Κάτι το οποίο γουστάρουν οι πούστηδες (κατά το «γουστόζικο»).

Κρίστο: - Αχ καλέ, τι ωραίο συνολάκι είναι αυτό; Σου κάνει ωραία οπίσθια!!!
Τρύφων: - Ε ναι χρυσό μου, είναι και πολύ πουστόζικο!!! Καρ καρ καρ καρ!!!

(από dk636, 14/06/11)

βλ. και πουστάρω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μυθικό πλάσμα που θηρεύει αμέριμνους περαστικούς που πάνε για την ανάγκη τους στην εξοχή (πχ εξοχέζουν).

Λέγεται ότι είναι ένα θηριώδης φαλλός, που περπατάει με τα αρχίδια τ', και έχει διαστάσεις πάνω από 6 μέτρα μήκος και 2 ακτίνα. Αν σε πετύχει δηλαδή, την πούτσισες. Θα βγάλει το μουνί σου αίματα....

- Πού πήγε ο Δημήτρης; - Πίσω από το θάμνο να κατουρήσει. - Ρε μαλάκα! Και γιατί κατουράει καθιστός; Λες να έχει μουνί; - Δεν ξέρω φίλε μπορεί απλά να είναι λιτζάνι/σφεντόνα. Αλλά σε αυτά τα μέρη είναι επικίνδυνο να απομακρύνεσαι. Λένε ότι παραμονεύει ο Πούτσουλας.

παραγγελιά από βίκαρο (από jesus, 17/06/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κεφαλλονίτικη έκφραση η οποία αναφέρεται στην ισχυρή επιθυμία του ατόμου για να κάνει κάτι.

Αναφέρεται στον Άγιο Γεράσιμο, προστάτη του νησιού.

- Ωπ! Κοίτα το ξανθό! Ανέβαινες;
- ΩΩΩ! Σαν ζουρλός τ' Αγίου! Να με ρωτάς αν κατέβαινα!!!

(από dk636, 23/05/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πίπα. Χρησιμοποιείται όταν ο πεοδότης διηγείται σε φίλο του την επομένη της πεολειχίας, αλλά ψιλοντρέπεται να πει τα πράγματα με το όνομά τους.

- Για πε ρε, τι έγινε τα ψε με το παστάκι; Μπήκε ο σύρτης;
- Ε να μωρέ, όχι... Σκότι Πίππεν μόνο.
- Σσσσσσς! 'Ελα ρε πεωσφόρε! Την κέρασες πρωτείνη;
- Μπα, αερόπιπα έκανε. Ίσα που ξερόχυσα.

O Scottie Pippen με την στρατηγικού αναστήματος καλή του. (από Vrastaman, 14/06/11)Jim Beam me up Συκώτι (από Vrastaman, 18/06/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται από ανθρώπους που (και καλά) έχουν μεγαλώσει στην Ιταλία - αλμπάνια δηλαδή, που αντί για Βορειοηπειρώτες, το παίζουν Σιτσιλιάνοι - σε περιπτώσεις που αναφέρονται σε δύο πράγματα που ομοιάζουν μεν, δεν ταυτίζονται δε. Αντί του τομέιτο-τομάτο που λένε και οι φίλοι μας αμερικλάνοι.

-Ρε συ Μπλένταρ, χθες μας έλεγες ότι είσαι από τη Νάπολι, σήμερα λες ότι μεγάλωσες στο Μπάρι;

(Με προσποιητή φωνή Ραματσότι)
-Τι Πιρέεεεεελλι, τι τραβέλι!!! Η μάμα από το Νάαααααπολι, ο πάπα από Μπάαααρι! (Σε ελεύθερη μετάφραση μάμα από Ελμπασάν, πάπα από Σκόδρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με βάση τους κανόνες της Φυσικής, όταν ασκείται μια δύναμη F σε ένα ελαστικό σώμα, θα προκληθεί ταλάντωση και με το πέρας των ταλαντώσεων αυτών θα επιστρέψει στην αρχική του κατάσταση.

Η χρήση της έκφρασης τό-νιο-νιο βρίσκει γαργαλιστική εφαρμογή σε γυναικείο στήθος με πλήρη ορθότητα, όπου κατά τη διάρκεια σκαμπιλισμού εκτελεί φθίνουσα ταλάντωση και επαναφορά στην αρχική του θέση, με το νοητό ήχο τό-νιο-νιο, όπως στις διαφημίσεις ελατηρίων.

Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε φρουί-ζελέ, ελατήρια ή ακόμα και πουτσοσκάμπιλα (πλατς-πλατς-τό-νιο-νιο)...

  1. - ΕΕΕ Μαρία, σε πειράζει να βγάλω λίγο το σουτιέν γιατί με πόνεσε η μπανέλα;;;
    - Όχι καλέ Βούλα βγάλ' το!!!
    - ΤΟ-ΝΙΟ-ΝΙΟ-ΝΙΟ-ΝΙΟ....

  2. - Ναι, μωρό μου ρούφα μου την paparje!!!
    - Μμμ... σλουρπ... γκασπ... - Πάρε και τα πουτσοσκάμπιλά σου μωρή!!!
    (Τό-νιο-νιο-παφ-πλατς)
    - Αχ.... Χύνω!!! Πίου-πίου-πίου!!!

(από dk636, 22/05/12)(από dk636, 22/05/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τύπος αγέλαστος, ανέκφραστος, ακίνητος, με βλέμμα αχανούς διαστάσεως και μαγνητικής βλακείας, σαν ταινία του Αγγελόπουλου. Κατά κόρον φοράει καπέλο τζόκεϊ, ενώ φέρει χαρακτηριστικό μυστάκιον-φερετζέ.

Ο φαροφύλακας κατά κόρον είναι μοναχικός, αφού προτιμά για φίλο τον άνεμο που λυσσομανά και για γυναίκα τη λυσσασμένη θάλασσα.

- Ρε πώς τον βλέπεις τον τύπο με το μωρό; Γκόμενός της είναι;
- Όχι ρε, τι γκόμενος... Ο τύπος είναι φαροφύλακας, δεν κολλάει πουθενά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αγγλικές λέξεις, όταν χρησιμοποιούνται από ανθρώπους μεγαλύτερης ηλικίας, έχουν την τάση να τονίζονται στη λήγουσα, κυρίως διότι οι άνθρωποι αυτοί οι μόνες λέξεις που χρησιμοποιούσαν σε άλλη γλώσσα είναι οι ονομασίες από φάρμακα, τα οποία και αυτά, για έναν ανεξήγητο λόγο τονίζονται στη συντριπτική τους πλειοψηφία στη λήγουσα (Νιφλαμόλ, Ντεπόν, Λεξοτανίλ, Παλευόν-Αντιπαλευόν ετσέτερα ετσέτερα).

  1. Ρε Νάσο, πήγαινε στο Μπολρούμ και δες ρε συ αν δουλεύει το Ιντερνέτ!

  2. Αυτός ο γιος μου όλη μέρα που τονε χάνεις και που τονε βρίσκεις στο Φεισμπούκ ρε όλη μέρα ρε. Έχει κάνει χρυσή τη Μικροσόφτ ρε!

  3. Καλά σου μιλάω πήρα το καινούριο το Φωτοσόπ, μιλάμε γαμάει τραβέλια!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος που χρησιμοποιείται από γιατρούς με περίεργη αίσθηση του χιούμορ για να περιγράψουν κάτι που μοιάζει με την παλιαρρώστια, αλλά τελικά δεν είναι. Παράγωγο είναι το χαρχινιάρης.

- Κυρία μου δεν ξέρω πως να σας τι πω... Ο σύζυγός σας έχει χαρχίνο. Θα χρειαστεί να ξεκινήσουμε άμεσα χαρχινοθεραπεία.
- ;;;

Χαρχινός, το χαρχίνωμα των βραχακίων. (από Vrastaman, 17/06/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified