Εικοσιτέσσερις / εφτά: 24 ώρες την ημέρα, 7 μέρες τη βδομάδα.

Αμερικανιά πρώτης πχιόττας που θα πει: όλη την ώρα, όλο τον χρόνο, πάντα, συνεχώς και αδιαλείπτως ή πολύ συχνά (παρ. 1-3).

Στις Αγγλίες και στις Αμερικές λένε twenty four / seven τα ψιλικατζίδικα (όπως εμείς λέμετε καμια φορά «πάω στην έβγα / δέλτα») που είναι ανοιχτά όλο το εικοσιτετράωρο (βλ. μήδι 1). Εμείς από όσο ξέρω ως τώρα δεν έχουμε θύματα ψιλικατζήδες, σο τρεχόντως αυτή η έννοια δεν έχει εφαρμογή στον Ελλαδικό χώρο.

Παίζει και σε εικοσιτέσσερα επτά από μεταφραστές αγγλικών κειμένων που δεν κατέχουν και δεν διαβάζουν σλανγκρ για να καταλάβουν τι είναι τούτο το 24 (παρ. 4).

Υπερθετικός: 24/7/365 (μέρα / βδομάδα / έτος) (παρ. 5)

  1. Δικό μας εδώ: [...] Εδώ μιλάμε για τον τύπο ο οποίος παίρνει ανάποδες γενικώς και τα χώνει αδιακρίτως. Κάθε μέρα. 24/7[...]

  2. Εδώ:
    Το PC αυτό θέλω να έχει μέσα εγκατεστημένο ένα torrent client [...] Επίσης το mIRC για καμιά φορά. Αυτά τα δύο για downloading, αλλά μιας και θα είναι ανοιχτός 24/7 θέλω να χρησιμοποιώ αυτόν και για serfarisma, μην ανοίγω το άλλο PC, οπότε και έναν Internet Explorer.

  3. Η annie λέει τον πόνο της εδώ: ναί ομολογώ ότι είμαι Junkie ενδιαφέροντος, θέλω να μου δίνουν σημασία 24/7 αλλά όχι αυτήν την φορά. έχω γίνει κάτι που μισώ και θέλω απλά να ανοίξει η γη να με καταπιεί. θέλω να βρίσω να σπάσω να ουρλιάξω

  4. Εδώ η ταινία: ΕΙΚΟΣΙΤΕΣΣΕΡΑ ΕΠΤΑ - Εικοσιτέσσερις ώρες την ημέρα επί επτά ημέρες την εβδομάδα οι νεαροί του Νότινγχαμ κάνουν τα ίδια, ανούσια πράγματα, βυθισμένοι σε μια ανιαρή ρουτίνα.

  5. Διαφήμιση e-book Εδώ: Σε γενικές γραμμές στο e-book του περιγράφει τα παρακάτω:
    - 10 άμεσους τρόπους για να δημιουργήσεις ένα website συνεργασιών, να πουλάει σε τρελούς ρυθμούς [...]
    - πώς να κάνεις προσοδοφόρα websites να “τρέχουν” 24/7/365 αποφέροντας χρήματα στον αυτόματο.

Πάμε στο εικοσιτέσσερα εφτά για κανα βρώμικο. (από Galadriel, 09/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που εμφανίστηκε πρόσφατα από το πουθενά, ο ουρανοκατέβατος, αυτός που δεν έχει παρελθόν, η εμπειρία του είναι μικρή, η αξία του αμφίβολη.

Ο χαρακτηρισμός χτεσινός είναι απαξιωτικός και ως τέτοιος εστιάζει αποκλειστικά στα μειονεκτήματα του νέου (τα «ο νέος είναι ωραίος» δεν αφορούν στην προκείμενη). Τι να μας πει ο χτεσινός από τη ζωή του, εδώ έχουμε παλιούς, καθιερωμένους επαΐοντες που το ‘χουν χτίσει το μαγαζί, που όλοι ξέρουν την αδιαμφισβήτητη αξία τους, που είναι λίρα εκατό.

Η αίσθηση υπεροχής που έχουν οι παλαίουρες, που βεβαίως τους κάνει να χαρακτηρίζουν τους άλλους απαξιωτικά και αγενέστατα με αυτό τον τρόπο, μπορεί τους φέρει προ εκπλήξεων όταν ο υποτιμημένος χτεσινός αποδειχτεί γατόνι.

Το άσμα: Εγώ δεν είμαι χτεσινός
κι ο έρωτας ο αληθινός κοντά μου δε ζυγώνει...

Η διαφωνία: Re: ΑΕΚ: Παίρνει τον Χέρσι, από enwsiths21 «hersi who re paidia;;;»
από Giovanni10 «Ένας χτεσινός,τον οποίο μόνο ο Αισθησιακός μπορεί να γνωρίζει,καθότι γνωρίζει όλους τους ανύπαρκτους».

Η συζήτηση:
(Για την εκπομπή του Χαρδαβέλα με τον Γιούρι Γκέλερ από εδώ): -Ωπα παιδιά ηρεμία. Δεν περιμεναμε κανενα χαρδαβέλα να μας μάθει για τέτοια πράματα. Απλα λέω οτι αυτός ο άνθρωπος δεν είναι χτεσινός. Δεν το ανακαλύψαμε τώρα, πιθανώς κάποιοι να μην τον ήξεραν. -Και η Αγία Αθανασία του Αιγάλεω δεν ήταν χτεσινή. Δεν πάει να πει τίποτα. Και ο Βούδας δεν είναι χτεσινός ούτε κανένας τυχαίος. Για εκατομύρια δεν είναι παρά ένας ψευτοπροφήτης (Χριστιανοί, Μωαμεθανοί κλπ) και για άλλους ένας κοινός απατεώνας.

Ο τύπος είναι χρήστης του σλανγκ, χαρακτηριστικό το 0:15 (από Galadriel, 10/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος χρησιμοποιούμενος στην καθομιλουμένη Ελληνική και κατά κόρον στον γυναικείο τύπο (αναζήτηση στα Ελληνικά με γούγλε γούγλε δίνει 4,100 επιστροφές - βλ. και παραδείγματα).

Φασιονίστα, πληθυντικός φασιονίστας: απευθείας μεταφορά του ξενικού χαρακτηρισμού fashionista, που προκύπτει από το αγγλικό fashion (μόδα, στιλ). Πρόκειται για άτομο το οποίο δίνει μέγιστη προτεραιότητα στην εμφάνισή του, ξέρει σχεδόν τα πάντα για τη μόδα, την ψάχνει και θέλει να ξεχωρίζει επιλέγοντας τα περισσότερο στιλάτα ρούχα ή αξεσουάρ (συνήθως ακριβά και επώνυμα). Η τυπική εκπρόσωπος διαβάζει Vogue σε κανονική βάση.

Οι όροι φάσιον βίκτιμ και τρέντυ δεν είναι συνώνυμοι. Αυτοί περιγράφουν άτομα που ακολουθούν κατά γράμμα τις τάσεις της μόδας με αποτέλεσμα ορδές πανομοιότυπων εμφανίσεων. Αντιθέτως, στόχος της φασιονίστα είναι να κάνει εμφάνιση ξεχωριστή με την καλή την έννοια (δηλαδή οι άλλοι να την θαυμάζουν, όχι να γελάνε με τα χαΐρια της), χωρίς όμως και να περιπέσει σε στιλιστικό λάθος βάσει των τρεχουσών επιταγών της μοδός. Μιλάμε για μεγάλες προκλήσεις τώρα.

Φασιονίστα έγινε και η Barbie που πέρασε σε άλλη σφαίρα, εξελισσόμενη όπως κάθε καλό προϊόν (βλ. και μήδι).

Τα καυτά της μόδας: Ο πασίγνωστος γαλλικός οίκος Chanel παρουσίασε στο Παρίσι τις προτάσεις του για το γυναικείο make up 2009/2010.To smoky αποκτά νέα οπτική γωνία και το eyeliner γίνεται ο βασικός σύμμαχος για την φασιονίστα του χειμώνα 2009/2010!

Κατσίκι:
...τα ενεργοβόρα Καγιέν, τα υποδήματα Μανόλο Μπλάνικ και οι λοιπές εξτραβαγκάντσες δεν είναι πλέον καθόλου σικ, τουναντίον στοχοποιούν τους ευλαβείς φασιονίστας που επιθυμούν πάντα να ξεχωρίζουν. [...] το φλασοφόρον ερίφιον, [...] θα αφήσει άναυδους τους θαμώνες στο Akrotiri και τα λοιπά πολιτιστικά κέντρα στα οποία θέλουν να κάνουν γκράντε εμφανίσεις οι ψαγμένοι φασιονίστας.

Πάθος για γούνα: Τα 101 σκυλιά της Δαλματίας είναι μια από τις πιο κλασικές ταινίες της Disney. [...] απέσπασε τις καλύτερες κριτικές και για το υπερρεαλιστικό σχέδιο που στιγμάτισε το στυλ της ταινίας και φυσικά για τη σούπερ φασιονίστα υπερκακιά Κρουέλα Ντε Βιλ.

Απαγόρευση της κουκούλας: Πολύ πονηρό άτομο ο Λάκης Γαβαλάς που προ καιρού διατυμπάνιζε πως απόλυτο fashion item της εποχής είναι το hood, η κουκούλα δηλαδή κατά τους φασιονίστας. Γιατί νομίζετε είναι ευέξαπτοι και εριστικοί οι ράπερ;

Κολωνάκι πάντα αγαπημένο, παραμένει η πιο γοητευτική γωνιά της πόλης [...] στο Carouzos Sketch η urban φασιονίστα (σ.ς. το urban αγγλικόν, το φασιονίστα κανονικά στα ελληνικά) υποκλίνεται στους John Varvatos, Marc Jacobs, Givenchy...

(από Galadriel, 21/06/10)(από Galadriel, 21/06/10)feshionista (από perkins, 21/06/10)feshionista (από perkins, 21/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περνάω σε άλλη σφαίρα: Ανεβαίνω επίπεδο, παίρνω λέβελ. Ξεφεύγω από τα συνήθη και τετριμμένα, περνάω σε άλλο παράλληλο σύμπαν όπου οι νόμοι της φυσικής δεν ισχύουν και τα σοβαρά αυτού του κόσμου δεν έχουν σημασία. Βγαίνω εκτός πραγματικότητας προς τα μπροστά και πάνω, βγαίνω εκτός συναγωνισμού, απομακρύνομαι από τη δυνατότητα κριτικής εκ μέρους των παρατηρητών: φεύγω, είμαι αλλού κι από κει σας χαιρετώ κοροϊδευτικά σε φάση, γιατί φάγατε τη σκόνη μου. Ρισπέκτ.

Πιθανολογείται η προέλευση του όρου από τις πεποιθήσεις της βουδιστικής κοσμοθεωρίας.

Σχετικό: ανεβαίνω τσάκρα

Πέρασαν σε άλλη σφαίρα:

Η Γουίτνεϊ:
Στη συνέχεια όμως ήλθε η επιτυχία του «Σωματοφύλακα». Με αυτή την ταινία και κυρίως με αυτό το άλμπουμ η Γουίτνεϊ Χιούστον πέρασε σε άλλη σφαίρα.

Ο Αιγύπτιος:
Οι αρχαίοι Αιγύπτιοι λ.χ. έχτιζαν παλάτια για τους νεκρούς τους, κι αποθήκευαν εκεί τροφή και κρασί για τον δικό τους, που είχε περάσει σε μια άλλη σφαίρα ύπαρξης, όπου έχει ανάγκη από κατοικία και τροφή.

Ο αγωνιστής:
οι τρεις αγωνιστές υπερέβησαν κάθε τι το ανθρώπινο. [...] επέδειξαν υπέρμετρο θάρρος και αντρεία, έννοιες που εκείνη τη στιγμή ξέφυγαν από την ανθρώπινη σημασία τους και πέρασαν σε άλλη σφαίρα. Η καταδίκη τους σε θάνατο, όχι μόνο δεν ήταν γι' αυτούς κάτι το τρομακτικό, αλλά αντίθετα, ήταν μια ευκαιρία για να απελευθερωθεί η ψυχή τους, η οποία ήταν σκλαβωμένη μέσα στο σώμα τους.

Ο ακτιβιστής:
Φόβο δεν νιώσατε, ειδικά όταν εξουδετερώθηκαν τα ηλεκτρονικά όργανα των πλοίων;
«Αυτό συνέβη στα ανοιχτά, σχεδόν αμέσως μόλις βγήκαμε από τα χωρικά ύδατα της Κύπρου, αποπλέοντας από τη Λάρνακα. Σε αυτές τις περιπτώσεις, φοβάσαι σε κάποια άλλη στιγμή. Οταν είσαι μέσα, περνάς σε άλλη σφαίρα...».

Ο Νταλί μονίμως σε άλλη σφαίρα. (από Galadriel, 22/06/10)το κρεμμύδι του ήλιου (από alamo, 22/06/10)

Επίσης: λεβελιάζω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπιχλιμπίδια, πραματάκια, σκατολοΐδια, στολιδάκια και γενικώς διακοσμητικά κρεματζόλια που προσαρτούνται σε κινητά, αρμαθιές κλειδιών, αλυσίδες χεριών και λαιμού, αυτιά και λοιπά (καθώς στα μήδια του παρόντος).

Στα χωριά ορισμένων από μας μπορεί να ακούσετε ως συνώνυμο και τον όρο τσαρμζ. Στα χωριά των υπoλοίπων παίζεται η λέξη να προέρχεται από το λειρί που είναι το βασικό στολίδι του κόκκορα (παράδειγμα 3). Ή, που λέει και ο καθυστερημένος λόγος, από το λιλί - τσουτσούνι στα Ποντιακά.

Κάθε επίδοξη φασιονίστα έχει ένα τουλάχιστον λιλί να κρέμεται από το κινητό και κάθε σωστή λατέρνα έχει δεκάδες λιλιά να κρέμονται από παντού.

- Καινούρια συσκευή; Να δω!
- Σιγά ρε, μη το τραβάς έτσι, θα τα κόψεις τα λιλιά του!
- ...Α μωρέ μαλάκα δεν σου είπα με τα σάμψουνγκ δεν μπορείς να γράψεις sms της προκοπής, ας πρόσεχες ... καλά ρε, τι είναι αυτά που του 'χεις κρεμάσει, τώρα τα πρόσεξα...;
- Σβαρόφσκυ άσχετη.
- Κι εγώ σ' αγαπάω. Βάλτου κι ένα «μπαμπά μην τρέχεις».
- Ομιτζί και τρία λολ.

Εδώ: Τα απογεύματα στην Πάρο συνήθως μ' αρέσει να κάνω σουλάτσο στα στενάκια της Παροικιάς να χαζεύω λιλιά και άλλες ομορφιές, να κλέψω καμμιά ιδέα γιά να φτιάξω καμμιά καλλιτεχνία, μα κυρίως ν' απολαύσω την αίσθηση της.

Εδώ: Από κοντά στις κοτούλες, τριγυρίζανε πάντα αλαζονικά, σαν «προστάτες» και σαν «άρχοντες» κι ένα-δυο πετεινάρια. Με τα «λιλιά» τους, τα «σπιρούνια» τους και τα πλουμιστά φτερά, επέβαλλαν την παρουσία τους επιδεικτικά και παραβγαίνανε σε λαρυγγισμούς και κικιρίκου ο ένας τον άλλον, απ'; τα χαράματα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μόμπιλομόμπιλε) - πληθυντικός: τα μόμπιλα ή τα μόμπιλο (ως ξενικό άκλιτο). Προφ είναι σχετικό με το αγγλικό mobility (κινητικότητα) και αφορά κάτι που κουνιέται: πρόκειται για εντυπωσιακά κρεματζόλια που αποτελούνται από διάφορες φιγούρες και λιλιά που κρέμονται από κλωστές, σπάγκους κ.λπ. και τοποθετούνται συνήθως στο ταβάνι ή γενικώς ψηλά για να κινούνται άνετα και να φαίνονται τι ωραία που είναι.

Η λέξη είναι γνωστή στις μαμάδες γιατί τα μόμπιλα είναι δημοφιλή δωράκια για μωρά (μήδια 1, 2). Το νεογέννητο γουστάρει τρελά την προβλεψιμότητα των γεγονότων γιατί νιώθει ασφαλές στον άγνωστο κόσμο εκτός μήτρας, όπου όλα είναι νέα και φοβιστικά. Σο, άμα του κρεμάσεις ένα έντονα χρωματιστό μόμπιλο κατά προτίμηση με επιπρόσθετη μηχανική κίνηση γύρω γύρω, άντε άμα παίζει και μουσικές τόσο το καλύτερο, καρφώνεται ο μπέμπης κι αποχαυνώνεται και, λαμβάνοντας οπτικοακουστικές παραστάσεις, πέφτει τέζα για ύπνο. Έτσι ξεκινάει ο δρόμος στη ζωή με χρώματα και μουσικές. Τα παιγνίδια αυτά τα ήξερα αλλά δεν ήξερα το σλανγκρ για να μάθω πώς τα έλεγαν - εσείς όμως τώρα ξέρετε.

Για μεγάλους έχει μόμπιλα με όμορφες φιγούρες, χορευτριούλες, καραβάκια, αεροπλανάκια, να π.χ. μήδι 3.

Τα γκλιν γκλιν είναι κι αυτά μόμπιλα για μεγάλους, αρέσουν όμως και στις γατούλες.

Κι άλλοι απορούσαν, τι δρόμοι ανοίχτηκαν πια με αυτό το λήμμα: Πώς λέγεται στα Ελληνικά αυτό το σκατουλάκι που κρεμάμε στο δοκάρι της πόρτας ή στο ταβάνι και κουνιέται πέρα-δώθε και μας χαλαρώνει (το ξέρω μόμπιλε αλλά κάτι πιο δόκιμο θέλω). [σ.ς. Άμα βρείτε κάτι πιο δόκιμο πέτε μου να βάλω λυνξ]

Ορίστε κι άλλο:
Οι ανοιξιάτικες βροχές βοηθάνε τα λουλούδια να μεγαλώσουν και να μοσχοβολάει όλη η πλάση! Αυτό το χαριτωμένο μόμπιλο τα λέει όλα με τον ήλιο να βγαίνει μέσα από τα σύννεφα και τις στάλες της βροχής να πέφτουν να ποτίσουν τα λουλούδια! (μήδι 2)

-Αχ πόσες φορές έχω κάνει ευχές για σένα ρε Χρύσα με αυτό το μόμπιλο που πήρες στο μωρό... -Σώπα ρε συ, σιγά το δώρο, αν δεν είχα το δάνειο θα του 'χα φέρει κανα χρυσό, επιφυλάσσομαι στο είπα.
-Ρε τι λες, αυτό καλύτερο από χρυσό, είμαι ρετάλι όλη μέρα να με τρέχει ουά ουά, το κάνω μπανάκι, το βάζω στην κούνια με το μόμπιλο και ξεραίνεται λες και το βάρεσες με σφυρί στο κεφάλι, ζωή να 'χει το πουλάκι μου. Και βρίσκω πέντε λεπτά να κάνω ένα ντουσάκι πριν πέσω και εγώ νεκρή, την ευχή της μάνας να 'χεις κορίτσι!

Τι \'ναι αυτά; Μανιτάρια μαγικά. (από Galadriel, 25/06/10)Και για μεγάλους άμα λάχει να \'ουμ\'. (από Galadriel, 25/06/10)(από dryhammer, 15/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλίμα: οι μετεωρολογικές συνθήκες μιας περιοχής ή / και οι επικρατούσες ψυχολογικές και ηθικές συνθήκες στις σχέσεις των ανθρώπων, η ατμόσφαιρα που λέμετε. Ωραία και λεξικογραφημένα ως εδώ.

Το κλίμα δεν σηκώνει τα ξινά: Σαν να λέμε, το κλίμα στα βόρια δεν ευνοεί τις λεμονιές, είναι εχθρικό γι' αυτές. Μια λεμονιά στη Μακεδονία θα ζορίζεται από το κρύο, θα είναι αντιπαραγωγική, θα παραμείνει κοντή και μίζερη, παίζει να ξεραθεί και τελείως δηλαδή, γιατί δεν την σηκώνει το κλίμα.

Άντε λεμονιά μου στην Πελοπόννησο να γίνεις ευτυχισμένη, γιατί ότι αν περιμένεις να αλλάξει το κλίμα θα περάσουν μερικές δεκαετίες, δε λέει.

Το κλίμα δε σηκώνει τους ανθρώπους: Ένας άνθρωπος σε περιβάλλον ψυχολογικής παγωμάρας ζορίζεται δυσανασχετώντας, μένει κλεισμένος στον εαυτό του μέσα στη μιζέρια του, αντιπαραγωγικός, παίζει να πέσει και στο κρεβάτι να πεθάνει και τελείως δηλαδή, γιατί δεν τονε σηκώνει το κλίμα.

Άντε άθρωπά μου στην άλλη εταιρία / στο άλλο γραφείο / στο άλλο μαγαζί / στο άλλο φόρουμ να γίνεις ευτυχισμένος. Ή...(και εδώ η διαφορά με τη λεμονιά) περίμενε πότε κάποια παράμετρος θα αλλάξει, π.χ. παίζει να μεταναστεύσει ο μίζερος μαλάκας της παρέας / να αλλάξει ο διευθυντής μπλα μπλα και να στρώσει το κλίμα για τους λοιπούς και για την πάρτη σου.

Εκεί:
Παραιτήθηκε ο Νίκος Χατζηνικολάου από το ALTER. ‘Δεν με σηκώνει το κλίμα’ φαίνεται να δήλωσε στους φίλους του Μάκη Τριανταφυλλόπουλο και Θέμο Αναστασιάδη. ‘Είναι τελείως μπανάλ ο σταθμός για τα δικά μου γούστα’ εκμυστηρεύτηκε στον Άκη Παυλόπουλο. ‘Η Πάνια με συμβούλευσε να φύγω, για να μην κάψω το όνομά μου’ είπε στη Φαίη Σκορδά.

Παντού τα ίδια:
Τέλος σε καμία περίπτωση δεν σου επιβάλλω τι να κάνεις και τι όχι.Μην παρεξηγηθώ!Δεν σου απαγορεύω να μπαίνεις(δεν είναι ιδιοκτησία μου το φόρουμ για να έχω τέτοια εξουσία) αλλά προσωπικά αν καταλάβαινα ότι κάπου δεν με σηκώνει το κλίμα θα έφευγα με το κεφάλι ψηλά και με αξιοπρέπεια δεν θα κλαιγόμουν σε μια απέλπιδα προσπάθεια να με συμπαθήσουν.

Ταξιδάκια:
Η Βηρυτός είναι όντως μία πόλη που την απολαμβάνεις περισσότερο από το απόγευμα και μετά. [...] Στην Τρίπολη δεν μπόρεσα να μείνω πάνω από 2 ώρες. Μη με ρωτήσετε γιατί, δεν με σήκωνε το κλίμα, δεν μπορώ να το εξηγήσω. Θα προτιμούσα να είχα πάει στη κοιλάδα με τα οινοποιεία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξεροκέφαλο που δεν αλλάζει γνώμη με την καμία, ακόμα και όταν ο συνομιλητής προβάλει αδιάσειστα επιχειρήματα περί του αντιθέτου, ακόμα και αν νέα στοιχεία που συνηγορούν για το αντίθετο έρθουν στην επιφάνεια, ακόμα κι αν κατέβει ο θεός: Διαμόρφωσε άποψη; Πεισματικά θα τη διατηρήσει, σωστή - λάθος δεν έχει σημασία, σημασία έχει ότι αυτή δεν πρόκειται να αλλάξει στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

(Σ.ς. Άντε, τέλος πάντων, μπορεί να αλλάξει γνώμη, αλλά πολύύύ δύσκολα και η διαδικασία είναι ανυπόφορη για τους υπόλοιπους.)

Το πείσμα, μαζί με την ανδρεία και την προσήλωση στις οικογενειακές αξίες, είναι στοιχείο που προσδίδεται στους αρβανίτες - ειδικά πάντως το πρώτο, προφ ξεπέρασε λαούς και σύνορα ως χαρακτηρισμός.

Σχόλιο Hodjas εδώ: Οι Τούρκοι ακόμα λένε αρναβούτ καφάς (αρβανίτικα - αγύριστα κεφάλια) τους πείσμονες απο ιμπρέτι/ίρτζι.

Σωτηρία Μπέλλου:
...Η Ελένη Μπέλλου, γνήσια Αρβανίτισσα, δεν ήθελε ποτέ να δει τη μεγαλοκόρη της τραγουδίστρια. Η Σωτηρία (αρβανίτικο κεφάλι κι αυτή) εγκατέλειψε το σπίτι της. [...] Το αρβανίτικο πείσμα να εγκαταλείψει το σπίτι της, τους γονείς στη Χαλκίδα, την οδήγησε σε μεγάλες περιπέτειες.

Εδώ:
«Ο Χατζημιχάλης ήτονε κουζουλός» μου απάντησε τσαντισμένα πριν καιρό ο γέρο Κρητικός συνομιλητής μου [...] «αυτός κάθησε στο Καστέλι και όχι μόνο αυτό, αλλά ήθελε να βγει και στον κάμπο να κάμει πόλεμο και πήρε τα παληκάρια του στο λαιμό του »[...] Οι Σφακιανοί του προτείνουν να μην σταθεί εκεί [...] αλλά ο Χατζημιχάλης είναι ξεροκέφαλος και αρνείται. Του λένε ότι [...] Αυτός επιμένει. (σημείωση: φαίνεται ότι ήταν πρώτη φορά που οι Σφακιανοί ερχόντουσαν σε επαφή με Αρβανίτικο κεφάλι). Στο τέλος θεωρώντας τους δειλούς,τους λέει περιφρονητικά. «Λοιπόν φυλάγετε τους από τα όρη σας για να μη φύγουν και αφέτε ημάς εδώ κάτω και κοιτάζετε να μας βλέπετε πως πολεμούμεν εμείς».

Got a better definition? Add it!

Published

  1. Άντρας με τον οποίο σχετίζεσαι ερωτικά χωρίς να έχεις νομικό δέσιμο μαζί του όπως γάμο κλπ. Συνώνυμο των «ο φίλος μου», «το αγόρι μου» πιο προχώ «ο σύντροφός μου», εν αντιθέσει όμως με αυτούς τους όρους που δηλώνουν ένα σεβασμό και μια τρυφερότητα κατά περίπτωση, εμπεριέχει μια άνεση και καλούα νταξ και δεν τρέχει τίποτα. Λίγο σαν το «ο δικός μου» στο πιο κλασικό και ανέμελο.

  2. Άντρας, καταρχήν άγνωστος, που έχει δυνατότητες και είναι ενδεχόμενο να γίνει το παραπάνω 1.

  3. Άντρας εντυπωσιακής εμφάνισης, ιδιαιτέρως ελκυστικός και ποθητός, ο τύπος που γυρίζεις να κοιτάξεις και που ευχαρίστως θα δεχόσουν να γίνει το παραπάνω 1. Παρ. 3.

  4. Υποτιμητικός χαρακτηρισμός για φίλο απειλούμενου που τον συνοδεύει σε δύσκολες συναντήσεις. Παρ. 4

*Asist: vikar από ΔΠ*

Π1 - Απόσπασμα απολαυστικής περιγραφής:
Το μαλακισμένο το πιτσιρίκι, που δεν ξέρει πώς είναι η αιτιατική πληθυντικού του τοίχου, μου έλεγε αλήθεια. Έχει γκόμενο γιατρό κι αυτός έχει έναν πολύ ωραίο φίλο, διαθέσιμο και εν δυνάμει γκόμενο μου, επίσης γιατρό.

Π2 - Φιλοσοφική συνέντευξη:
α. ΕΧΕΙΣ ΓΝΩΡΙΣΕΙ ΓΚΟΜΕΝΟΥΣ ΣΕ ΣΥΝΑΥΛΙΕΣ;
Μπα, δεν έχει τύχει. Κοίτα, έτσι κι αλλιώς εκείνη τη στιγμή είμαι τόσο επηρεασμένη από τη μουσική, που δεν έχω χρόνο για γκόμενους! (σ.ς. άντρες, χχχχκ φτου, πεταμένα λεφτά, γκόμενοι και αηδίες, έχουμε σοβαρά θέματα να ασχοληθούμε)
β. ΘΑ ΜΟΙΡΑΖΟΣΟΥΝ ΜΕ ΜΙΑ ΦΙΛΗ ΣΟΥ ΕΝΑΝ ΓΚΟΜΕΝΟ;
Όχι, θα προτιμούσα μόνο τη φίλη.

Π3 (Μία που έτυχε να δει αγώνα στο Μουντιάλ σε μια βαζελίνα):
-Ρε συ, τι γκόμενος είναι αυτό το Τζόρβας; Γιατί το άλλο το επιθετικό πωστολένε; Μμμ!
-Όχι που με περνάς για μαλάκα με το διαρκείας στη λεωφόρο, στόκε, και καλά κάνω χάρη στον Βασίλη και σε όλο τον αγώνα χαζεύω τα μωρά, χαζή που δεν έρχεσαι.

Π4 (Μετά από το «άμα έχεις αρχίδια ρε σε περιμένω στην πλατεία σε μισή ώρα ακριβώς»)
- Ωπ, ήρθαμε; Τι σκοπό έχεις φίλο; Θα μας δείρεις δηλαδή; Κι ο κύριος τι είναι; Γκόμενός σου; Θα μας δείρει κι αυτός;

(από Galadriel, 05/07/10)(από Khan, 02/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύμφωνα με τον ήδη αναρτηθέντα ορισμό από τον χάνκυ, Αντουανέτα χαρακτηρίζεται «ο πολύ υψηλόφρων, που σνομπάρει τα προβλήματα άλλων», ή ο «που έχει λύσει ανάλογα προβλήματα οι απόψεις του είναι τελείως ουτοπικές».

Να πω εδώ ότι Αντουανέτα παίζει να χαρακτηρίζεται και η μη μου άπτου, η πριγκιπέσα με την κακή την έννοια, αυτή που έχει μάθει τα προβλήματά της να της τα λύνουν άλλοι όσο εκείνη ασχολείται με σοβαρές δουλειές π.χ. να επιβλέπει τις εργασίες μανικιούρ που γίνονται στα δαχτυλάκια της ενώ είναι καθισμένη στον λαμπερό της θρόνο.

Μπορεί να αποτελεί χαρακτηρισμό μόνιμης κατάσταση χαρακτήρος και συμπεριφοράς ή να αναφέρεται σε κάποια που με τυχαία δήλωσή της παραπέμπει σε τέτοιο κατάπτυστο μοντέλο φτου φτου βλ. σενάριο επιστημονικής φαντασίας - παράδειγμα.

(Προ ΔΝΤ: Πωλητής - Σοφία Αντουανέτα - Θανάσης Γκόμενος)
Πωλητής: Κυρία μου, σας συστήνω αυτό το μπαχαρικό, όταν μαγειρεύετε θα μοσχοβολάει το φαγητό σας. Σοφία: (τσίχλα φούσκα μιαμ μιαμ φφφφ τσακ) Μπα, εγώ δε μαγειρεύω, μου μαγειρεύουν άλλοι.
Θανάσης: Τείπες τώρα!
Σοφία: Μαλακία είπα ε; Καλά πάμε να κάνουμε έρωτα γουγουγού μωλάκι μου που σε πεθύμησα πάνε και τρεις ώρες που δεν σε έχω μέσα μου και νιώθω ένα συναισθηματικό κενό... (τσίχλα φούσκα μιαμ μιαμ φφφφ τσακ)
.......
Κατερίνα: Λέγε ρε κανα νέο πώς περάσατε στο Πήλιο;
Σοφία: (μπλα μπλα) και ήμαστε στο δρομάκι εκεί που μπαίνεις στην Τσαγκαράδα είναι κάτι υπαίθρια που πουλούνε γλυκά του κουταλιού, μυρωδικά και τέτοια... (μπλα μπλα)
Κατερίνα: Τι λες μωρή Αντουανέτα και σε άκουσαν κι άλλοι εκτός από τον καλό σου να κάνεις δήλωση; (Αχαααχαχα. Χα.)

(από Galadriel, 21/08/10)(από Galadriel, 09/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified