Όπως έχουμε δει στο ήδη υπάρχoν λήμμα, το κόζι είναι χαρτοπαικτικός όρος και σημαίνει ατού, το «χρώμα» δηλαδή που έχει οριστεί να είναι ανώτερο των υπολοίπων, σε ένα παιχνίδι.

Η φράση λέγεται όταν θέλουμε να πούμε ότι άλλαξε η κατάσταση, υπό την έννοια όμως ότι κάποιος ή κάποιοι είχαν το πάνω χέρι και καρπώνονταν κάποια πράγματα, και τώρα η δύναμη αυτή έχει μεταβιβαστεί σε διαφορετικά χέρια.

Σαν να λέμε ότι γύρισε ο τροχός.

  1. - Από βδομάδα θα δεις τι έχει να γίνει!
    - Από βδομάδα θα μου κλάσεις, άλλαξαν τα κόζια μεγάλε.

  2. - Τι έγινε εδώ ρε καρντάσια; Θα φάμε τσαμπουκά από τον λίγδα μέσα στο μαχαλά μας; - Άλλαξαν τα κόζια όσο ήσουν μέσα, Τάκαρε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει σταυρός φτιαγμένος από νήμα και είναι αυτό που έχουν μέσα αρκετές διόπτρες όπλων. Στρατιωτική ορολογία. Το χρησιμοποιούμε όταν θέλουμε να πούμε ότι έχουμε βάλει κάποιον στον στόχο.

  1. - Πω ρε σειρά, ο λοχαγός την έχει κάνει ψώνιο μαζί μου, είπε ότι με έχει βάλει στο νηματόσταυρο. - Αφού είσαι καμπανόφατσα ρε, δεν ηρεμείς με τίποτα!

  2. Μιλάμε για πολύ πρώτο γκομενάκι ξάδερφε, την έχω βάλει στο νηματόσταυρο από καιρό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ειρωνική απάντηση σε ερωτήσεις όπως: «τι (θα) κάνεις;» «έχεις δουλειά;»

Το λέμε όταν θέλουμε να κόψουμε το βήχα σε κάποιον, να μας αφήσει ήσυχους, να δώσουμε να καταλάβει ότι δεν έχουμε όρεξη για κουβέντα.

Εναλλακτικά, μπορούμε να το πούμε πειραχτικά, χαριτολογώντας.

Η φράση μάλλον είναι αρκετά παλιά, αφού αφήνει να εννοηθεί ότι οι γκαβοί ωσάν κοπάδι θα πρέπει να βγουν (και να καθοδηγηθούν) σε έναν υπαίθριο χώρο για να κάνουν την ανάγκη τους, οπότε και μάλλον υποθέτουμε ότι δεν υπάρχει αποχωρητήριο, πόσο μάλλον τουαλέτα.

  1. - Τι κάνεις αύριο ρε; - Βγάζω τους γκαβούς για χέσιμο...

  2. - Να περάσω το απόγεμα να το δούμε; - Όχι έχω δουλειά. - Τι δουλειά; - Να βγάλω τους γκαβούς για χέσιμο. - Λέγε ρε παπάρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για παλαιά εξελληνισμένη λέξη για το γαλλικό τουφέκι Gras M80 1874 το οποίο είχε σε χρήση ο ΕΣ μέχρι και τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο.

Επίσης γνωστό και ως γκρας.

  1. Όταν μας γύρεψε ο Μεταξάς τα τουφέκια, δήθεν να τα στείλει στο Αλβανικό Μέτωπο για ενίσχυση, ο πατέρας μου είχε δυο γράδες και έδωσε μόνο την μια στην μάζωξη. Ετσιά εκάμανε και άλλοι που το σκεφτήκανε λίγο φυλαγμένα.

  2. Επέφτανε οι Γερμανοί, μιλιούνια, μαύρισε ο ουρανός.Εμείς τότε όπλα δεν είχαμε, είχανε φύγει και οι Άγγλοι, μόνο κάτι γράδες μείνανε και κάτι λιανοντούφεκα. Πολλές φορές και σφαίρες δεν ειχαμε. Όταν έπεφταν κάτω, τους χτυπάγαμε με ότι είχε ο καθένας, δεκράνια, πέτρες, με τα κοντάκια. Μετά αλλάζαμε τα δικά μας παλιά με τα αυτόματα.

(από Παπαντώνης, 18/03/12)(από Παπαντώνης, 18/03/12)

Χρησιμοποιείται και ο (λανθασμένος) τύπος η γκράδα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μαστορική ατάκα παλαιάς κοπής η οποία χρησιμοποιείται ως τα σήμερα στους εν λόγω κύκλους βεβαίως βεβαίως. Συνηθίζεται, πολλές μαστορικές κουβέντες να μην στέκονται κυριολεκτικώς, πλην όμως είναι αποκυήματα προσπάθειας απλοποίησης κυριολεκτικών φράσεων. Η συγκεκριμένη φράση προέρχεται εκ του «δίνω λαβή», δηλαδή κατέληξε, πως όταν κάτι δεν μας δίνει λαβή, δεν μας δίνει «χέρι». Πολλές φορές τέτοιες εκφράσεις δημιουργούνται όταν υπάρχει ζόρι, π.χ. ο μάστορας προσπαθεί να διαχειριστεί κάτι βαρύ η κάτι άβολο και, επάνω στην δύσκολη στιγμή, πετάει την λανθασμένη έκφραση η οποία κατόπιν γίνεται ιδίωμα της μαστορικής κοινότητας.

  1. - Πφφφ! Άστο! Άστο! Να το πιάσουμε από την άλλη γιατί άμα πέσει θα μας σπάσει τα ποδάρια.
    - Γιατί δεν το πιάνεις από κάτω;
    - Από κάτω δεν δίνει χέρι ρε παπάρα!

  2. - Με έφαγε όλο το απόγεμα να ανεβοκατεβάσω σασμάν.
    - Καλά ρε Μπάμπη, τόσες ώρες για έναν συμπλέκτη;
    - Έχει σε ένα κρυφό σημείο κάτι κωλόβιδες και δεν δίνει χέρι καθόλου, στραμπούληξα τα δάχτυλα μου να τις βάλω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται σε ανθρώπους που έχουν μεγάλο σαγόνι.
Υποτιμητικά σε όσους έχουν άσχημα μεγάλο σαγόνι, καθώς επίσης για να χαρακτηρίσει ιδιαίτερα γεροδεμένους άντρες / μάτσο / Κόναν, που συνήθως έχουν μεγάλο σαγόνι με γωνίες.

Δεδομένου ότι ο άνθρωπος έχει τριάντα δύο μόνιμα δόντια, κάποιος που έχει μεγαλύτερες γνάθους θα έχει και περισσότερα δόντια.

  1. - Τελικά τι έγινε ρε; Την έφαγες την Γεωργία;
    - Τι λε ρε, αυτή έχει σαράντα δύο δόντια, σαν τον Γκμοχ είναι...

  2. - Θα κατέβω το Σαββάτο στο χωριό της Τασούλας, να βγούμε εκεί.
    - Έχε το νου σου, εκεί είναι άγριοι, σαράντα δύο δόντια έχει ο καθένας, με τα κεφάλια βαράνε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που χρησιμοποιείται όταν θέλουμε να δώσουμε έμφαση πως ασχολούμαστε και κουραζόμαστε για να κερδίσουμε κάτι. Χρησιμοποιείται συνήθως-αλλά όχι πάντα- όταν θέλουμε να πούμε ότι μας αρέσει μια γυναίκα και ότι την έχουμε στο ψήσιμο.

1. - Φίλε πολύ ωραίο γκομενάκι η Νατάσσα, την έχω βάλει στο μάτι. - Άραξε στα κυβικά σου αδερφέ, εκεί ιδρώνω φανέλα εγώ...

2. - Πώς σε φάνηκε η φίλη της δικιάς μου εχτές; - Πολύ καλό, άντε να δούμε τι θα βγει... - Τι, ιδρώνεις κιόλας φανέλα ρε σκύλε;

  1. - Μπράβο ρε Μήτσε, τούμπανο το 'χεις το όχημα! - Φχαριστώ ρε, να 'ξερες τι φανέλα ίδρωσα για να το φτιάξω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λεγόταν για τους Μικρασιάτες πρόσφυγες, σήμερα λέγεται για τους απογόνους τους, συνήθως με ελαφρά απαξίωση.

Η λέξη βγαίνει από την τουρκική λέξη «kabak» που σημαίνει κολοκύθι και πηγάζει από την εξής ιστορία, η οποία βέβαια δεν μπορούμε να ξέρουμε εάν είναι αληθινή:

Όπως είναι γνωστό κατά την διάρκεια της μικρασιατικής καταστροφής επικράτησε πανδαιμόνιο στο λιμάνι της Σμύρνης, στην προσπάθεια των εκεί Ελλήνων να επιβιβαστούν σε οποιοδήποτε πλωτό μέσο για να περάσουν στην Ελλάδα. Τα πλοία και οι βάρκες που υπήρχαν ήταν όμως πολύ λιγότερα από το πλήθος με αποτέλεσμα όχι μόνο να μην μπορούν να πάρουν μαζί έστω και τα βασικότερα από τα υπάρχοντά τους, αλλά σε πολλές περιπτώσεις ούτε τον ίδιο τους τον εαυτό. Κάπου εκεί ήταν και κάποιος που κρατούσε στο ένα χέρι του το μωρό παιδί του και στο άλλο χέρι ένα κολοκύθι. Ήταν όμως αδύνατο να τα πάρει και τα δυο μαζί του. Τότε είπε κοιτώντας το μωρό: «Από αυτόν τον σπόρο έχουμε, από τον άλλο (κολοκύθι) θα βρούμε εκεί που θα πάμε;». Και έτσι προτίμησε να πετάξει το παιδί του στη θάλασσα παρά το κολοκύθι.

«Τι προσπαθείς να του ανοίξεις τα μάτια; Αφού είναι καμπαξής, αγύριστο κεφάλι...»

-Πελοπίδα, ο Γιάννης πόντιος είναι ρε;
-Όχι ρε, καμπαξης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λογίζεται ο αστυφύλακας ο οποίος είναι φανατικός με την δουλειά του, πολλές φορές σε αρρωστημένο επίπεδο. Για άλλη δουλειά θα λέγαμε εργασιομανής, αλλά κατά κάποιον τρόπο δεν κολλάει εδώ. Απαντάται περισσότερο στην ομάδα Ζ, λιγότερο στην τροχαία και στην άμεση δράση. Κατά περιπτώσεις εφαρμόζει υπερβάλλοντα ζήλο. Είναι ερωτευμένος με την υπηρεσία και έχει την πεποίθηση ότι μπορεί να αλλάξει την αστυνομία και να σώσει τον κόσμο.

Αναγνωρίζεται αφενός οπτικά: πάντοτε προσεγμένη στολή, καθαρή και ατσαλάκωτη. Έχει πάντα επιβλητική παράσταση. Στις περισσότερες περιπτώσεις είναι γυμνασμένος, όχι σώνει και καλά ντούκι. Εάν είναι μεσήλικας, βαστιέται καλά, ενίοτε έχει γοητευτικό λουκ. Συνήθως έχει ιδιόκτητο εξοπλισμό και οπλισμό (τα παρεχόμενα από την υπηρεσία του φαίνονται παρωχημένα για το επίπεδο του). Τα γυαλιά τύπου ray-ban είναι σύνηθες συμπλήρωμα.

Αφετέρου εκ συμπεριφοράς: έχει ένα συνδυασμένο στυλ από Tackleberry, T1000 και Τεξανού σερίφη. Γνωρίζει πολλά περισσότερα για την δουλειά του από τον μέσο αστυνομικό. Όπου δεν γνωρίζει προσπαθεί να δημιουργεί εντυπώσεις δια τυποποιημένης γνώσεως και ορολογίας. Σε αρκετές περιπτώσεις τυγχάνει να ξεσπάει τα απωθημένα του από παιδικά συμπλέγματα σε πιο αδύναμες ομάδες (πιτσιρικάδες με παπάκια ή φτιαγμένα αυτοκίνητα, νεοχίπις σε πλατείες κ.ο.κ.) έχοντας ως σημαία την στολή του.

  1. - Τι ροζ χαρτάκι είναι αυτό ρε Τάκαρε; Σε γράψανε;
    - Άσε ρε μάγκα, με πέτυχε εχτές ένας καυλόμπατσος και με ξέσκισε! Μέχρι για τρίγωνο, φαρμακείο και γρύλο με έγραψε!

  2. «[...]εγώ θα σας τιμήσω, θα χαίρεται όλο μου το σόι
    θα 'μαι καυλόμπατσος, δυο μέτρα μπόι
    θα κάνω βάρη, θα παίρνω τρεις κι εξήντα[...]»
    Στίχοι από Βαβυλώνα - Πολισμανία

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι το σημείο (επίσης η κίνηση προς αυτό ή η δημιουργία αυτού) το οποίο παρέχει κάποια κάλυψη, συνήθως από τα στοιχεία της φύσης. Συντάσσεται συνήθως με την λέξη «κάνω» (βλ. παράδειγμα).

Τοπικός ιδιωματισμός που απαντάται από την ανατολική πλευρά του Νομού Καβάλας έως και όλη την Θράκη.

Δεν γνωρίζω καθόλου για την ορθογραφία της λέξης, την ετυμολογία ή το γένος, η ορθογραφία που χρησιμοποίησα είναι στην τύχη. Οποιοσδήποτε έχει πληροφορίες παρακαλώ να συμπληρώσει.

  1. Έλα προς τα δώ που κάνει λίγο κοητί ρε, τζάμπα σε χτυπάει ο αέρας εκεί.

  2. Μήτσο κάνε λίγο κοητί ρε να ανάψω μια τσιγάρα.

  3. - Χτες μας θέρισε η βροχή ρε μάγκα πάνω στο βουνό.
    - Δε λες πάλι καλά που βρήκαμε εκείνο το πεσμένο δέντρο και έκανε λίγο κοητί;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified