ποφτός είμαι!
Φώφη: - Καλέ πόσοι ποφτοί είστε εδωπέρα μέσα!
Πότης: - Είμαστε πολλοί! Και εσύ ποφτή είσαι;

Μεταξύ 1.13.00 και 1.15.00 - είναι ολόκληρη η ταινία ταινία (από poniroskylo, 17/05/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αγαπημένο Μείζον Ελληνικό Λεξικό δίνει το ρήμα «ξενερώνω» ως συνώνυμο του «ξενερίζω».

Παραθέτω αυτούσιο τον ορισμό: χάνω τα νερά μου, παραπλανιέμαι / βγαίνω πάνω από την επιφάνεια του νερού / συνέρχομαι από μεθύσι / (μτβ) αλλάζω το νερό δοχείου.

Σε ό,τι αφορά την σύγχρονη κοινή χρήση του ρήματος, υποπτεύομαι ότι έχει να κάνει συνεκδοχικά με τον ορισμό περί μέθης, αφού, όπως και να το κάνουμε, άμα περάσει η ευδαιμονία του οινοπνεύματος, όσο να πεις, ξενερώνεις!

(ακούστηκε πρόσφατα στην ποιοτική μας τηλεόραση σε διάλογο μητέρας - γιου)
Μαμά: - τι έχεις παιδάκι μου;
Υιός: -Άσε ρε μάνα... σκατά... ξενέρωσα σήμερα στο πάρκο...

(από Khan, 12/05/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified