Μπιχλιμπίδια, πραματάκια, σκατολοΐδια, στολιδάκια και γενικώς διακοσμητικά κρεματζόλια που προσαρτούνται σε κινητά, αρμαθιές κλειδιών, αλυσίδες χεριών και λαιμού, αυτιά και λοιπά (καθώς στα μήδια του παρόντος).

Στα χωριά ορισμένων από μας μπορεί να ακούσετε ως συνώνυμο και τον όρο τσαρμζ. Στα χωριά των υπoλοίπων παίζεται η λέξη να προέρχεται από το λειρί που είναι το βασικό στολίδι του κόκκορα (παράδειγμα 3). Ή, που λέει και ο καθυστερημένος λόγος, από το λιλί - τσουτσούνι στα Ποντιακά.

Κάθε επίδοξη φασιονίστα έχει ένα τουλάχιστον λιλί να κρέμεται από το κινητό και κάθε σωστή λατέρνα έχει δεκάδες λιλιά να κρέμονται από παντού.

- Καινούρια συσκευή; Να δω!
- Σιγά ρε, μη το τραβάς έτσι, θα τα κόψεις τα λιλιά του!
- ...Α μωρέ μαλάκα δεν σου είπα με τα σάμψουνγκ δεν μπορείς να γράψεις sms της προκοπής, ας πρόσεχες ... καλά ρε, τι είναι αυτά που του 'χεις κρεμάσει, τώρα τα πρόσεξα...;
- Σβαρόφσκυ άσχετη.
- Κι εγώ σ' αγαπάω. Βάλτου κι ένα «μπαμπά μην τρέχεις».
- Ομιτζί και τρία λολ.

Εδώ: Τα απογεύματα στην Πάρο συνήθως μ' αρέσει να κάνω σουλάτσο στα στενάκια της Παροικιάς να χαζεύω λιλιά και άλλες ομορφιές, να κλέψω καμμιά ιδέα γιά να φτιάξω καμμιά καλλιτεχνία, μα κυρίως ν' απολαύσω την αίσθηση της.

Εδώ: Από κοντά στις κοτούλες, τριγυρίζανε πάντα αλαζονικά, σαν «προστάτες» και σαν «άρχοντες» κι ένα-δυο πετεινάρια. Με τα «λιλιά» τους, τα «σπιρούνια» τους και τα πλουμιστά φτερά, επέβαλλαν την παρουσία τους επιδεικτικά και παραβγαίνανε σε λαρυγγισμούς και κικιρίκου ο ένας τον άλλον, απ'; τα χαράματα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περνάω σε άλλη σφαίρα: Ανεβαίνω επίπεδο, παίρνω λέβελ. Ξεφεύγω από τα συνήθη και τετριμμένα, περνάω σε άλλο παράλληλο σύμπαν όπου οι νόμοι της φυσικής δεν ισχύουν και τα σοβαρά αυτού του κόσμου δεν έχουν σημασία. Βγαίνω εκτός πραγματικότητας προς τα μπροστά και πάνω, βγαίνω εκτός συναγωνισμού, απομακρύνομαι από τη δυνατότητα κριτικής εκ μέρους των παρατηρητών: φεύγω, είμαι αλλού κι από κει σας χαιρετώ κοροϊδευτικά σε φάση, γιατί φάγατε τη σκόνη μου. Ρισπέκτ.

Πιθανολογείται η προέλευση του όρου από τις πεποιθήσεις της βουδιστικής κοσμοθεωρίας.

Σχετικό: ανεβαίνω τσάκρα

Πέρασαν σε άλλη σφαίρα:

Η Γουίτνεϊ:
Στη συνέχεια όμως ήλθε η επιτυχία του «Σωματοφύλακα». Με αυτή την ταινία και κυρίως με αυτό το άλμπουμ η Γουίτνεϊ Χιούστον πέρασε σε άλλη σφαίρα.

Ο Αιγύπτιος:
Οι αρχαίοι Αιγύπτιοι λ.χ. έχτιζαν παλάτια για τους νεκρούς τους, κι αποθήκευαν εκεί τροφή και κρασί για τον δικό τους, που είχε περάσει σε μια άλλη σφαίρα ύπαρξης, όπου έχει ανάγκη από κατοικία και τροφή.

Ο αγωνιστής:
οι τρεις αγωνιστές υπερέβησαν κάθε τι το ανθρώπινο. [...] επέδειξαν υπέρμετρο θάρρος και αντρεία, έννοιες που εκείνη τη στιγμή ξέφυγαν από την ανθρώπινη σημασία τους και πέρασαν σε άλλη σφαίρα. Η καταδίκη τους σε θάνατο, όχι μόνο δεν ήταν γι' αυτούς κάτι το τρομακτικό, αλλά αντίθετα, ήταν μια ευκαιρία για να απελευθερωθεί η ψυχή τους, η οποία ήταν σκλαβωμένη μέσα στο σώμα τους.

Ο ακτιβιστής:
Φόβο δεν νιώσατε, ειδικά όταν εξουδετερώθηκαν τα ηλεκτρονικά όργανα των πλοίων;
«Αυτό συνέβη στα ανοιχτά, σχεδόν αμέσως μόλις βγήκαμε από τα χωρικά ύδατα της Κύπρου, αποπλέοντας από τη Λάρνακα. Σε αυτές τις περιπτώσεις, φοβάσαι σε κάποια άλλη στιγμή. Οταν είσαι μέσα, περνάς σε άλλη σφαίρα...».

Ο Νταλί μονίμως σε άλλη σφαίρα. (από Galadriel, 22/06/10)το κρεμμύδι του ήλιου (από alamo, 22/06/10)

Επίσης: λεβελιάζω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος χρησιμοποιούμενος στην καθομιλουμένη Ελληνική και κατά κόρον στον γυναικείο τύπο (αναζήτηση στα Ελληνικά με γούγλε γούγλε δίνει 4,100 επιστροφές - βλ. και παραδείγματα).

Φασιονίστα, πληθυντικός φασιονίστας: απευθείας μεταφορά του ξενικού χαρακτηρισμού fashionista, που προκύπτει από το αγγλικό fashion (μόδα, στιλ). Πρόκειται για άτομο το οποίο δίνει μέγιστη προτεραιότητα στην εμφάνισή του, ξέρει σχεδόν τα πάντα για τη μόδα, την ψάχνει και θέλει να ξεχωρίζει επιλέγοντας τα περισσότερο στιλάτα ρούχα ή αξεσουάρ (συνήθως ακριβά και επώνυμα). Η τυπική εκπρόσωπος διαβάζει Vogue σε κανονική βάση.

Οι όροι φάσιον βίκτιμ και τρέντυ δεν είναι συνώνυμοι. Αυτοί περιγράφουν άτομα που ακολουθούν κατά γράμμα τις τάσεις της μόδας με αποτέλεσμα ορδές πανομοιότυπων εμφανίσεων. Αντιθέτως, στόχος της φασιονίστα είναι να κάνει εμφάνιση ξεχωριστή με την καλή την έννοια (δηλαδή οι άλλοι να την θαυμάζουν, όχι να γελάνε με τα χαΐρια της), χωρίς όμως και να περιπέσει σε στιλιστικό λάθος βάσει των τρεχουσών επιταγών της μοδός. Μιλάμε για μεγάλες προκλήσεις τώρα.

Φασιονίστα έγινε και η Barbie που πέρασε σε άλλη σφαίρα, εξελισσόμενη όπως κάθε καλό προϊόν (βλ. και μήδι).

Τα καυτά της μόδας: Ο πασίγνωστος γαλλικός οίκος Chanel παρουσίασε στο Παρίσι τις προτάσεις του για το γυναικείο make up 2009/2010.To smoky αποκτά νέα οπτική γωνία και το eyeliner γίνεται ο βασικός σύμμαχος για την φασιονίστα του χειμώνα 2009/2010!

Κατσίκι:
...τα ενεργοβόρα Καγιέν, τα υποδήματα Μανόλο Μπλάνικ και οι λοιπές εξτραβαγκάντσες δεν είναι πλέον καθόλου σικ, τουναντίον στοχοποιούν τους ευλαβείς φασιονίστας που επιθυμούν πάντα να ξεχωρίζουν. [...] το φλασοφόρον ερίφιον, [...] θα αφήσει άναυδους τους θαμώνες στο Akrotiri και τα λοιπά πολιτιστικά κέντρα στα οποία θέλουν να κάνουν γκράντε εμφανίσεις οι ψαγμένοι φασιονίστας.

Πάθος για γούνα: Τα 101 σκυλιά της Δαλματίας είναι μια από τις πιο κλασικές ταινίες της Disney. [...] απέσπασε τις καλύτερες κριτικές και για το υπερρεαλιστικό σχέδιο που στιγμάτισε το στυλ της ταινίας και φυσικά για τη σούπερ φασιονίστα υπερκακιά Κρουέλα Ντε Βιλ.

Απαγόρευση της κουκούλας: Πολύ πονηρό άτομο ο Λάκης Γαβαλάς που προ καιρού διατυμπάνιζε πως απόλυτο fashion item της εποχής είναι το hood, η κουκούλα δηλαδή κατά τους φασιονίστας. Γιατί νομίζετε είναι ευέξαπτοι και εριστικοί οι ράπερ;

Κολωνάκι πάντα αγαπημένο, παραμένει η πιο γοητευτική γωνιά της πόλης [...] στο Carouzos Sketch η urban φασιονίστα (σ.ς. το urban αγγλικόν, το φασιονίστα κανονικά στα ελληνικά) υποκλίνεται στους John Varvatos, Marc Jacobs, Givenchy...

(από Galadriel, 21/06/10)(από Galadriel, 21/06/10)feshionista (από perkins, 21/06/10)feshionista (από perkins, 21/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που εμφανίστηκε πρόσφατα από το πουθενά, ο ουρανοκατέβατος, αυτός που δεν έχει παρελθόν, η εμπειρία του είναι μικρή, η αξία του αμφίβολη.

Ο χαρακτηρισμός χτεσινός είναι απαξιωτικός και ως τέτοιος εστιάζει αποκλειστικά στα μειονεκτήματα του νέου (τα «ο νέος είναι ωραίος» δεν αφορούν στην προκείμενη). Τι να μας πει ο χτεσινός από τη ζωή του, εδώ έχουμε παλιούς, καθιερωμένους επαΐοντες που το ‘χουν χτίσει το μαγαζί, που όλοι ξέρουν την αδιαμφισβήτητη αξία τους, που είναι λίρα εκατό.

Η αίσθηση υπεροχής που έχουν οι παλαίουρες, που βεβαίως τους κάνει να χαρακτηρίζουν τους άλλους απαξιωτικά και αγενέστατα με αυτό τον τρόπο, μπορεί τους φέρει προ εκπλήξεων όταν ο υποτιμημένος χτεσινός αποδειχτεί γατόνι.

Το άσμα: Εγώ δεν είμαι χτεσινός
κι ο έρωτας ο αληθινός κοντά μου δε ζυγώνει...

Η διαφωνία: Re: ΑΕΚ: Παίρνει τον Χέρσι, από enwsiths21 «hersi who re paidia;;;»
από Giovanni10 «Ένας χτεσινός,τον οποίο μόνο ο Αισθησιακός μπορεί να γνωρίζει,καθότι γνωρίζει όλους τους ανύπαρκτους».

Η συζήτηση:
(Για την εκπομπή του Χαρδαβέλα με τον Γιούρι Γκέλερ από εδώ): -Ωπα παιδιά ηρεμία. Δεν περιμεναμε κανενα χαρδαβέλα να μας μάθει για τέτοια πράματα. Απλα λέω οτι αυτός ο άνθρωπος δεν είναι χτεσινός. Δεν το ανακαλύψαμε τώρα, πιθανώς κάποιοι να μην τον ήξεραν. -Και η Αγία Αθανασία του Αιγάλεω δεν ήταν χτεσινή. Δεν πάει να πει τίποτα. Και ο Βούδας δεν είναι χτεσινός ούτε κανένας τυχαίος. Για εκατομύρια δεν είναι παρά ένας ψευτοπροφήτης (Χριστιανοί, Μωαμεθανοί κλπ) και για άλλους ένας κοινός απατεώνας.

Ο τύπος είναι χρήστης του σλανγκ, χαρακτηριστικό το 0:15 (από Galadriel, 10/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εικοσιτέσσερις / εφτά: 24 ώρες την ημέρα, 7 μέρες τη βδομάδα.

Αμερικανιά πρώτης πχιόττας που θα πει: όλη την ώρα, όλο τον χρόνο, πάντα, συνεχώς και αδιαλείπτως ή πολύ συχνά (παρ. 1-3).

Στις Αγγλίες και στις Αμερικές λένε twenty four / seven τα ψιλικατζίδικα (όπως εμείς λέμετε καμια φορά «πάω στην έβγα / δέλτα») που είναι ανοιχτά όλο το εικοσιτετράωρο (βλ. μήδι 1). Εμείς από όσο ξέρω ως τώρα δεν έχουμε θύματα ψιλικατζήδες, σο τρεχόντως αυτή η έννοια δεν έχει εφαρμογή στον Ελλαδικό χώρο.

Παίζει και σε εικοσιτέσσερα επτά από μεταφραστές αγγλικών κειμένων που δεν κατέχουν και δεν διαβάζουν σλανγκρ για να καταλάβουν τι είναι τούτο το 24 (παρ. 4).

Υπερθετικός: 24/7/365 (μέρα / βδομάδα / έτος) (παρ. 5)

  1. Δικό μας εδώ: [...] Εδώ μιλάμε για τον τύπο ο οποίος παίρνει ανάποδες γενικώς και τα χώνει αδιακρίτως. Κάθε μέρα. 24/7[...]

  2. Εδώ:
    Το PC αυτό θέλω να έχει μέσα εγκατεστημένο ένα torrent client [...] Επίσης το mIRC για καμιά φορά. Αυτά τα δύο για downloading, αλλά μιας και θα είναι ανοιχτός 24/7 θέλω να χρησιμοποιώ αυτόν και για serfarisma, μην ανοίγω το άλλο PC, οπότε και έναν Internet Explorer.

  3. Η annie λέει τον πόνο της εδώ: ναί ομολογώ ότι είμαι Junkie ενδιαφέροντος, θέλω να μου δίνουν σημασία 24/7 αλλά όχι αυτήν την φορά. έχω γίνει κάτι που μισώ και θέλω απλά να ανοίξει η γη να με καταπιεί. θέλω να βρίσω να σπάσω να ουρλιάξω

  4. Εδώ η ταινία: ΕΙΚΟΣΙΤΕΣΣΕΡΑ ΕΠΤΑ - Εικοσιτέσσερις ώρες την ημέρα επί επτά ημέρες την εβδομάδα οι νεαροί του Νότινγχαμ κάνουν τα ίδια, ανούσια πράγματα, βυθισμένοι σε μια ανιαρή ρουτίνα.

  5. Διαφήμιση e-book Εδώ: Σε γενικές γραμμές στο e-book του περιγράφει τα παρακάτω:
    - 10 άμεσους τρόπους για να δημιουργήσεις ένα website συνεργασιών, να πουλάει σε τρελούς ρυθμούς [...]
    - πώς να κάνεις προσοδοφόρα websites να “τρέχουν” 24/7/365 αποφέροντας χρήματα στον αυτόματο.

Πάμε στο εικοσιτέσσερα εφτά για κανα βρώμικο. (από Galadriel, 09/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ουσιαστικό:

  • ο ψίθυρος, ο ελάχιστος ήχος, η ανεπαίσθητη φωνούλα, μιλιά, λέξη,
  • χαρακτηρισμός κατάστασης (παρ. 1): μόκο, δεν ακούγεται ούτε ψίθυρος για το φλέγον θέμα, κάποιοι κάνουν υποχθόνια ησυχία με σκοπιμότητα να αποκρύψουν γεγονότα, κάνουν το γερμανό και σφυρίζουν αδιάφορα για τον καιρό.

    Επιφώνημα (με εννοούμενο το «μη βγάλεις»):

  • προσταγή απόλυτης ησυχίας: Τσιμουδιά! - Σσσ!!! Σουτ! Σιωπή! Σκασμός! Ούτε κιχ! Άχνα! (παρ. 2)

  • προσταγή τήρησης απόλυτης εχεμύθειας τ. μη διανοηθείς να βγάλεις τσιμουδιά (γιατί κατά τα γνωστά η οικογένεια είναι το πιο σημαντικό πράμα, τα τσιμεντένια παπούτσια δεν είναι όμορφα κ.λπ.).

Παράδειγμα/-τα 1: Τσιμουδιά για τον Κάρατζιτς. Τσιμουδιά από τον Άρη για Γκρασιάν. Τσιμουδιά τα Ελληνικά ΜΜΕ!

(Παράδειγμα 2, εδώ: Μπαμπάς στο παιδάκι του την ώρα του δείπνου:)
-Φάε τη σούπα σου και τσιμουδιά!

Τσιμουδιά δε θα βγάλω, εδώ θα κάτσω και θα σας ακούω, αλήθεια. (από Galadriel, 08/05/10)Τσιμουδιά, αλλιώς οι φωνές στο κεφάλι μου θα πρέπει να αρχίσουν να φωνάζουν. (από Galadriel, 08/05/10)

Σχετικά: σιλάνς, τουμπεκί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάνω στράκες: Κάνω μπαμ - όπως μια στρακαστρούκα. Εντυπωσιάζω, καταπλήσσω. Σκίζω (παρ. 1). Έχω τρελή πέραση (παρ. 2). Γαμώ και δέρνω. Με ζηλεύουν και με αντιγράφουν (παρ. 3).

Κάνω φοβερή αίσθηση. Κάνω εκρηκτικές εμφανίσεις - όταν σκάω μύτη όλα τα κεφάλια γυρνάνε προς το μέρος μου και μένουν εκεί άλαλα, με ταυτόχρονη πτώση της κάτω σιαγόνας: τους αφήνω όλους μαλάκες (παρ. 4). Τα λέιζερ είναι όλα εδώ για μένα.

Αυτός (-ή) που αποφασίζει (-ω) να είναι μαζί μου καμαρώνει για πάρτη μου ανάλογα με την περίπτωση, επειδή μιλάω μαζί του, επειδή περπατάω δίπλα του, επειδή βογκάω κάτω του / πάνω της. (παρ. 5).

Η παρουσία μου έχει τα ίδια αποτελέσματα στον περίγυρο με το χτύπημα του κεραυνού. The lightning strikes. Περνάω και σηκώνω θύελλα - κάνω στράκες.

  1. «Σκίζω»: Ο Άρης έδεσε ομάδα που κάνει στράκες, η Τρίπολη επίσης, τα ίδια ο Λεβαδειακός. Η σωτηρία του ελληνικού ποδοσφαίρου, όσο υπάρχει τέλος πάντων, δεν μπορεί να είναι άλλη από την ομαδική μετανάστευση των λάτιν.

  2. «Έχω τρελή πέραση»: Οι νεώτεροι προφανώς δεν θα το θυμούνται, αλλά οι πιο παλιοί ίσως έχουν ακούσει ένα «ανέκδοτο» που έκανε στράκες στις αρχές της δεκαετίας του 1980:
    «- Ποια είναι η πιο κουφή γκόμενα;
    - Του Σαλαμπάση.»
    Ο λόγος είχε να κάνει με την τεράστια επιτυχία του άσματος «Σ' αγαπάω, μ' ακούς;» που τραγουδούσε ο συμπαθής λαϊκός βάρδος με το κάπως νυσταλέο βλέμμα...

  3. «Με ζηλεύουν και με αντιγράφουν»: Απ'την άλλη η Farrah Fawcett δεν ήταν ο αγαπημένος μου άγγελος του Τσάρλι. Οι πιτσιρίκες ήμαστε χωρισμένες. Τις περισσότερες ψήφους έπαιρνε η Κέλλυ (λόγω ομορφιάς) , η Τζιλ φυσικά (λόγω μαλλιού , αυτό το μαλλί της Fawcett έκανε στράκες παντού , στην Ελλάδα ακόμα και τώρα μετά από τόσα χρόνια!) και τέλος τη μία και μοναδική ψήφο , τη δική μου , την έπαιρνε η Σαμπρίνα.

  4. «Αφήνω τους άλλους άφωνους»: Γήινες γεύσεις ανακατεμένες με δέρματα και πικάντικες νότες, σε ήπιους και ελαφρούς τόνους, που μετά το πρώτο 3ο αποκτούν μία βελούδινη γλυκύτητα, χαρακτηρίζουν αυτή τη χαμηλοβλεπούσα mareva, που χωρίς να κάνει στράκες, δεν περνά και απαρατήρητη.

  5. «Καμαρώνουν για μένα»: Προσπάθησα να σκεφτώ κάτι ευχάριστο. Να, λόγου χάρη, σήμερα η μοτοσυκλέτα θα είναι έτοιμη. Και τι μοτοσυκλέτα! Μια Χάρλεϋ Ντάβιντσον που έκανε στράκες στη γειτονιά. Χτες την πήγα για σέρβις. Το μεσημέρι θα πάω στο συνεργείο. Θα την πάρω και…

Lightning στράκες. (από Galadriel, 07/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπόζα: υφάκι, «μούτρα», κατσούφιασμα παρεξήγας.

Κρατάω ή βαστάω μπόζα σε κάποιον: είμαι παρεξηγημένος μαζί του σο του κάνω μούτρα, του το παίζω βαρύ πεπόνι, του γυρνάω τα μούτρα, δεν του μιλάω με την έννοια της μόνιμης κατάστασης τ. δε μιλιόμαστε, τον αντιμετωπίζω ως διαφανή όταν πέφτω μούρη με μούρη και γενικώς του δείχνω ότι κάτι με έχει ενοχλήσει, με αυτό τον ώριμο τρόπο που συχνά εφαρμόζουν οι ενήλικες και τα πεντάχρονα εξίσου.

Ο όρος φαίνεται να προέρχεται από το ιταλικό posa, την γνωστή μας πόζα. Σαν να λέμε, περνάς δίπλα από τον άλλο κι αυτός αντιδρά σαν να αντίκρισε φωτογράφο: θεατρινίζει παίρνοντας αφύσικη πόζα, με το κεφάλι να στρίβει αυτομάτως προς την αντίθετη μεριά από όπου βρίσκεσαι, με κλίση προς τα πάνω (η μύτη ψηλά) και καρφώνεται εκεί, μέχρι να προσπεραστεί το αντικείμενο της βδελυγμίας του, δηλαδή εσύ (ή να αστράψει το φλας).

Στην Ιταλική βεβαίως υπάρχει και η λέξη «musoduro» (λέει) από την οποία προέρχεται η λέξη μποζοντούρος, που στα Κερκυραϊκά (λέει) θα πει μουτρωμένος - μου φαίνεται πολύ πιθανό να σχετίζεται και αυτό, αλλά το αφήνω στην κρίση σας και διαθέσιμο για σχολιασμό.

Γιαγιαδισμός από τους λίγους. Για άλλη μια φορά καταθέτω σπέκια στην σχωρεμένη γιαγιά μου, που όταν της περνούσε από το μυαλό πως κάποια γειτόνισσα της κράταγε μπόζα αρρώσταινε.

  1. Γιαγιάκα #1 προλαβαίνει τη γιαγιάκα #2 στο δρόμο: Γιαγιάκα #1: Μαρίκα;! Να που σε προφταίνω, δεν ήρθα στο κήρυγμα σήμερα, έχω άρρωστο τον Βαγγέλη, τι άκουσες;
    Γιαγιάκα #2: Ε τι να ακούσω, τον Παπα-Γιώργη άκουσα κι αυτόν μισόν… Ξέρω γω μωρέ, σταναχωρέθηκα, είδα την Λούλα του Κωτσαντώνη και μου φάνηκε πως μου κράταγε μπόζα. Γιαγιάκα #1 (απογοήτευση): Αφού την ξέρεις τη Λούλα είναι ξινή, σε όλους μπόζα βαστάει, χέστηνε, ο καθένας το μακρύ και το κοντό του... Άντε τίποτα δεν έμαθες πάλι, περίμενα και εγώ να ακούσω κανα κουτσομπολιό, τσάμπα πας εκκλησία εσύ… Πα να δω το ταψί, θα τα πούμε πιο μετά. (...τρέχει να προλάβει την παρακάτω γιαγιάκα...)

  2. -Σούπω ρε, τι έπαθε η Νάσια του βητατρία; Την πέτυχα στη σκάλα, της είπα καλημέρα και έκανε ότι δε με είδε, τι παίζει τώρα;
    -Της είπε η Λένα ότι θα πας στο πάρτι της τρίτης με τον Λεωνίδα. -Ποιο Λεωνίδα;
    -Έναν του γαματέσσερα που της αρέσει και η Λένα τα χει πάρει μαζί της γιατί αγόρασε το ίδιο παντελόνι και της το 'πε για σπάσιμο.
    -Α καλά, για γνώρισέ μου το Λεωνίδα, τουλάχιστον να πάει χαλάλι η μπόζα της...

Μμμμ... (από Galadriel, 22/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σεργούνι: εξευτελισμός, ρεζίλεμα.

Βγαίνω (ή με βγάζουν) σεργούνι: γίνομαι βούκινο, ντροπιάζομαι σε κόσμο, ξεφτιλίζομαι, γίνομαι ρόμπα (απλή ή, κυρίως, υπερθετική).

Συνδέεται στην συνείδηση του λαού με το ξεφτιλίκι που επιτυγχάνεται όταν βγαίνουν τα άπλυτά σου στη φόρα μέσω κουτσομπολιού, ενώ συχνά παίζει να ενέχεται και συκοφαντία.

Ο ορισμός μας για το θάψιμο περιγράφει σε μεγάλο βαθμό τον ένοχο και το θύμα. Ο κολλητός που έχεις κλάψει στον ώμο του επειδή είσαι διαφανής για μια γκόμενα που δεν το ξέρει - τώρα το ξέρουν όλοι και την δουλεύουν, εσένα απλά σε περιφρονούν, λούζερ. Η κατίνα της γειτονιάς που παρακολουθεί με μεγάλη σπουδή τα εσώρουχα που απλώνεις να στεγνώσουν - όλη η πλάση μαθαίνει για το κόκκινο βρακί αυτοκινήτου, πού, πού το φοράς εσύ δηλαδή το βρακί, ε, ε, χήρα γυναίκα, αλλά είσαι μια πουτάνα που οργανώνει όργια, λυπούνται όλοι τον γιο σου που είναι και φαντάρος το παλικάρι. Η οικιακή βοηθός που βρίσκει στο συρτάρι τα μπλε χαπάκια - στη λαϊκή συζητούσε ο ψαράς με την κυρία που πουλάει τα μανταρίνια ότι ε, ήταν προφανές πως είσαι ανίκανος, αχχχ η καημένη η γυναίκα σου γι' αυτό είναι μαραμένη. Άστα. Σε βγάλανε σεργούνι.

Η λέξη προέρχεται από την τουρκική γλώσσα όπου, λέει, σημαίνει εξορία και με αυτή την έννοια είναι σχετική με την διαπόμπευση.

Έκφραση χρησιμοποιούμενη σε διάφορες περιοχές της Πελοποννήσου (στανταράκι Ηλjεία, Μεσσηνjία, Αρκαδία, Λακωνία), αλλά και αλλού (πχ στο νετ την πέτυχα και ως ιδιωματισμό της Σκύρου).

- Μπράβο Γιώργο μου, μπράβο αστέρι μου, καλά ρε ηλίθιε, πήγες με τη Ρούλα; Με τη Ρούλα;;; Δε σου 'λεγα ότι έχει βγάλει όλη την εταιρία σεργούνι; Τόσο το 'χει ο ένας, αυτουνού είναι στραβιά, εκείνος την έχει γαϊδουρινή και με κούρασε, ο άλλος είναι μαλακοκαύλης;
- Ε, καλά ρε, για μένα τι να πει δηλαδή... - Α είσαι εντελώς μαλάκας! Τι να πει ρε στόκε το τσόκαρο, άμα θέλει να βρει να πει δεν θα πει; - Παιδί μου δεν κάναμε τίποτα λέμε!!! Μου την έπεσε σαν λυσσάρα αλλά δεν μπορούσα τόσο χύμα ξενέρωσα, δεν έγινε σκηνικό.
- ...Ωχ. Την πάτησες - τσάμπα το ξεφτιλίκι. - Μα τι να πει;!!!
- Ας πούμε... ότι την έχεις σαν το καπάκι του μπικ και μόλις που έφτασε μέχρι τον ουρανίσκο της;
(γκντουπ)
-...(μονολογεί) αυτά είναι ρε πούστη μου, τις πηδήξεις δεν τις πηδήξεις πάλι μαλάκας είσαι...

Από εδώ: Αυτοί οι κύριοι που παίρναν σβάρνα τις διάφορες πόλεις για να βρούν τις νέες Σπάις Γκέρλς και είχαν την κακοήθεια να μας δείχνουν τις χειρότερες οντισιόν κάνοντας ρόμπα τα κοριτσάκια στο Πανελλήνιο, καλά θα κάνουν να πάνε να καθαρίσουν τους καθρέφτες τους με λίγο σάλιο. Γιατί βέβαια με τη λογική «εμείς είμαστε σοβαροί αλλά στην ουσία κάνουμε και λίγο πλάκα, τηλεόραση είναι» κάποιοι άνθρωποι γίνονται σεργούνι και πολλοί περισσότεροι γίνονται περισσότερο σεργούνι που στήνονται να τους δουν.

Οκ. Δεν υπάρχει ελπίδα. Βγήκες σεργούνι. (από Galadriel, 12/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προεόρτια κυριολεκτικά - το προφανές: τα γλέντια που γίνονται πριν την γιορτή για να προετοιμάσουν τον κόσμο για τα πανηγύρια της κανονικής γιορτής – μικρότερα σε ένταση και έκταση, αλλά καθόλου ευκαταφρόνητα.

Στην Γυναικεία γλώσσα προεόρτια είναι όλα τα γλέντια που προειδοποιούν και προετοιμάζουν τις γυναίκες για τα πανηγύρια της περιόδου (σπλατεριές κιέτσ'). Το λήμμα αναφέρεται είτε απλά σκέτο «προεόρτια» ή, για την αποφυγή μπερδεμάτων, κομπλέ με την διευκρίνιση «περιόδου».

Ας σημειωθεί ότι, δεν πρόκειται για απλή ειρωνική ή περιπαικτική μεταφορική γενικόλογη χρήση της λέξης, αν και υποθέτω ότι έτσι θα ξεκίνησε, αλλά για χρήση που σημαίνει πολύ συγκεκριμένα πράγματα. Ως προεόρτια της περιόδου αναφέρονται, ανάλογα με το κορμί και τους νευρώνες της καθεμιανής - τα κορμιά μας έχουν δικό τους χαρακτήρα - τα εξής (μη εξαντλητική λίστα):

  • Ψυχολογικά: κακοδιαθεσία, νευρικότητα, υπερευαισθησία, ανησυχία, θυμός, αϋπνία, δυσκολία στην συγκέντρωση, κατάθλιψη, αδυναμία, άγχος, κακή λειτουργία της μνήμης, αίσθηση χαμηλής αυτοεκτίμησης, ξεσπάσματα σε κλάματα.
  • Κοιλιακά: κράμπες στην κοιλιά, φουσκώματα, δυσκοιλιότητα, ναυτία, εμετοί, πόνος στην πλάτη και στην μέση, συχνοουρία.
  • Δερματικά: ακμή, εξανθήματα.
  • Κατακράτηση υγρών: πρήξιμο αστραγάλων, χεριών και ποδιών, παροδική αύξηση του βάρους, πρήξιμο στήθους και πόνος.
  • Νευρολογικά – μυϊκά: πονοκέφαλος, ζαλάδες, τάση για λιποθυμία, μουδιάσματα, ταχυκαρδίες.
  • Κολπικές εκκρίσεις: καφέ ή ροζ ανάλογα με το κορμί όπως προαναφέρθηκε και ανάλογα με το πόσο κοντά είναι η γιορτή.

    Τα προεόρτια ως κουβέντα της καθομιλουμένης σχετίζονται άμεσα με τον επίσημο όρο «προεμμηνορροϊκό σύνδρομο» και βέβαια με το γνωστότατο, λόγω της αμερικάνικης κουλτουροτιβίς μας, pms. Η πλάκα είναι ότι όλα τα παραπάνω είναι και συμπτώματα εγκυμοσύνης οπότε αν παίζει τέτοιο ενδεχόμενο η φάση γίνεται μύλος, άντε να καταλάβεις... βλ. τελευταία παραδείγματα από γυναικοφόρα.

Σο αυτάααα. Κάθε μήνα, λίγα απαυτά, μερικά απαυτά, όλα αυτά, ανάλογα. Ευτυχώς όμως μετά έρχεται επιτέλους η περίοδος και φεύγουν, μένει μόνο η αιμορραγία, άντε και κανα πονάκι, για καμιά βδομάδα. Δηλαδή, μούμπλε μούμπλε μια βδομάδα αιμορραγία, δύο προεόρτια, μια κανονική ζωή. Ποιος με ρώταγε, δεν θυμάμαι, γιατί να παίρνουν νωρίτερα οι γυναίκες σύνταξη... :P

(τραλαλά) -Πάμε για κανα ποτάκι Σάββατο;
(σνιφ) -Άσε ρε Χρύσα, δεν το βλέπω, δεν είμαι πολύ καλά... (σνιφ)
(ενδιαφέρον / ανησυχία) -Τι είναι ρε; Σε τριγυρνάει καμιά ίωση; (μπερδεμένη παραίτηση / σιωπηλή αγωνία) -Μπα... Ξέρω γω... Όλα μαύρα μου φαίνονται. Όλοι είναι εναντίον μου, δεν μ' αγαπάει κανείς. Να τώρα το σκέφτομαι και μου ρχεται να βάλω τα κλάματα (μπουχουχού).
(συμπόνοια) -Ωχχχ... (περίσκεψη) Πότε είναι να αδιαθετήσεις; (σκέψη) -Χμμμ... την άλλη βδομάδα... (μάτια γουρλώνουν - είδαμε το φως το αληθινό) Ε, πες το ρε πούστη μου!!! Τα προεόρτια είναι!!! (ανακούφιση) Άι σιχτίρι και τα 'παιξα, νόμιζα ότι έφτασα για ψυχιατρείο ουφ!

Εδώ: Προεόρτια περιόδου και εγκυμοσύνη: [...] Πάντα πριν μου έρθει περίοδος, έχω τα λεγόμενα προεόρτια (καφέ υγρά) για 2-3 μέρες.

και εδώ: συμπτώματα ωορηξίας; η προεόρτια περιόδου; Κορίτσια καλησπέρα, τα φώτα σας [...]έχω ενα τράβηγμα στο στήθος, μοιάζει με προεόρτια περιόδου αλλά δεν είναι λίγο νωρίς; εχω κύκλο 32 ημερών. Λέτε να είναι ωορηξία; [...]

και εδώ: Απ:Προεόρτια περιόδου - Εγώ απλώς αισθάνομαι κουρασμένη.Δεν έχω ψάξει βέβαια τη θερμοκρασία μου για να δω αν όντως έχω δέκατα.Τώρα μάλιστα θα έπρεπε να έχω αδιαθετήσει γιατί έχω φουσκώματα,πόνους,ζαλάδες και πονάκια στη μέση.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified