Μπίτι: Στα Νοτιοελληνικά (περιοχή Δυτ. Πελλοπονήσου) τελείως, εντελώς, ώσπου δεν πάει άλλο, ντιπ.

Στην μορφή μπίτι για μπίτι έχει διαφορετικές ερμηνείες ανάλογα με την θέση στην φράση:

Σκέτο (-Μα είσαι «μπίτι για μπίτι»; ): το πρώτο μπίτι θα πει τελείως, το δεύτερο θα πει κάτι σαν κουτός. Όλη η φράση θα πει «Μα είσαι τελείως κουτός»;

Εμφατικό (-Μα είσαι «μπίτι για μπίτι» κουτός;): και τα δύο μπίτι έχουν την ίδια έννοια, το ένα δίνει έμφαση στο άλλο και τα δύο στο κουτός.

Φημολογείται ότι ο Γουόρεν Μπίτι, δεν έχει σχέση με την προέλευση του λήμματος το οποίο είναι προγενέστερο.

Μα μπίτι ζαβό είσαι παιδάκι μου; Δεν μπόρηγα να σου ανοίξω την πόρτα φτούνη την ώρα, έπρεπε να την πετάξεις χάμου;

Εδώ: Λοιπόν, στόχος είναι ως κεντρικός αμυντικός να σταματήσεις τον αντίπαλο επιθετικό να σκοράρει. Το 'χoυμε τώρα; Ρίχνω ξήγες γιατί εσύ είσαι μπίτι: έχεις πάρει γραμμή ότι...

Ceci n\'est pas μπίτι. (από Hank, 11/04/09)

Βλ. και μπήτι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πειράζω, ενοχλώ.

Συναντάται συχνότερα σε: Ηλjεία, Μεσσηνjία, Αχαΐα και εισαγόμενους, από κείνες τις περιοχές, Αθηναίους.

Π.χ. 1:
-Δεν σου 'χω πει ρε, μην τα τζολεύεις τα γαμημένα τα σπυράκια; Κοίτα τώρα αυτό πάνω στην μύτη σου έγινε καρούμπαλο, σαν μάγισσα φαίνεσαι...
-Ναι, αλλά είχε κάνει κεφαλάκιιιι (κλαψ λυγμ).

Π.χ. 2
- λοιπον εκανα βλακεια και εσβησα το saved data utilty tou little big planet κατεβασα ενα savegame το αναγνωριζει αλλα ξεκιναει παλι απο την αρχη! για πειτε...
- αμ τι τα τζολεύεις και 'συ!!

Π.χ. 3
(μανούλα:)
-Κωστάκηηηηηηηη, Ελενίτσααααααααααα μην τσακώνεστε θα σας πάρει και θα σας σηκώσει αν κατέβω κάτω!
- (Κωστάκης) Έαε μαμάαα, αφού όλο με τζολεύειιιιι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ακαθόριστο χρονικό διάστημα, που όμως δίνει την αίσθηση του συγκεκριμένου (ίσως λόγω της ηχητικής ομοιομορφίας με τον όρο «τρίμηνο»).

Σαν να λέμε, τρία τέρμινα π.χ. μπορεί να είναι: τρεις ώρες, τρεις μέρες, τρεις μήνες, τρία χρόνια και πάει λέγοντας.

Αντίστοιχο του μελλοντικού «κάποτε», «όποτε» κ.λπ., όμως είναι μια πολύ ευέλικτη λέξη, με την οποία όλοι είναι ευχαριστημένοι: αυτός που την λέει δεν δεσμεύεται, αυτός που την ακούει ικανοποιείται, η συζήτηση λήγει (βλ. Παράδειγμα).

Τούλα (αγωνιούσα): Τι βλέπεις κυρά Τασία μου; Καλό το φλυτζάνι;
Καφετζού: Τούλα μου τι να σε λέω... Ευτυχία σκέτη, ανοιχτό εντελώς ούτε ένα συννεφάκι!
Τούλα (γκχμ γκχμ): ... στεφάνι; Θα το πάρει απόφαση ο Ντίνος;
Καφετζού: Ολοφάνερο! Να, κοίτα εδώ (δείχνει ένα σημείο στο φλυτζάνι με έναν ακαθόριστο λεκέ από κατακάθι), το βλέπεις το στρογγυλό; Στεφάνι!
Τούλα (λάμπει ολόκληρη): Αχ πότε κυρά Τασία μου, πότε;;;
Καφετζού (ψάχνει με σπουδή συνοφρυωμένη και αποφαίνεται): Σε τρία τέρμινα το πολύ.
Τούλα (ανάθεμα τι κατάλαβε - μαζεύει την τσάντα της όπως όπως και φεύγει τρέχοντας για τις φίλες της): Ευχαριστώ κυρά Τασία μου, καλά μου το 'παν ότι είσαι καταπληκτικήηη...

Βλ. και φεγγάρι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Δεν θα μείνει τίποτα», δεν θα μείνει όρθιο τίποτα, θα καταστραφούν τα πάντα, η καταστροφή θα είναι ολοκληρωτική, θα μείνει ένα τίποτα που θα ‘ναι λιγότερο κι από τίποτα. Less than zero.


Προσπάθεια εντοπισμού προέλευσης:
Που υπάρχει το κολυμπηθρόξυλο, αφού όλες οι κολυμπήθρες είναι μεταλλικές; Οι κολυμπήθρες που βαφτίζουν τα μωρά είναι μεταλλικές – σο, ξύλο δεν υπάρχει, δεν υπάρχει τίποτα.

Ακόμα και η διάσημη «κολυμβήθρα του Σιλωάμ», όπου έπλυνε τα μάτια του ο τυφλός και ξαναβρήκε το φως του, λίμνη ήταν επί της ουσίας, ξύλο μια φορά δεν είχε λέμε, δεν είχε τίποτα.

Η εκδοχή ότι, κολυμπηθρόξυλο είναι το ξύλο που χώνει το μωρό στον παπά κατά την διάρκεια της βάφτισης στην προσπάθειά του να αποφύγει το χώσιμο στην κολυμπήθρα, δεν υποστηρίζεται από επιστημονικά στοιχεία (σ.ς. ενδέχεται, αυτή η εκδοχή να οδήγησε μεταγενέστερα στην έννοια του κολυμπηθρόξυλου). Ακόμα και σε αυτή την περίπτωση, δεν θα μείνει κολυμπηθρόξυλο σημαίνει ότι δεν θα μείνει ούτε παπάς, ούτε μωρό για να δείρει τον παπά, ούτε βάφτιση. Τίποτα. Τέλος.

Συνεπώς, κολυμπηθρόξυλο = τίποτα, δεν θα μείνει κολυμπηθρόξυλο = δεν θα μείνει τίποτα. Όπερ έδει δείξαι.

Το «κολυμπηθρόξυλο» παίζει και ως «κολυμβηθρόξυλο» στην πιο λόγια μορφή του, αλλά στην καθομιλουμένη το -μπ- επικρατεί, γιατί δίνει και μια πιο καταστροφική χροιά στην λέξη όσο και να 'ναι, παραπέμποντας σε μπαμ-μπουμ.


*Asist: GATZMAN από το ΔΠ*

(Εδώ)
Ένας 60χρονος άνδρας συνελήφθη, ως ο υπεύθυνος για την φωτιά στη Ρόδο. Δηλαδή, αν ξαμοληθούν όλοι οι ηλικιωμένοι και δρουν ανεξέλεγκτα, δεν θα μείνει κολυμπηθρόξυλο.

Κολυμπήθρες Πάρου. Οταν πέφτει ξύλο εδώ, το λένε κολυμπηθρόξυλο...χεχεχε (από GATZMAN, 06/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καρίτζαφλας: το «καρύδι», το «μήλο του Αδάμ» - η διόγκωση στο (περίπου) κεντρικό σημείο του λαιμού - βλ. μήδι.

Ο καρίτζαφλας, ανατομικά:
Δεν έχει κάποια συγκεκριμένη λειτουργία, αλλά εκεί ενώνονται δύο βασικοί χόνδροι του λάρυγγα και ο αγωγός που συνδέει την στοματική κοιλότητα με την τραχεία.

Επειδή συγκρατεί τον λάρυγγα, εμφανίζεται πιο έντονος σε άτομα με βαριά φωνή (μεγαλύτερες φωνητικές χορδές, μεγαλύτερο το τύμπανο που αντηχεί όταν αυτές δονούνται, μεγαλύτερο καρούμπαλο για το λαρύγγι) και, παρόλο που βεβαίως υπάρχει και στα δύο φύλα, στους άνδρες είναι μεγαλύτερος. Θεωρείται ένα από τα δευτερογενή χαρακτηριστικά του ανδρικού φύλου, όπως η γενειάδα ή το μουστάκι.

Ο καρίτζαφλας, κοινωνικά:
Δεν είναι δυνατή η εξάλειψή του με τεχνητά μέσα. Ενώ με το ξύρισμα ή άλλα μέσα (περιλαμβάνονται εδώ, μην λέμε τα ίδια) μπορεί να εξαλειφθεί η γενιάδα και το μουστάκι, ενώ με την πλαστική χειρουργική μπορεί να φυτρώσουν βυζιά και να ξηλωθούν τα περιττά γεννητικά όργανα, τον καρίτζαφλα δεν μπορείς να τον μαζέψεις. Συνεπώς αποτελεί βασικό σημείο αναγνώρισης του τρίτου φύλου.

Ο καρίτζαφλας, «παντού-υπάρχει-ένας-μύθος»:
Έχουν καταγραφεί ισχυρισμοί που υποστηρίζουν ότι, ο καρίτζαφλας αποτελεί κομμάτι του μήλου που δάγκασε ο πρωτόπλαστος, το οποίο του κάθισε στο λαιμό, θέση που θα πρέπει να αντιμετωπίζεται με επιφύλαξη, δεδομένου ότι δεν υποστηρίζεται από στοιχεία επιστημονικών ερευνών.

Ο καρίτζαφλας, γλωσσικά:
Από τις λέξεις που χρησιμοποιούνται για να περιγράψουν το ίδιο ανατομικό σημείο, η συγκεκριμένη αποτελεί το πιο αποτελεσματικό μέρος απειλής: τι να κλάσει τώρα το «θα σου κόψω το μήλο του Αδάμ, ρε πούστη» (νιεεε) - ενώ το «θα σου κόψω τον καρίτζαφλα ρε πούστη», ε, όσο να ‘ναι, δημιουργεί έναν τρόμο σε φάση.

Χρησιμοποιείται (ή, τέλος πάντων, χρησιμοποιούνταν στα χρόνια της σ’χωρεμένης της γιαγιάκας μου) στην δυτική Πελοπόννησο και, αν κρίνει κανείς από τα (σχεδόν ανύπαρκτα) αποτελέσματα του γούγλε γούγλε, δεν είναι συνήθης, επομένως το συγκεκριμένο λήμμα ήρθε να καλύψει αυτό το τρομερό κενό της βιβλιογραφίας.

Τιμή και δόξα στην ironick για την ενθάρρυνση.

Παράδειγμα 1:

Συνταγή για μαγείρεμα κυνηγιού:
«Πολλά πουλιά μπορούν να γίνουν παστά. [...] Μετά το μάδημα, καψαλίζουμε για λίγο τα πουλιά στο καμινέτο. [...] Κόβουμε τα ποδαράκια και τη μύτη, από πάνω προς τα κάτω, για να βγει και [...] ο καρίτζαφλας. Στη συνέχεια, τρυπάμε την τσίχλα στο στήθος με τη μύτη του ψαλιδιού και τη μισοκόβουμε.»

Παράδειγμα 2:

Η γιαγιά της οκτάχρονης Μεσούλας πλένει πιάτα. Η Μεσούλα που έχει ξυπνήσει με τον κώλο ανάποδα γυρνάει γύρω γύρω σαν τον δαίμονα και στο τέλος σπάει κι ένα πιάτο.

Η γιαγιά (σταδιακό ανέβασμα του τόνου):
- Τι έχεις πάθει παιδί μου σήμερα (μουρμουρητό), δεν σε αναγνωρίζω (πιο δυνατά), ελύσσαξες (ακόμα πιο δυνατά), φύγε ΤΩΡΑ και πήγαινε στο δωμάτιό σου (ακόμα πιο πιο δυνατά) και σταμάτα αυτά τα καμώματα (πιάσαμε υψίσυχνα), γιατί θα σου κόψω τον καρίτζαφλα (υπερηχητικά) - αααα.

Μεσούλα κλαίει «μην μου κόψεις το καρίιιι» (η απειλή κατανοητή, αλλά όχι και η λέξη). Γιαγιά παίρνει Μεσούλα αγκαλίτσα. Μεσούλα δεν κλαίει. Λα λα λα, όλα καλά.

Στο απώτερο μέλλον αλλάζουν οι παιδαγωγικές μέθοδοι, καταργούνται οι απειλές και έτσι χάνονται οι όμορφοι ιδιωματισμοί. Μέχρι που καταγράφονται στο σλανγκ και μένουν στην ιστορία. Όλε.

Βλ. και καρύτσαφλος και γκαρίτσαφλος, καρύτζαφλος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μετά από αίτημα του Vrastaman στο ΔΠ, πλήρες ρισέρτς με γούγλε γούγλε και βιβλιογραφία απέδωσε τα εξής:

«Μεγιέ Μελέ» ή «μεγιεμελέ» (όπως ακούγεται): Μεγάλο hit του Φίλιππου Νικολάου (1973) (στίχοι, μουσική, α' εκτέλεση) και τίτλος του αντίστοιχου μουσικού άλμπουμ του καλλιτέχνη.

Η σημασία του «μεγιέ μελέ»:

Αντίστοιχη έννοια με το «λάι λάι λάι λάι» (που, σημειωτέον, περιέχεται επίσης στο προαναφερθέν τραγουδάκι) και το «τραλαλά» - εύηχες και χαρούμενες λεξούλες χωρίς καμία σημασία, που χρησιμοποιούνται σε κεφάτα τραγουδάκια (δεν έχει καταγραφεί μοιρολόι που να περιλαμβάνει «τραλαλά» ή «μεγιεμελέ») και προσδίδουν μια παιδική ανεμελιά στον στίχο. Σημαντικό ρόλο ενδέχεται να διαδραματίζει η ύπαρξη του υγρού (και γλυκού κατά μία έννοια) σύμφωνου «λ» που φαίνεται να λειτουργεί κατευναστικά στον εγκέφαλο.

Ειδικά το «μεγιέ μελέ» κάνει ρίμα με το «Τζεμιλέ», το «καλέ» και, λίγο πιο τραβηγμένα, με το «για πού το ‘βαλε» και το «μα δεν το λέει» - βλ. παράδειγμα.

Γενικώς το «μεγιέ μελέ» ξεσηκώνει τρομερά κέφια και μόνο που υφίσταται σε στίχο και ειδικά σε συνδυασμό με την χοροπηδηχτή μουσική, παραπέμπει σε τζερτζελέ και χαβαλέ, που δηλαδή να 'χεις πιει και καναν ναργιλέ (λέξεις εις -λε επίσης, ασφαλώς και δεν πρόκειται για σύμπτωση). Εξ ου και η μεγάλη επιτυχία του συγκεκριμένου άσματος, που οδήγησε και σε μεταγενέστερες εκτελέσεις (ενδεικτική εκτέλεση από τον Γ. Γερολυμάτο στο μήδι με την Μόργκαν - του οποίου η ακρόαση είναι μάλλον απαραίτητη προϋπόθεση για την κατανόηση του λήμματος σε όλο του το μεγαλείο).


Εκ των υστέρων συμπλήρωση μετά από νέες αποκαλύψεις:

Σε υψηλούς κύκλους του slang.gr φημολογείται ότι, το μεγιέ μελέ μπορεί να σχετίζεται με την έννοια μελέ, που αναφέρεται σε νταβαντούρια και μπάχαλο. Ερχόμαστε λοιπόν να επιβεβαιώσουμε, την εξαιρετικά ορθή (αλίμονο, εγώ την διατύπωσα) θέση περί τζερτζελέ, με μεγάλη μας χαρά που όλοι οι δρόμοι οδηγούν στην ίδια ακλόνητη αλήθεια. Θεγκζ Γκατζ για τον συνειρμό.

Δώστε βάση στο νόημα:

Ποιος ήλιος εξεπρόβαλε - Μεγιέ Μελέ, Μεγιέ Μελέ,
ποιος ξέρει για πού το 'βαλε - πού πάει, καλέ, πού πάει καλέ;
Δεν είναι ήλιος μόνο, είναι - η Τζεμιλέ, η Τζεμιλέ
που 'χει διψάσει για φιλιά - μα δεν το λέει, μα δεν το λέει.

Αν ήταν ήλιος και φεγγάρι - Μεγιέ Μελέ, Μεγιέ Μελέ
το νου δεν θα μου είχε πάρει - η Τζεμιλέ, η Τζεμιλέ.
Γι' αυτή την όμορφη γυναίκα - Μεγιέ Μελέ, Μεγιέ Μελέ
λιώνουμ' εγώ και άλλοι δέκα - Μεγιέ Μελέ, Μεγιέ Μελέ.

Ποια να 'ναι τούτη η κερασιά - Μεγιέ Μελέ, Μεγιέ Μελέ
που 'βαλε χάντρα θαλασσιά - μη τη ματιάσουνε καλέ
Αυτή δεν είναι κερασιά - η Τζεμιλέ, η Τζεμιλέ
που 'χει διψάσει γι' αγκαλιά - μα δεν το λέει, μα δεν το λέει.

Αν ήταν δέντρο και κλωνάρι - Μεγιέ Μελέ, Μεγιέ Μελέ
το νου δεν θα μου είχε πάρει - η Τζεμιλέ, η Τζεμιλέ.
Γι' αυτή την όμορφη γυναίκα - Μεγιέ Μελέ, Μεγιέ Μελέ
λιώνουμ' εγώ και άλλοι δέκα - Μεγιέ Μελέ, Μεγιέ Μελέ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

γ-καύλα / γυναικεία καύλα. Πώς είναι η αντρική; Καμία σχέση.

Ακολουθεί οθονιά: Το θέμα είναι βαρύ και απαιτεί ανάλυση.

Γυναικεία καύλα –πώς εκδηλώνεται (ή αλλιώς «Αυτό που νιώθουν οι γυναίκες»):

  • Διαστολή της κόρης του ματιού.
  • Αύξηση των καρδιακών παλμών.
  • Η αναπνοή γίνεται ταχύτερη και βαθιά.
  • Τα χείλη του στόματος σταδιακά κοκκινίζουν (αυτό υποτίθεται ότι προσομοιάζει το κραγιόν), διογκώνονται ελαφρά και αρχίζουν να «μυρμηγκιάζουν» (ως επόμενο, συχνά τα χείλη μισανοίγουν ασυναίσθητα).
  • Το αιδοίο διογκώνεται, λόγω μεγαλύτερης κυκλοφορίας του αίματος και αρχίζει να «μυρμηγκιάζει».
  • Ο κόλπος υγραίνεται.
  • Επιθυμία για σεξουαλική πράξη.

Γυναικεία καύλα –πώς προκαλείται (ή αλλιώς «Αυτό που θέλουν οι γυναίκες, vol. Ι»):
Αφενός απαιτείται ένας άντρας ή η φαντασίωση ενός άντρα τέλος πάντων. Αφεδύο, για το τι καυλώνει την καθεμία, ενδεικτικά παρατίθενται διάφορες απόψεις στο Παράδειγμα –παρακαλώ περάστε από κει πριν συνεχίσετε την ανάγνωση. Η εξήγηση για όλα αυτά στο Παράρτημα.

Γυναικεία καύλα –τι συμβάλλει (ή αλλιώς «Αυτό που θέλουν οι γυναίκες, vol. ΙΙ»):
Ανεξάρτητα από το Ι, η πλειονότητα γουστάρει, όλα ή κάποια, από τα κάτωθι:

  • Να είναι καθαρός όσο χρειάζεται. (Να μην βρωμάει, ούτε κατά διάνοια, αλλά και να μην γλείφει η άλλη σαπούνια, χλωρίνες και αντιπαρασιτικά.)
  • Να μυρίζει ωραία. (Περιλαμβανομένων και των φερομονών της καθαρής μασχαλίλας... της καθαρής... της καθαρής... –επανάληψη μήτηρ πάσης μαθήσεως.)
  • Ρομαντική ατμόσφαιρα. (Κανονική θερμοκρασία περιβάλλοντος, ώστε να μην τουρτουρίζει και να σκέφτεται να βγάλει το βρακί της για να μην καταψυχθεί το μύδι, απαλά χρώματα, απαλός φωτισμός, απαλή μουσικούλα και τα τοιαύτα.)
  • Ένα καλό γεύμα πριν. (Ο καφές και το τσάι το ανεβάζουν το λίμπιντο, ελάχιστο αλκοόλ διώχνει τις αναστολές και την εικόνα της μάνας της να της λέει ότι, όποια το κάνει χωρίς στεφάνι είναι πουτάνα και θα καεί στην κόλαση.)
  • Μασάζ. (Χαλαρό, αρχικά τρυφερό και μετά βλέπουμε, δεν βιαζόμαστε, δεν πιάνουμε κατευθείαν βυζιά και κώλους, δεν στρίβουμε τις ρώγες σαν να είναι κουμπί ραδιοφώνου και ψάχνουμε να βρούμε σταθμό.)
  • Προκαταρκτικά. (Δεν βιαζόμαστε... Δεν βιαζόμαστε... Δεν βιαζόμαστε... –επανάληψη κ.λπ. Τουλάχιστον ένα εικοσάλεπτο φιλιά, χάδια κ.λπ. πάνω από τα ρούχα. Άλλο τόσο κάτω από αυτά.)

Παράρτημα 1: Γιατί όλα αυτά, κύριοι, σας φαίνονται κινέζικα.

Τα σχέδια του θεού για την δημιουργία ανθρώπινου όντος, πέρασαν από την θεωρία στην πράξη με πιλοτική εφαρμογή πειραματικού μοντέλου: ο Θεός έπλασε τον άνδρα. Είδε τι σφάλματα έκανε, διόρθωσε τα bugs και έπλασε την γυναίκα ως ανώτερο και εξελιγμένο ον υψηλότερου κόστους –τους άντρες δεν τους κατήργησε, γιατί ήθελε να έχει πλήρη γκάμα προϊόντων, όπως κάθε κατασκευαστής που σέβεται τον εαυτό του. Εξασφάλισε το αγοραστικό κοινό και για τα δύο μοντέλα (μαγκιά) δημιουργώντας αλληλεξάρτηση και μετά κάθισε και έσπαγε πλάκα με το πώς ήταν αδύνατο να συνεννοηθούν. Κοίτα γύρω σου τις σχέσεις των δυο φύλων –ο Θεός έχει χιούμορ.

Η ύπαρξη πολύπλοκου εγκεφάλου, που επιπροσθέτως χρησιμοποιείται κιόλας, είναι η ευλογία και κατάρα των γυναικών και εκδηλώνεται σε όλους τους τομείς του βίου –και στον σεξουαλικό. Οι άνδρες αδυνατούν να κατανοήσουν τον τρόπο λειτουργίας του, εξ ου και τα αστειάκια στο νετ του στυλ [αυτού](http://www.blackhumor.gr/more_content_simple.php?s=1&c=5&mid=2166, αυτού http://www.dobro.gr/content/%CE%AC%CE%BD%CE%B4%CF%81%CE%B5%CF%82-vs-%CE%B3%CF%85%CE%BD%CE%B1%CE%AF%CE%BA%CE%B5%CF%82), αλλά και του σχολίου στο περίφημο Πουτσοπόλιταν. Οπότε, κύριοι, δώστε βάση στο νόημα.

Ασίστ: Vrastaman από το ΔΠ.

Παράρτημα 2: Μεταγενέστερο σχόλιο κατόπιν επιτακτικού αιτήματος σαλλλονικιού μόντουλα:

Το γεγονός λέει ότι στην Σαλλλονίκη την καύλα την λένε γκάβλα, αποτελεί απόδειξη λέει ότι οι σαλλλονικείς ξέρουν από γ-καύλα, καύλα τη γυναικεία, σαν να λέμε ξέρουν πώς να καυλώσουν τρελά μια γυναίκα. Δεν μπορώ να στοιχειοθετήσω τον ισχυρισμό αυτό, αλλά για να το λέει κοτζάμ μοντ κάτι θα ξέρει, συνεπώς επιβάλλεται για λόγους αντικειμενικότητας και δημοσιογραφικής δεοντολογίας να καταγραφεί η αντίστοιχη άποψη. Αατα

Παραδείγματα από εδώ

Ερώτημα –τι σε ανάβει σε έναν άντρα:

— Με ανάβει όταν είμαστε σε κάποια κοινωνική εκδήλωση, πάρτυ κ.λπ. και τον κοιτάω στην άλλη άκρη του δωματίου και μου ρίχνει ΑΥΤΟ το βλέμμα (ξέρεις, αυτό που δηλώνει ότι είσαι δική του και ότι είναι ο μόνος που έχει το κλειδί σου). Κοκκινίζω αυτόματα. — Το να νιώθω επιθυμητή ή να συνειδητοποιώ το πόσο τον αγαπώ.
— Με ανάβει η αίσθηση του χιούμορ καταρχάς, χωρίς να χρησιμοποιεί βρωμόλογα. Ένας άντρας που να ξέρει να είναι κύριος στους τρόπους του στο τραπέζι. Και τα καθαρά νύχια.
— Με ανάβει αυτό το βλέμμα του που λέει «Γαμώτο ρε, είσαι τόσο σέξι και είσαι όλη δική μου» και μετά με φιλάει στο λαιμό και λιώνω... (αναστεναγμός).
— Με ανάβει να ξέρω ότι είναι εκεί για μένα ανεξάρτητα από την διάθεσή μου. Να με κάνει να γελάω με τον σωστό τρόπο ανάλογα με την περίσταση.
— Ο δεύτερος σύζυγός μου δεν έμοιαζε στον Μπραντ Πητ αλλά μου συμπεριφερόταν φανταστικά, ήταν πρόθυμος να δοκιμάσει πράγματα και είχε απίστευτη αίσθηση του χιούμορ. Και έκανε μπάνιο πριν.
— Αυτά που λέτε είναι μαλακίες, η ερώτηση είναι σεξουαλική, δεν σας ρωτήσανε πως σας αρέσει να συμπεριφέρεται ένας άντρας. Εγώ λοιπόν δεν καυλώνω με βλέμματα από απέναντι, αυτό είναι τρυφερότητα, όχι επιθυμία να τον καβαλήσω. Εγώ καυλώνω με πορνό, μπινελίκια, να μην φοράω εσώρουχα και να του το λέω, με ατελείωτα φιλιά όσο κυλιόμαστε γύρω γύρω φορώντας μόνο τα εσώρουχά μας. — Α, φίλη μου, δεν θα συμφωνήσω μαζί σου, κάθε γυναίκα είναι διαφορετική και καυλώνει με το δικό της στυλ.

Νταντάν νταντάαααν: Η καθεμία καυλώνει με εντελώς διαφορετικά ερεθίσματα. Το θέμα είναι ανεξάντλητο. Δεν έχετε ελπίδα να κατανοήσετε, παλέψτε το όπως σας φωτίσει ο γιαραμπής.

Βλ. και σημείο G(αύλας)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το αγγλικό Excitement: ουσ. διέγερση, έξαψη.

Στην Ελληνική το «εξιτάρω» χρησιμοποιείται κυρίως με την έννοια του «προκαλώ», δημιουργώ έξαψη, αναστάτωση, αναταραχή.

  • Προκαλώ πνευματικό ερεθισμό, πυροδοτώ προκλητικές σκέψεις, λειτουργώ καταλυτικά σε βιοχημικές αντιδράσεις μεταξύ κρίσιμων εγκεφαλικών νευρώνων, κάνω τον άλλο να στροφάρει σε υψηλότερες συχνότητες από τις συνήθεις και τις σκέψεις να τρέχουν σε τρελά μονοπάτια.
  • Ερεθίζω την φαντασία κάποιου (συμπληρωματικά με το προηγούμενο), του προκαλώ ξεχωριστούς συνειρμούς και φαντασιώσεις.
  • Προκαλώ σεξουαλικό ερεθισμό, ενδεχομένως ως επακόλουθο της προαναφερθείσας πνευματικής διέγερσης – αλλά όχι απαραίτητα.

Γενικώς, προκαλώ έντονη συγκίνηση σε κάποιον.

Επιρρεπείς στο εξιτάρισμα (εδώ κολλάει το εξιτάρομαι του λήμματος): αυτοί που γουστάρουν το εγκεφαλικό bungee jumping, το jumping γενικώς και τις καταστάσεις που προκαλούν ταχυπαλμίες και ανέβασμα της αδρεναλίνης.

Ασίστ: Hank από το ΔΠ.

Εδώ:
Απ' όσο ξέρω, σε ανάλογες περιπτώσεις, τα τινά που μπορεί να συμβαίνουν ώστε να πάρει τόσο πολύ προσωπικά κάποιος το σχόλιο για κάποιον τρίτο είναι: ...Να είναι ερωτευμένος με το τρίτο αυτό πρόσωπο. Μήπως κατά βάθος αυτό το στυλ του μελαμψού αξύριστου σε εξιτάρει;
(σ.ς. Πάει να της την πει τώρα, στάνταρ πρόκειται για ξανθό ξυρισμένο που, ή έχει φάει, ή το πάει φιρί φιρί να φάει χυλόπιτα).

Εδώ:
Τα δίμετρα μοντέλα δεν μου λένε τίποτα. Σε αντρική βερσιόν. Μπορεί να μου πει πολλά όμως ένας μέτριος που σπιθίζει το βλέμμα του και μ' εξιτάρει τρελά το τσερβέλο του!
(σ.ς. Έεετσι!).

Εδώ:
Εχει στιλ, ιδανικό μέγεθος και πλούσιες καμπύλες. Επιμένει στο κλασικό άσπρο-μαύρο και δέχεται αδιαμαρτύρητα να την… κλωτσάνε. Η αλλοπρόσαλλη και βιτσιόζικη συμπεριφορά της εξιτάρει τόσο πολύ τα αρσενικά, ώστε της έχουν προσδώσει το χαρακτηρισμό «θεά». Όχι, δεν μιλάμε για το ιδανικό θηλυκό αλλά για την μπάλα. (σ.ς. Έλα, κάντε μας την χάρη τώρα...).

Got a better definition? Add it!

Published

Τύπος σοβιετικών καταδιωκτικών αεροσκαφών (αντιγραφή από τον προηγούμενο ορισμό - σπεκ στους προλαλήσαντες).

Επιπροσθέτως: Τα γνωστά Ελ-Έι-Ντι-Έι (LADA) δεκαετίας 80 που κυκλοφορούν ακόμα περήφανα στους δρόμους - κυρίως με οδηγούς μικρής ηλικίας - και τρέχουν με την ταχύτητα του φωτός σε λεωφόρους και στενοσόκακα αδιακρίτως.

Οι πιλότοι τον μιγκ είναι ένα επίπεδο πάνω από τους ιμπιζάκιδες: συνήθως οι δεύτεροι κάνουν την κάβλα τους με το πρώτο αυτοκίνητο που αγόρασαν (κάποιες φορές με τα λεφτά του μπαμπά), ενώ οι πρώτοι καβλώνουν με το ίδιο το αυτοκίνητο του μπαμπά (που τις περισσότερες φορές είναι κάποιος σκληρά εργαζόμενος βιοπαλαιστής που μένει τελικά χωρίς αυτοκίνητο).

- Σιγά ρε μαλάκα, τρελάθηκες; Τι το 'κοψες έτσι απότομα δεξιά, έγινα μουνί με τον φραπέ, το κέρατό μου μέσα!
- Άντε γαμήσου και συ ρε παπάρα με τον φραπέ, δεν λες που την γλυτώσαμε από το μιγκ που με έκλεισε, κάτσε να συνέλθω από την ταχυπαλμία και στα χώνω μετά.

Βλ. και ρώσος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από τον παθητικό παρακείμενο του ρήματος λέγω.

Χρησιμοποιείται κυρίως κατά την διάρκεια κατινάζ, ή κοινωνικής κριτικής γενικότερα.

  1. Αρνητική χρήση: Ο σχεδόν ακατονόμαστος. Κάποιος τον οποίο σχολιάζουμε, δεν τον εγκρίνουμε, αλλά δεν θέλουμε και να εκδηλώσουμε πόσο ακριβώς κατάπτυστο τον θεωρούμε, ενδεχομένως για να μην πληγώσουμε τον συνομιλητή μας που είναι θετικά προσκείμενος. Συνήθως ακολουθεί μια καλοπροαίρετη κριτική που αφήνει μια γλυκιά γεύση αντίστοιχη τσιμπήματος οχιάς. Παράδειγμα 1.

  2. Θετική χρήση: Ο ανέλπιστα ενδιαφέρων, όπως προέκυψε από τα συμφραζόμενα της συζήτησης, τύπος αγνώστου ονόματος. Συνήθως ακολουθεί έντεχνη προσπάθεια ενημέρωσης περί λεπτομερειών, όπως όνομα, κινητό, αφμ και εκκαθαριστικού της εφορίας. Παράδειγμα 2.

  3. Προνοητική χρήση: Εκείνος που δεν θέλουμε να αναφέρουμε το όνομά του, γιατί και οι τοίχοι έχουν αφτιά και δεν μας παίρνει. Ο υπονοών υπονοείτω. Παράδειγμα 3.

Παράδειγμα 1:

- Θυμάσαι μαμά το παιδί που έβγαινε η Μπέτυ της θείας Αμαλίας; - Αυτόν με την ουρίτσα και το σκουλαρίκι; - Ναι καλέ! Παντρεύονται!
- Μπα; Και, για να 'χουμε καλό ερώτημα, τι δουλειά κάνει ο λεγάμενος;
- Χμμ, νομίζω δικηγόρος.
- Γύρευε τι χασοδίκης θα 'ναι με τέτοιο ντύσιμο, σιγά μην τον σεβαστεί δικαστής. Κοίτα μην στραβωθείς και συ με καναν τέτοιο, κανόνισε. - Χέσε ρε μάνα, ο ένας σου μυρίζει ο άλλος σου βρωμάει...
- Ε, ναι, δεν έχεις κι άδικο, μην κρίνουμε και από την εμφάνιση, μπορεί να είναι καλό παιδί. Κατά βάθος. (Φςςςς η διχαλωτή γλώσσα).

Παράδειγμα 2:

- Λοιπόν η Κωνσταντίνα μου 'λεγε ότι βγήκε τελικά με αυτόν τον παππού από το σεμέν (σ.ς. msn).
- Ε, καλά τώρα, σιγά μη δεν έβγαινε.
- ...κι όχι μόνο αυτό, αυτός λέει, ήταν σουπερντούπερ στο κρεββάτι, με την μία την πλάκωσε σε κάτι γλυφομούνια που είδε τον χριστό φαντάρο.
- Τι λες τώρα;! Το ραμολί; Α πα πα... τον είχα υποτιμήσει... Και, πότε θα μας τον γνωρίσει τον λεγάμενο;

Παράδειγμα 3

- Παιδιά δεν θα 'ρθω το βράδυ σόρρυ κάτι προέκυψε.
- Τελέρε μαλάκα, χαλάς την μπακουροτετάρτη μας; Ου να χαθείς ρε προδότη!
- Ε, ρε παιδιά (ένοχο ερύθημα, βλέμμα στο πάτωμα), μόνο σήμερα μπορώ να δω τη λεγάμενη (κλείσιμο ματιού με υπονοούμενο) χωρίς να πάρει μυρωδιά η Ελένη...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified