Εϊναι τα γνωστά καλαίσθητα σαντάλια που φοράνε ανεξαιρέτως όλοι οι Ινδο-Μπαγκλαντέσο-Αφγανο-Κουρδο-Ιρακινο-Αιγυπτιο-Ιρανο-Πακιστανοί που ζουν στη χώρα μας.

Φοριέται στο φανάρι, στο μηχανάκι, στο Σούπερ Μάρκετ, στο ποδήλατο, σπρώχνοντας το καροτσάκι με τα σκουπίδια...

Ιδιαίτερα με την παραδοσιακή «κελεμπία» και το μουστάκι α λα 1970, δίνουν στη χώρα μας μια ανάλαφρη πινελιά καλαισθησίας και οριεντάλ κουλτούρας.

Από τα Ολ Τάιμ Κλάσσικ αθλητικά παπούτσα της Αντίντας, τα οποία συνήθιζαν οι νέοι να φορούν χωρίς κάλτσες.

Είκοσι μέτρα μπροστά μου δυο Πακιστανοί και επειδή δεν είχε φρένα το παπί τους, σταματάνε με τα Πακιστάν Σμιθ! Και να ακούγεται και Σκουιιιιιιιιιιιιίκ!!! Μιλάμε για γαμώ τες σόλες. Και τους έφερε 3000 χλμ περπάτημα, και κολύμπι στον Έβρο, και ακόμα κάργα η γόμα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ομοφυλόφιλος, ενεργητικός ή παθητικός, ο οποίος λατρεύει τα πέη. Μπορεί να είναι ξεφωνημένη ή κρυφόπουστα, θηλυπρεπής ή όχι, πάντως σίγουρα λατρεύει τις ψωλές. Τον διακρίνει κανείς εύκολα, καθώς όταν πέφτει το βλέμμα του σε πέος, γλείφει λίγο τα χειλάκια του και κάνει «Μμμμμμμμμμ!!!» παθιάρικα.

  1. Δασκάλα: Πώς λεγόταν ο διάσημος ζωγράφος από τη Λέσβο;
    Μαθητής-πουστάκι: Πεόφιλος κυρία! Αχ... Πάλι μπούρδα είπα καλέ!
    Δασκάλα: Όχι αγόρι μου. Θεόφιλος λεγόταν. Πεόφιλος είσαι εσύ!

  2. - Ρε συ, τι ήταν αυτός ο μπάρμαν χθες; Όλο σφηνάκια με κερνούσε!
    - Δεν ξέρω, αλλά πρόσεχε. Παίζει να είναι λίγο πεόφιλος.

(από dk636, 14/06/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τύπος αγέλαστος, ανέκφραστος, ακίνητος, με βλέμμα αχανούς διαστάσεως και μαγνητικής βλακείας, σαν ταινία του Αγγελόπουλου. Κατά κόρον φοράει καπέλο τζόκεϊ, ενώ φέρει χαρακτηριστικό μυστάκιον-φερετζέ.

Ο φαροφύλακας κατά κόρον είναι μοναχικός, αφού προτιμά για φίλο τον άνεμο που λυσσομανά και για γυναίκα τη λυσσασμένη θάλασσα.

- Ρε πώς τον βλέπεις τον τύπο με το μωρό; Γκόμενός της είναι;
- Όχι ρε, τι γκόμενος... Ο τύπος είναι φαροφύλακας, δεν κολλάει πουθενά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κεφαλλονίτικη έκφραση η οποία αναφέρεται στην ισχυρή επιθυμία του ατόμου για να κάνει κάτι.

Αναφέρεται στον Άγιο Γεράσιμο, προστάτη του νησιού.

- Ωπ! Κοίτα το ξανθό! Ανέβαινες;
- ΩΩΩ! Σαν ζουρλός τ' Αγίου! Να με ρωτάς αν κατέβαινα!!!

(από dk636, 23/05/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

O φαντάρος που δεν την παλεύει και σκέφτεται συνέχεια να πάρει αναβολή. Από τους τύπους δηλαδή που έχουν μπει μέσα, θέλουν κάτι μήνες για απολελέ και τρελελέ και επειδή π.χ. τους έβαλαν νούμερο που τους χαλάει, απειλούν ή/και παίρνουν αναβολή και κάθονται και ξαναπερνούν το ίδιο λούκι λουκ από την αρχή (Φτου, ξανά μανά).

-Πω πω ρε μαλάκα δεν τη μπαλεύω να μείνω σήμερα μέσα, θέλω να πάω για καφέ.....
-Εντάξει ρε φίλε, κι εμείς εδώ δεν θέλουμε δηλαδή;
-Όχι φίλε δεν τη μπαλεύω μέσα, θα πάρω αναβολή, τελείωσε... Θα πάω να πω ότι θα αυτοκτονήσω.....
(Μετά που φεύγει ο κλαψομούνης)
-Ρε συ τι αναβολιάρης είναι αυτός! Μας έχει πρήξει τα ούμπαλα! Θαλαμοφυλίκι του λες να κάνει και κλαίει για αναβόλα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με βάση τους κανόνες της Φυσικής, όταν ασκείται μια δύναμη F σε ένα ελαστικό σώμα, θα προκληθεί ταλάντωση και με το πέρας των ταλαντώσεων αυτών θα επιστρέψει στην αρχική του κατάσταση.

Η χρήση της έκφρασης τό-νιο-νιο βρίσκει γαργαλιστική εφαρμογή σε γυναικείο στήθος με πλήρη ορθότητα, όπου κατά τη διάρκεια σκαμπιλισμού εκτελεί φθίνουσα ταλάντωση και επαναφορά στην αρχική του θέση, με το νοητό ήχο τό-νιο-νιο, όπως στις διαφημίσεις ελατηρίων.

Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε φρουί-ζελέ, ελατήρια ή ακόμα και πουτσοσκάμπιλα (πλατς-πλατς-τό-νιο-νιο)...

  1. - ΕΕΕ Μαρία, σε πειράζει να βγάλω λίγο το σουτιέν γιατί με πόνεσε η μπανέλα;;;
    - Όχι καλέ Βούλα βγάλ' το!!!
    - ΤΟ-ΝΙΟ-ΝΙΟ-ΝΙΟ-ΝΙΟ....

  2. - Ναι, μωρό μου ρούφα μου την paparje!!!
    - Μμμ... σλουρπ... γκασπ... - Πάρε και τα πουτσοσκάμπιλά σου μωρή!!!
    (Τό-νιο-νιο-παφ-πλατς)
    - Αχ.... Χύνω!!! Πίου-πίου-πίου!!!

(από dk636, 22/05/12)(από dk636, 22/05/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν μασάω την πούτσα μου, δεν παίρνω χαμπάρι τίποτα, δεν καταλαβαίνω Χριστό.

Θα πρέπει να δοθεί μια απαραίτητη διευκρίνιση προς αποφυγή παρεξηγήσεων: Η ψωλή δεν θεωρείται κρεμασμένη απλώς (δηλαδή πεσμένη, ξέγκαυλη), αλλά κρεμασμένη στη ζώνη, από όπου βγαίνει πολύ πιο εύκολα ώστε να γαμήσει όποιον ενδιαφέρεται και πααίνει γυρεύοντας.

Επειδή υπάρχουν περιθώρια παρεξήγησης, αλλά και από την άλλη αν η φράση λεγόταν με ενσωματωμένη επεξήγηση, σε στυλ «έχω την ψωλή κρεμασμένη στη ζώνη» θα έχανε πολύ ακουστικά, θα πρέπει να λέγεται «έχω την ψωλή κρεμασμένη» και ταυτόχρονα να υπάρχει κατάδειξη της ζώνης (στο σημείο που έχουν το θηκάρι του όπλου οι αντερκάβερζ).

- Κοίταξε αγόρι μου, μου έκαναν μια πρόταση να πάω στη Σομαλία να φυλάω πλοία από πειρατές. Έχεις το Καλάσνικοφ, συρματόπλεγμα γύρω γύρω... Αλλά δίνουν μόνο 200 δολάρια... Τι λέτε ρε καρναβάλια τους λέω;
- Ναι ρε συ, αλλά και πιο πολλά να σου έδιναν, δεν είναι πολύ επικίνδυνο;
- Όχι μωρέ, εγώ έχω κάνει Περσικούς, Κόσσοβο, έχω την ψωλή κρεμασμένη, δεν καταλαβαίνω τίποτα...

(από dk636, 15/06/12)(από dk636, 15/06/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα κάθε λογής πουστάκια που βλέπεις στην τηλεόραση κατά τη μεσημεριανή-απογευματινή ζώνη. Είναι πάντα χαρωπές και τσαχπίνες, και ως μέρος της σόου μπιζ, έχουν παραμερίσει το σύνδρομο του βρωμόπουστα και επιδεικνύουν την πουστοσύνη τους στο κουτσομπολιό.

- Κοίτα χαμόγελο! Αστράφτει στο γυαλί ο Βαγγέλης μας ε;
- Ε στο είπα. Έχει ανέβει επίπεδο ο γιος μας. Από φτωχόπουστα, έγινε λαμπερόπουστα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάτι το οποίο γουστάρουν οι πούστηδες (κατά το «γουστόζικο»).

Κρίστο: - Αχ καλέ, τι ωραίο συνολάκι είναι αυτό; Σου κάνει ωραία οπίσθια!!!
Τρύφων: - Ε ναι χρυσό μου, είναι και πολύ πουστόζικο!!! Καρ καρ καρ καρ!!!

(από dk636, 14/06/11)

βλ. και πουστάρω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified