Ανεμοδαρμένη κορυφή.
Σε κοινή χρήση στην Κρήτη.

-Εδώ ο αέρας παίρνει καρέκλες. Κι αυτός έχτισε το εξοχικό εδώ, στην ψωλή του αέρα!

Ανεμοδαρμένη κορφή (από nikolaosvlas, 19/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περίτεχνος τρόπος σεξουαλικής ικανοποίησης γυναικών με το χτύπημα του αιδοίου με τη φτέρνα.

Σε ευρεία χρήση, ως λέξη και πρακτική, στην ορεινή Κρήτη.

- Τι έγινε με την Ελένη, ρε;
- Τι να γίνει! Απ' ότι κατάλαβα δεν έχει χρόνο για σχέσεις. Ετοιμάζεται για το Πολυτεχνείο.
- Α, δηλαδή ο φτερνίτης πάει σύννεφο!

Κάπως έτσι! (από nikolaosvlas, 30/09/11)Το όργανο (από nikolaosvlas, 09/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται σε περιπτώσεις μάταιης προσμονής.

Κυκλοφορεί κυρίως στην ελληνική επαρχία όπου η σεξουαλική στέρηση ωθεί σε φαντασιώσεις με χήρες.

- Υπομονή ρε μαλάκα, ο ψηλός είπε πως θα σε διορίσει στο Δασαρχείο
- Τι υπομονή ρε! Υπομονή και υπομονή σαν της χήρας το μουνί. Εδώ δε με διόρισε πέρσι και θα με διορίσει φέτος που έχουμε και κρίση!

Ιώβια υπομονή (από nikolaosvlas, 15/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τσαφουνώ, τσαφουνίζω, τσαφίζω = γρατζουνώ, προκαλώ επιφανειακή, επιδερμική φθορά ή ερεθισμό, με τριβή ή ξύσιμο.

Σε ευρεία χρήση σε όλη την Κρήτη.

Ενδέχεται να είναι ηχομιμητικό. Όμως υπάρχει η καταπληκτική σύμπτωση ότι το αγγλικό ρήμα to chafe, έχει στη γενική του χρήση την έννοια του ερεθισμού, της φθοράς και του ξυσίματος, αλλά και του «θερμαίνω με εντριβή». Ετυμολογικά, σύμφωνα με το Webster Dictionary, προέρχεται από το γαλλικό chauffer (=θερμαίνω, προφανώς με την τριβή).

  1. - Τι έχεις και φωνάζεις;
    - Ρε φίλε, τον τρελό κάνεις; Δε βλέπεις, μου τσαφούνισες τ' αμάξι!

  2. - Μωρέ Μανόλη, τσαφούνισέ σε η γυναίκα σου;
    - Όι, όι, ο κάτης ήτονε.

Τσαφούνισμα (από nikolaosvlas, 14/10/11)Τσαφουνισμένη μούρη (από nikolaosvlas, 14/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι το άσθμα του ανθρώπου και του ζώου. Βλέπε τεκνεφές= ασθματικός καχεκτικός, aπό το τουρκικό tiknefes.

Λεξικό του Δυτικοκρητικού Ιδιώματος του καθηγητή Α. Ξανθινάκη.

-Δεν τ' ακούει να πορπατεί στο ρίζωμα γιατί έει τεκνεφέσι.

Ασθματικός (από nikolaosvlas, 15/10/11)Ασθματικός (από nikolaosvlas, 15/10/11)Ασθματικός σκύλος (από nikolaosvlas, 15/10/11)Άσθμα (από nikolaosvlas, 15/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκληραγωγημένος, ανθεκτικός στις ασθένειες και στις κακουχίες. Από το σκύλος και εντουρά (=αντοχή). Παρεμβάλλεται το ν για ευφωνία.

Στον Αποκόρωνα και στο Σέλινο. Από το Λεξικό του Δυτ/κρητικού Ιδιώματος του καθηγητή Α. Ξανθινάκη.

Διάλε ντο κακό ντο πάθει, γιατί 'ναι σκυλονέντουρος.

Σκυλέντουρος σε παγωμένε νερά (από nikolaosvlas, 09/10/11)Σκυλέντουρος σε βράχο (από nikolaosvlas, 09/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι η κοινή γνωστή, σωτήρια, αγία καπότα.

Η έκφραση «ναι αλλά μόνο με σκουφίτσα» ήταν το διαφημιστικό σλόγκαν της πρώτης καπότας ελληνικής κατασκευής μετά τον Πόλεμο. Η διαφημιστική αφίσα απεικόνιζε ένα νεαρό με κόκκινο σκούφο που έκλεινε πονηρά το μάτι. Σε χρόνο dt έγινε η φράση της ημέρας πανελληνίως.

- Πού πας ρε Μανώλη;
- Φεύγω, έχω δουλειά!
- Τι δουλειά ρε! Πας να δεις το πρόσωπο! Μόνο με σκουφίτσα, έτσι;

Πάντως η φατσούλα της ..σκουφίτσας θα μπορούσε να \'ταν τραβεστί (από sstteffannoss, 29/09/11)\'Αλλες μάρκες εποχής (από Vrastaman, 30/09/11)

Και σκουφάκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε Αποκόρωνα και Σφακιά, το ανδρικό μόριο σε στύση. Από το μακρουλό καρβέλι που προορίζεται για παξιμάδι, που λέγεται «παύλος». Ακούγεται και «παύρος».

- Γιάντα τρέχεις μωρή;
- Όχού, ο Λυμπέρης την είχε βγαλμένη όξω κ' ήτονε ένας παύλος, να...!

(από nikos sabioneras, 12/11/11)Paul κατά την γαλλική αλυσίδα αρτοποιίας. (από Khan, 16/02/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μάρκα λέγεται η βίαιη βύθιση ενός κολυμβητή από έναν άλλο κολυμβητή. Πατητή μάρκα είναι όταν μετά τη βύθιση με σπρώξιμο προς τα κάτω ακολουθεί και δεύτερο σπρώξιμο με το πόδι στην πλάτη του βυθιζόμενου για να πάει ακόμα πιο βαθειά.

Ρε συ, τι βοήθεια μας δίνει η Ευρώπη, αφού πριν από δυο χρόνια το χρέος ήταν στο 120% του ΑΕΠ και τώρα είναι στο 160%! Αυτοί αντί για βοήθεια μας έκαναν άγρια μάρκα και μάλιστα πατητή μάρκα, να δούμε πότε θα ξεμπλέξουμε.

Μάρκα (από nikolaosvlas, 30/10/11)Πατητή μάρκα (από nikolaosvlas, 30/10/11)

βλ. και πατητή

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Oματιά, ματιά, οματέ, αμαθιά, αματιά: Κομμάτι από παχύ έντερο χοίρου παραγεμισμένο με κιμά, σταφίδες και μπαχαρικά.

Στην ανατολική Κρήτη λέγεται αμαθιά ή αματιά, και στη δυτική Κρήτη οματιά ή ματιά.

Στο Λεξικό του Ιδιώματος της Δυτικής Κρήτης ο Α. Ξανθινάκης το ετοιμολογεί από το αρχαίο αιματία = ζωμός από αίμα, ο μέλας ζωμός των Σπαρτιατών.

-Άφηκές μου μωρέ ένα κομμάτι οματέ;

οματέ (από nikolaosvlas, 09/10/11)αματέ (από nikolaosvlas, 09/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified