Συμπληρωματικός ορισμός για τις σλανγκ έννοιες - κυριολεξία εδώ - του χαρακτηρισμού Ταλιμπάν (σπεκ στους προλαλήσαντες): Ο φανατικός και υπερσυντηρητικός θεούσος, ή ο υπερσυντηρικός παπάς (emkrit). Ο ασυλλόγιστα ριψοκίνδυνος, υπέρ το δέον πυροβολημένος ζηλωτής, ψυχάκιας ή σπασίκλας (Vrastaman). Ο ασυλλόγιστος, ο σταρχίδιατου, αυτός που κάνει κάτι επειδή εντάξει, και όχι γιατί το ευνοούν οι συνθήκες (jesus). Τα λοιπά στο «και ταλιμπάν» (vikar).

Επιπλέον: Γενικώς ο μαυρούκος κυρίως ο δουλευταράς. Όχι ο πολύ μελαχρινός, αλλά ο καφές σκούρος τ. Τυνήσιου πωλητή δερμάτινων πουφ, μάγερα που χώνει πολύ κάρυ από Ινδία, άοκνου κελεμπιοφόρου πρόσφυγα από Πακιστάν κι έτσι.

Πρόκειται για ελαφρώς απαξιωτικό ορισμό που εμπεριέχει ρατσιστικό τρόμο. Κλασικός επηρεασμός από την (αμφίβολης ορθότητας αλλά και πάλι ποιος βάζει το χέρι στη φωτιά) αμερικανική προπαγάνδα μετά την πτώση των δίδυμων, όλοι οι καφετιοί είναι εχθροί μας, ειδικά αυτοί που μιλάνε στη μητρική τους με πολλά αλάχου ακμπάρ ουλουάχατ ουλουάχατα.

[Based on a true story]: - Πρέπει να καθαριστεί η αποθήκη από τις σαβούρες Ρούλα, αίσχος είμαστε δεν είναι κατάσταση αυτή με τα σκουριασμένα παντού!
- Πω πω νταξ μωρέ, τι φωνάζεις και δε ρωτάς, το ανέλαβε ο Κώστας και το κανόνισε για σήμερα! Για κοίτα από το παράθυρο, τον βλέπεις τον ταλιμπάν; Ατάιστος μου φαίνεται θα τελειώσει σε κανα διωράκι όλη την πλατεία και θα τον βάλω μετά να ποτήσει και τα θαμνάκια στην είσοδο να βγάλει το μεροκάματο! - Άντε να δούμε.
- Σώπα, πάλι σε έφτιαξα.

Σχόλιο από elenigeladari (03.09.2007)
καλώς ήρθες κιφάκο.. [...] μη σου πω ότι και η δικιά μου η πλατεία στο αιγάλεω πρέπει να αλλάξει όνομα..πρέπει να γίνει πλατεία ΤΑΛΙΜΠΑΝ!!! αχαχα.. καλο χειμώνα και παλι μας εύχομαι (σ.ς. μαζεύονται οι μαυρούκοι εκεί, σαφές).

(από Khan, 09/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πουτσοπόλιταν τεύχος 69: Είναι στιγμές που έχουμε έρθει σε αμηχανία, γιατί οι συνηθισμένες λέξεις δεν αρκούν για να αποδώσουν το ύφος της σκέψης που προηγείται του λόγου. Κυρίες μου, ναι, εσείς εκεί, πείτε, γιατί αποκλείεται να μην σας έχει τύχει: Πώς αποκαλείται το μόριο του συντρόφου σας, όταν απευθύνεστε σε αυτόν; Να λοιπόν μια κατάσταση - χαρακτηριστικό παράδειγμα της προαναφερθείσας φάσης.

Θες να πεις πχ, «μωρό μου σε είδα στον ύπνο μου απόψε μμμ με είχες τρελάνει, ένιωθα το * σου μέσα μου και τέλειωνα μέσα σε πυροτεχνήματα» (Παράδειγμα - μια φράση βγαλμένη από τη ζωή αχαχά - αυτή ή κάποια αντίστοιχη που περιλαμβάνει τον περίφημο *). Σο, τι βάζουμε κορίτσια στο *;

  • Το πουλί σου / το τσουτσούνι σου; Παραπέμπει σε νηπιαγωγείο, νο νο νο του πέφτει.
  • Το πέος σου; Ξενέρωτο, παπουδίστικο και κλινικό.
  • Το μπούτσο σου / το καυλί σου / τη μαλαπέρδα σου / το παλαμάρι σου / το στυλιάρι σου / την ψωλή σου / το ματσούκι σου κλπ; Προστύχως πεζοδρομιακά, μπανάλ και εύκολα.
  • Τον ήρωα / πρόεδρο / Μεγαλέξανδρο / Τζέκινγκζ Χαν / Κολόμβο / κλπ εξερευνητές, κατακτητές και κονκισταδόρες; Παίζει να θεωρήσει ότι τον δουλεύεις νο νο νο του πέφτει.

    Πού είναι αυτή η ουδέτερη λέξη που ταιριάζει στην απελευθερωμένη αλλά καθωσπρέπει κοπέλα του σήμερα; Ε; Αυτό λοιπόν το κενό του λόγου έρχεται να καλύψει ο...

Θανάσης: ένα όνομα με το οποίο κάλλιστα μπορεί η καθεμία να αποκαλέσει το μόριο του συντρόφου της χωρίς να κακοχαρακτηρίζει τον ένα από τους δύο (τ. «είμαι τσούλα» «είσαι μικροτσούτσουνος / γελοίος»). Επικρατεί άλλων συνηθισμένων ονομάτων Κώστας, Νίκος, Γιώργος, Γιάννης κ.λπ., δεδομένου ότι είναι ψιλοάσχετο και φέρει στο νου το Βέγγο («ποιος Θανάσης» κιέτσ'), συνεπώς προσδίδει και μια ευθυμία στο λόγο. Άλλωστε είναι ένα όνομα με διάσημη ό,τι να 'ναι υπόσταση: ατάκα των Απαράδεκτων - μήδι 1 «θες όνομα, θες όνομα ε, θες ένα όνομα; Ε, Θανάσης», στάνταρ λεζάντα του Ελληνικού Cosmo σε αναφορές στον άγνωστο γκόμενο - μήδι 2.

Αντίστοιχης αξίας αλλά στο πιο μεγαλειώδες το Λεωνίδας (παραπέμπει σε πτώση μετά από ηρωική μάχη, όμως δεν ήταν νικητής το παλικάρι σο το αφήνω στην κρίση σας).

Τέλος: προσοχή κυρίες, αν είχατε Θανάση για πρώην και ο νυν το ξέρει, επιλέξτε άλλο, Βαγγέλης ξερωγώ. Κι αν κύριε τέλος πάντων δε σας αρέσει κοιτάχτε να του βγάλετε ένα άλλο και να της το πείτε για καλύτερη επικοινωνία. Αατα.

Τηλέφωνο στο γραφείο για καλημέρες:
-Μωρό μου σε είδα στον ύπνο μου απόψε... (ονειρώδες νάζι)
-Μπα; Καλό; (αυτάρεσκο χαμόγελο) -Μμμ! Με είχες τρελάνει...
-Άντε πες να γουστάρουμε ντε!
-Αγάπη μου, ήμασταν εκεί, στο κρεβάτι μου, ένιωθα το Θανάση σου μέσα μου, σε κοιτούσα στα μάτια και τέλειωνα μέσα σε πυροτεχνήματα.
-...
-Είσαι εκεί;
-(βραχνά) Πω ρε μωρό, πρωί πρωί, πώς θα πιάσω τώρα το excel που μου 'γινε τούμπανο ο Θανάσης και δε φτάνω το πληκτρολόγιο... -Άντε, κάνε δουλίτσα, τα λέμε το βράδυ, ε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Εσύ ξέρεις» - «εσύ ξέρεις καλύτερα»: Εγώ ξέρω καλύτερα. Σε πιο προχώ περιπτώσεις μπορεί να σημαίνει και: εσύ δεν ξέρεις τι σου γίνεται, είσαι εντελώς άχρηστος να λάβεις μια σοβαρή απόφαση, το κεφάλι σου έχει μέσα σκατά, αλλά εκτός που είμαι πιο έξυπνος από σένα είμαι και τόσο καλός που δεν θέλω και να σε στενοχωρήσω, οπότε και θα σου άξιζε να σκεφτείς την αυτοκτονία.

Λέγεται συνήθως κατά την διαπίστωση της μη ταύτισης απόψεων για ό,τι, ώστε να διαφοροποιήσει τη θέση του ομιλούντος, χωρίς να πιάσει τον άλλο από τους ώμους να τον κουνάει πέρα δώθε, «ξύπνα ρε» σε φάση.

Ενίοτε προηγείται στο λόγο το «τι να πω» και έπεται το «εγώ πάντως».

-Και είσαι σίγουρος ότι ο σωστός τρόπος να ξεπεράσεις τον χωρισμό σου με τη Μυρτώ είναι να κλειστείς στο σπίτι και να περιμένεις τηλέφωνό της για να τη βρίσεις; (χελόοου μαλάκααα, δεν είναι σωστός τρόπος αυτόοος)
-Εγώ μια φορά να την πάρω δεν πρόκειται έχω και αξιοπρέπεια, αλλά ένα βρίσιμο της χρειάζεται, μου έκλεψαν και το κινητό άρα θα περιμένω να πάρει στο σταθερό και μόλις πάρει τσουυυπ θα την βρίσω και θα προχωρήσω στη ζωή μου. Ε;
-Τι να σου πω αγόρι μου, εσύ ξέρεις, εγώ πάντως πάω για μπίρες με τα παιδιά, άμα θες ξέρεις που θα είμαστε κι έρχεσαι (λούζερ).

Εδώ: Η γυναίκα μιλάει με την κολλητή της.
Γ: «Δεν τον αντέχω άλλο…. Με εκνευρίζει. Πως το λένε… Δεν είμαι καν ερωτευμένη μαζί του.»
Κ: «Γιατί έτσι ρε συ; Τον βαρέθηκες;»
Γ: «Δεν ξέρω… Θέλω να τον χωρίσω… Δεν μπορώ, πως το λένε… Δεν τον αντέχω…»
Κ: «Τι να πω… εσύ ξέρεις…»
Μετά από λίγες μέρες η γυναίκα τηλέφωνο στην κολλητή μέσα στη θλίψη κ το κλάμα…
Γ: «Ααααααααα…… Θέλω να πεθάνωωωω… Με χώρισεεεεεε»
Κ: «Κάτσε ρε συ.. Και κλαις; Εσύ δεν ήθελες να χωρίσετε; Να η ευκαιρία! Ε;»
Γ: «Τον αγαπώ τον αγαπώ τον αγαπώώώώ»

Εδώ: Κουτσουνάκι, όχι δεν είμαι αυτής της λογικής! Σε όλα υπάρχουν και κάποια όρια! Η μόνη λύση είναι να αφήνεις να βγάλει ο ίδιος το φίδι από την τρύπα! Να δούμε αν θα του αρέσει μετά!!! Τί να πω; Εσύ ξέρεις καλύτερα! Εγώ αυτό θα έκανα πάντως! Θα τον άφηνα να μαζέψει τα ασυμμάζευτα από την ελαστική συμπεριφορά του!

Got a better definition? Add it!

Published

Χαρακτηρισμός που ξεχειλίζει από θαυμασμό, για την πολύ ψηλή καυλιάρα γυναίκα με την καλή την έννοια, τ. γυναικάρα, άλογο καμαρωτό, «πω ρε μάνα μου πα πα πα» σε φάση.

Λες τη λέξη και γεμίζει το στόμα σου απολαυστική λεβεντομουνιά: Ειδικά αυτή η κατάληξη -άρι παραπέμπει συναισθηματικά σε λέξεις που περιγράφουν μεγαλοπρεπείς και ευθυτενείς πραγματικότητες (βλ. στυλι-άρι από το στύλος, δοκ-άρι από τη δοκό, αλλά και πιο χαρακτηριστικά ματζαφλάρι, παλαμάρι κ.λπ.) - και βέβαια στο καμ-άρι...

Χρησιμοποιείται στο Μπραχάμι (το άκουσα επανειλημμένα σε χρήση και μου κόλλησε κιόλας), αλλά δεδομένου ότι το γούγλε τεστ βγήκε θετικό, εκτιμώ ότι παίζει να έχει διαδοθεί και πέρα από το ρέμα.

...............................................................

Προσπάθειες ετυμολογικής προσέγγισης συμπληρώνονται εκ των υστέρων συνοψίζοντας τα υπέροχα σχόλια που έχουν καταγραφεί – ειδική μνεία στους Vrastaman και sstteffannoss:

  • Αναφορά στα Ρομανί όπου dil’arela θα πει (περίπου) «κάποιος που σε τρελαίνει».
  • Αναφορά στα Τούρκικα όπου dilara θα πει (περίπου) «η ερωμένη, η λατρεμένη της καρδιάς».
  • Αναφορά στην Αμερικάνικη σλανγκ, όπου dilara θα πει (περίπου) «η βυζαρού που γουστάρει να ξεσαλώνει».

Θεγκζ γκάιζ.

- ... και είμαι στο φανάρι της Σουλίου και σκαλίζω τη μύτη μου περιμένοντας στο κόκκινο όλο βαρεμάρα και κάνω έτσι και τι να δω, πω μαλάκα, μια τύπα απίστευτη, ένα ντιλάρι ίσα με κει πάνω, μπαμ μπαμ μπαμ το τακούνι τη μπότα το μωρό το δίμετρο, να το μαλλί τίναγμα σλόου μόσιον, έχει πέσει το σαγόνι μου, ο μαλάκας από πίσω κορνάρει άναψε το πράσινο, εγώ κόκαλο και εκείνη την ώρα γυρνάει και με κοιτάει και συνειδητοποιώ ότι έχω μείνει με το κακάδι στο δάχτυλο που δείχνει τον ουρανό. Σκατά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συχνή χρήση ως μέρος δήλωσης περί παρελθόντων χρόνων με τη μορφή ξεράθηκα.

  1. Ξεραίνομαι - από τη δίψα. Το προφανές: στέγνωσε το στόμα μου, το νιώθω ξερό κι αν πιστέψουμε τους επιστήμονες, όταν διψάσουμε σημαίνει ότι ήδη έχουμε αφυδατωθεί, έχει αρχίσει η συρρίκνωση των κυττάρων που σταδιακά ξεραίνονται (λέμε τώρα). Παρ. 1.

  2. Ξεραίνομαι - μένω ακίνητος σαν ξερό κούτσουρο ένα πράμα, δεν παίρνω ούτε ανάσα. Θεωρητικά οι λόγοι μπορεί να είναι πάρα πολλοί (βλ. κυριότερους παρακάτω), αλλά δεν έχω ακούσει κανέναν να λέει «ξεράθηκα από ηδονή» πχ, κι ας είναι ο τέλειος οργασμός μια φάση που πραγματικά μπορεί να σε αφήσει σέκο.

  • Ξεραίνομαι στον ύπνο (Παρ. 2 ολόκληρο - ή Παρ. 3 σκέτο, με τον ύπνο να εννοείται).
  • Ξεραίνομαι στο γέλιο (λεξικογραφημένον για ακατάσχετα γέλια: Έσκασα / πέθανα / ξεκαρδίστηκα / λύθηκα / ξεράθηκα / τρελάθηκα στα γέλια) - Παρ. 4.
  • Ξεραίνομαι από τον πόνο - Παρ. 5. Ο πόνος ήταν τόσο απότομος και δριμύς που με άφησε χωρίς ανάσα, κόκαλο.

    1. Εκτός από παράγωγο του ξερός έχουμε και σε παράγωγο του ξέρω: ξεραίνομαι. Ξεραινόμαστε - γνωριζόμαστε με κάποιον από πριν ή από κοντά (προφ χαριτωμενιά).
  1. Παιδικό: Ακούγεται πάλι η ίδια φωνή μέσα από το πηγάδι. Καλαμιά/Φλογέρα: Αχ, τι κρίμα! Ξεράθηκα από τη δίψα. Γιατί να μην έχω πια ούτε λίγο νερό!

  2. Group στο φατσοβιβλίο: Κοιμήθηκα λάσπη και ξύπνησα χώμα.....ξεράθηκα στον ύπνο....!!!!!!!!!!! (Θα έχετε όλοι αναρωτηθεί πώς βγήκε η φράση ξεράθηκα στον ύπνο... Λοιπόν αυτή είναι η μόνη «λογική» εξήγηση).

  3. Νίκη σέις: ...Δεν ξέρω πόσο κράτησε. Θυμάμαι ότι πηδιόμουνα, κοιμόμουνα, ξυπνούσα, έτρωγα και ξανά από την αρχή. Πρέπει να τους πήρα όλους […] Η Εύη […] με το ζόρι με τράβηξε από τον Μουχτάρ αργά την επόμενη και με έβαλε στο αυτοκίνητο για Αθήνα. Ήμουν κυριολεκτικά διαλυμένη […] Είχα κι ένα ηλίθιο χαμόγελο σα μαστουρωμένη.
    -Πού να σε πάω έτσι μωρή; Μπαμ κάνεις ότι έχεις ξεσκιστεί στο πήδημα. Θα μας πάρουν χαμπάρι και θα μας σκοτώσουν και τις δύο, είπε η Έμυ ενώ έβαζε μπροστά το τζιπ της.
    -Δεν πειράζει, είπα και ξεράθηκα μέχρι την Αθήνα...

  4. 50-50(bomber21 αν έβαζε τόνους έπαιζε να ήμουν και εγώ χαχαααχαχ λέμε): Εγω ξεραθηκα στα γελια οταν καθοδηγουσε ο Φιλιππιδης το Χαικαλη μεσω τηλεφωνου και τελικα ο Χαικαλης επεσε πανω του με το αμαξι!! ΧΑΧΑΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧ

  5. Ο καημένος: Έχω πάει για πέρδικα με το grisport και όπως πολύ συχνά συμβαίνει γλυστρώντας ,μου χώθηκε το πόδι ανάμεσα σε 2 βράχους...... ξεράθηκα στον πόνο,είναι αρκετά μαλακό και δεν κάνει για λάθη πάνω στην πέτρα,κατά τα άλλα ελαφρύ και ξεκούραστο [...]

  6. angelthing στο άαααλλο: Δεν ξεραινόμαστε από κοντά ακόμα αλλά ..... οι συστατικές σου από αξιόπιστους μάρτυρες ήτανε

Βγαίνει στο γούγλε "ξεράθηκα στα γέλια". (από Galadriel, 24/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καντήλες. Γενικευμένο εξάνθημα του δέρματος τ. πλάκες ή κόκκινες ραβδώσεις, που συχνά συνοδεύεται από φαγούρα.

Συνηθίζεται στην έκφραση «πετάω πετάλες». Οι πετάλες πετιούνται στο δέρμα σου (π.χ. τσιμπιέσαι από την τσουκνίδα, τσουυυπ, πετάγεται το εξάνθημα, φουσκώνει, κοκκινίζει και φαγουρίζει), σο υποθέτω βρήκαμε την άκρη ετυμολογικά. Το ενδεχόμενο να προκύπτει από το ότι μοιάζουν συχνά με πεταλίδες το είχα σκεφτεί, αλλά το πέρασα για προσωπική χαζοεγκεφαλοσύναψη - σο αναφέρεται εδώ με ειδική μνεία στην Ιρονίκ που το 'πε στα σχόλια και μου απέδειξε έτσι ότι είμαι φυσιολογική ως ένα σημείο. Στον ενικό δεν το 'χω συναντήσει, μάλλον δεν υπάρχει να πετάξεις μόνο μια πετάλα, βγαίνουν πολλές μαζί.

Ό,τι προκαλεί αλλεργία παίζει να είναι η αιτία για να βγάλεις πετάλες, επίσης ό,τι απεχθάνεσαι, ό,τι σε χαλάει, σε κάνει να ξερνάς, να συφιλιάζεσαι ή και να τα παίρνεις στο κρανίο - περιλαμβάνονται είδη μουσικής, φαγητά, άκυροι μαλάκες που σε περιτριγυρίζουν.

Σχετικά: δερμοτσουκνίασα, βγάζω σπιθουράκια με.

Κυριολεκτικόν - λέμε τώρα:
Η κνίδωση χαρακτηρίζεται από μεταναστευτικούς πομφούς (πετάλες, φλούμπες, καντήλες) με κνησμό και ερύθημα μικρής διάρκειας.

Λιάνα: Ακούω «κοινωνία των πολιτών» και πετάω πετάλες σύντροφοι. Γίνομαι λύκος που μυρίζει τη φριχτή παγίδα, με τις θανατερές δαγκάνες που έχουν κρύψει κάτω από τα σαπισμένα φύλλα του δάσους αδυσώπητοι κυνηγοί.

Εδώ: - Με ποιό κομμάτι πετάτε...«πετάλες'; - Τι είναι οι πεταλες ρε παιδιά; - (marathon) Οτι έμεινε από τα σέπαλα. Καλή χρονιά!(σ.ς. έλα, αυτό είναι λάθος και το ξέρεις)

Πριν πω καλημέρα, χτύπησε το τηλέφωνο και ήταν ο Κώστας. (από Galadriel, 19/01/11)Πεταλωτής (από Vrastaman, 19/01/11)πεταλίδες (από ironick, 19/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μαρσίρες: Ασυναρτησίες, ανοησίες, παλαβομάρες, τρέλες, μαλακίες, μπαρούφες, όταν αυτές διατυπώνονται στον προφορικό ή γραπτό λόγο. Δεν συνηθίζεται για χαρακτηρισμό πράξεων, δηλαδή παρόλο που κάποιος μπορεί να λέει μαρσίρες είναι δύσκολο να τις κάνει.

Αρβανίτικη κουβέντα που έχει παρεισφρύσει στην καθομιλουμένη ελληνική, ειδικά σε περιοχές που αποτελούν ή γειτνιάζουν με αρβανιτοχώρια. Προφέρεται συνήθως ως μαρschίρες και το ύφος είναι περιφρονητικό τ. τι μαρσίρες μας λες πάλι ρε μαλάκα.

Συνηθίζεται στον προφορικό λόγο και όχι στον γραπτό (παράδειγμα 1), όπως αρκετές αρβανιτολέξεις – οι αρβανίτες δεν έχουν γραπτή παράδοση, παίζει να παίζει ρόλο. Στον ενικό δεν συναντάται συχνά, εξ ου και επιλέχθηκε αυτή τη μορφή του λήμματος.

Προσπάθεια ετυμολόγησης μέσω γούγλε έδωσε το Ιταλικό marcire που θα πει σήψη, αναρρωτιέμαι αν έχει σχέση τ. άσ' τα σάπια.

Η κολλητή που την πάτησε: *An-Lu είπε «Ωχ-Ωχ-Ωχ! Πολύ ούφο ο δάσκαλός σου βρε κωκώ! Απέδειξε περίτρανα πως δεν υπάρχουν πονηρές λέξεις, μόνο πονηρά μυαλά!!!!! ΥΓ Και που να έγραφες “μαρσίρες”!!!!!»
*x-psilikatzoy είπε «[...] An-lu, τί είναι μαρσίρες
* An-Lu είπε «Οι τρέλλες στα αρβανίτικα! Την είχε γράψει σε έκθεση κολλητή μου φίλη, νομίζοντας την για ελληνική λέξη».

-Βρε παιδιά δεν ήταν σωστό να τον μπουγελώσετε τον άνθρωπο, καθηγητής είναι, έπρεπε τώρα να τον παραφυλάτε και να του πετάξετε τη σακούλα; Α, όλα κι όλα αν με ρωτήσει ο λυκειάρχης εγώ θα πω αλήθεια, είστε απαράδεκτοι... (μπλα μπλα)
-Ψτ, Κώστα, τι μουρμουράει ο Λάκης τόση ώρα, ακούς εσύ που είσαι δίπλα;
-Τις γνωστές μαρσίρες λέει... Τσίου Λάκη, σούπω, αν μας δώσεις τη γάμησες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση μεγάλης οικειότητας και τακιμιάς. (1) Είμαστε τόσο «κοντά» με τον τάδε που τα σάλια μας ανακατεύονται, μιλάω εγώ την ώρα που αυτός γελά κι όλο κάτι καταπίνεται εκατέρωθεν.

Προφ η φράση περιλαμβάνει μια αρνητική νότα δεδομένου του ότι σε φάση ρουτίνας τα ξένα σάλια δεν τρώγονται, μην πω και τα δικά σου ούτε καν, δηλαδή τι, παίζει να φτύσεις σε ένα κουταλάκι και να τα ξανακαταπιείς; Ίου! (Ισχύει και για άλλα σωματικά υγρά).

Μην αναφερθούμε σε εξαιρέσεις, ναι μεν είναι αναμενόμενο να ρουφάς αχόρταγα τα σάλια του αγοριού / κοριτσιού της καρδιάς σου, αλλά ακόμα και σε αυτή την περίπτωση δεν το αντιμετωπίζεις ως αυτοσκοπό, παρά ως παράπλευρη απώλεια για την οποία στ' αρχίδια μας κιόλας, εδώ ρουφάς άλλα κι άλλα το σάλιο σε μάρανε.

Κατά κυριολεξία: Ακούσια παίζει να φας τα σάλια άλλου, αν είσαι αξιωματικός στο στρατό, αχώνευτο διοικητικό στέλεχος κλπ, αλλά βέβαια, ό,τι δεν ξέρεις δεν μπορεί να σε βλάψει. Επίσης τα παιδάκια στα νηπιαγωγεία αρρωσταίνουν συνεχώς γιατί τρώνε τα σάλια τους ρουφώντας ίδιες πιπίλες, γλείφοντας τις ίδιες κουδουνίστρες ή, στα πλαίσια εξερεύνησης του κόσμου, μελετώντας το φαινόμενο άνοιξε-το-στόμα-σου-παιδάκι-να-παίξω-μπάσκετ-με-τη-ροχάλα. Σε αυτές τις περιπτώσεις η πρακτική είναι σλανγκ αλλά η φράση δεν είναι. (2)

Τέλος ας σημειωθεί ότι το φαινόμενο της κατάποσης ξένου σάλιου έχει ήδη καταγραφεί αλλά με άλλη έννοια και προεκτάσεις.

(1) Σιγά μη δεν πάρει δάνειο:
- Είμαστε φίλοι για δεν είμαστε;
- Είμαστε!!!
- Γροίκα το λοιπό. Άμε στην Τράπεζα και ζήτα δάνειο. Δυό χιλιάδες για μένα και δυό χιλιάδες για σένα...
- Και θα εγκριθούνε;
- Αυτό άστο σε μένα. Με το Διευθυντή τρώμε τα σάλια μας...
- Και δεν ψακώνεστε;
- Άστε τ' αστεία κι εδώ μιλάμε σοβαρά.

(2) Στρατιωτική θητεία για τις γυναίκες: Υπαινίσσεσαι πως οι νεοσύλλεκτοι είναι ένα μάτσο τσογλάνια;;; Συμπάθα με, αλλά όχι. Τσογλάνια είναι αυτοί που τρώνε τσάμπα στις λέσχες (σάλια φαντάρων τρώνε, αλλά αυτή είναι μια άλλη ιστορία). Τσογλάνια είναι αυτοί που μένουν σε σπίτια χωρίς να πληρώνουν ενοίκιο. Αυτοί που αγοράζουν σε τιμές κόστους από τα πρατήρια. Αυτοί που κάνουν τσάμπα διακοπές.

Βλ. και έχουμε φάει τα σάλια μας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ακατάστατος, αλλά και τσαπατσούλης, βρωμιάρης. Θηλυκό: η μουρδούλα. Ο μουρδούλης μουρδουλεύει και η κατάσταση (α-καταστασία) που δημιουργεί είναι η μουρδουλιά που μπορεί να φτάνει έως δημιουργία αχουριού / μπουρδέλου / σταυλώνα.

Λέγεται στην Κέρκυρα, στην Κεφαλονιά και, στάνταρ, το λεγε και μια σλανγκογιαγιά αρβανίτισσα θεοσχωρέστη. Στο νετ ελάχιστες αναφορές, το σλάνγκρ παϊονίρ.

Εδώ: Και ζαλίστηκε όπου λες ο πράκτορας και πήρε το κινητό να κατέβει στην πλατεία να πιει μιαν τζιτζιμπίρα και [...] τονε βρήκε ο Κορωνιάς που έψαχνε να βρει καπιτάνιο για τη σκάφη του [...] και ο μουρδούλης μπιορδεύτηκε, άφηκε το κινητό δίπλα στο άγαλμα τσι Αλίκης και 'φυγε να γίνει θαλασσόλυκος και γνωρίστηκε μ' ένανε Σουηδέζο [...] κ' αγριεύτηκε ο έρμος ο μουρδούλης.

-Να σου πω εσένα, τι έφτιαξες την ομελέτα και παράτησες τα τσουμπλέκια μέσ' στη μέση; Ποιος θα τα μαζέψει;
-Ωχ, σόρυ ρε γιαγιάκα, χτύπησε το τηλέφωνο και ξεχάστηκα!
-Σόρυ, σόρυ, λες και δε σε ξέρω τι μουρδούλα είσαι, άστα, θα τα μαζέψω εγώ.

-Πω πω περιστέρια που έχει εδώ στη μουσμουλιά, δεν το αφήνω το αυτοκίνητο, δεν φαντάζεσαι τι μουρδουλιά είναι η κουτσουλιά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκτός από χωριό της Τζίμπρου, το στρουμπί είναι κατά περίπτωση:

  1. Πανί ή ρούχο τσαλακωμένο σαν πατσαβούρι, συχνά μετά από κουβάριασμα και τσαλαπάτημα. Προέρχεται από το ανύπαρκτο ρήμα «στρουμπάω», συνώνυμου του «ζουπάω», που σημαίνει σπρώχνω πιέζοντας κόντρα σε κάτι άλλο. Πελλοπονjήσιο.

  2. Στον Άγιο Κοσμά Γρεβενών: στρουμπί λέμε το κάθισμα, το σκαμνάκι (γούγλε γούγλε). Παράδειγμα από τούτο δε βρήκα, αν είναι κάποιος από τα Γρεβενά ας εκτιμήσει τουλάχιστον ότι αναφέρθηκε κι ας συμπληρώσει χρήση.

Εδώ: Μου θύμισες τότε που παρέα με τα παιδιά της γειτονιάς (με τα άλλα βλοημένα) τρέχαμε μέσα στα χωράφια και κυλιόμασταν στα χόρτα και την έκπληξή μας, όταν για πρώτη φορά σπάζοντας τις πράσινες μικρές φούσκες, διαπιστώσαμε ότι μέσα κρυβότανε μια κόκκινη τσαλακωμένη (στρουμπί) παπαρούνα.

-Σου χω πει, όταν έρχεσαι από το γραφείο, μην το πετάς το παντελόνι πάνω στην καρέκλα, γίνεται στρουμπί εντελώς, ούτε με το σίδερο δεν ισιώνει τώρα, ε ρε πούστη μου, αλλά δε φταις εσύ, εγώ φταίω που σ' έχω καλομάθει και πολύ που το εκτιμάς, ούτε αλβανή να 'μουνα, πιο πολύ θα με σεβόσουνα τότε γιατί θα σε χρέωνα και δέκα ευρά την ώρα, σιχτίρι πια, νατο, δες το, το βλέπεις, πατσαβούρι έγινε, πώς θα το φτιάξω μου λες; ΕΕΕ;
-Πέτα το στα σκουπίδια. Πάω έξω.

Got a better definition? Add it!

Published