Χαρακτηρισμός για ανθρώπους λίγο χαζούς, που δεν καταλαβαίνουν εύκολα, για βραδύνους, ανόητους.

Από το γδούπο, γδού-πας, όπως και το άνθρωπας, νέοπας και άλλα. Έδωσε το γδούπο λοιπόν ο Γούδουπας, έκανε τη γκάφα, την πάτησε.

Στην Κρήτη υπάρχει μια έκφραση: «Έδωσε την κουτουλιά και γύρισε».

Ξεκίνησε από Άλιμο να πάει στο Μπουρνάζι στην εφορία να καταθέσει, φτάνει στην εφορία, ανοίγει το φάκελο και δεν είχε βάλει τη φορολογική δήλωση μέσα. φτου!!!!!! όποιος δεν έχει μυαλό έχει πόδια.

Δηλαδή όταν κάποιος αδυνατεί να διεκπεραιώσει μια υπόθεση, το μυαλό του είναι σκόρπιο, δεν έχει προνοητικότητα, και όλα αυτά λόγω της κουταμάρας του, δεν μπορεί να διαχειριστή σωστά μια υπόθεση.

Χρησιμοποιείται και για μπουμπούνες μαθητές.

  1. - Τι έγινε ρε τσίτσο, πώς έγραψες πανελλήνιες;
    - Χάλια ρε γαμώτο, έβαλαν όλα αυτά που δεν είχα διαβάσει...
    - Άσε ρε Γούδουπα τις δικαιολογίες, είχες διαβάσει και καθόλου;

  2. - Τι γελάει έτσι αυτός ρε, σαν ηλίθιος.
    - Εμ, το γουδί το γουδοχέρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μια ατάκα που εκφράζει την παρακμή, την κατάντια και την απογοήτευση που νοιώθουμε από μια κατάσταση, από κάποιον η κάποιους ανθρώπους.

Στο νέτι εδώ.

Όταν εκφραζόμαστε λέγοντας: «είναι για τα πανηγύρια» είναι λίγο ρετρό, γι' αυτό μπορούμε να το πούμε: «χέσε θέατρο και κατούρα παράσταση».

Και με ,: χέσε θέατρο, κατούρα παράσταση

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι μια φράση που μοιάζει με βρισιά, κάτι σαν το κανάγιας, δεν είναι όμως, γιατί είναι φαγητό. «Παστό χοιρινό με αυγά». Άλλως και στραπατσάδα.

Τσίφης: Φοβερό παιδί ο κοκοφίκος!
Στρόνκος: Ναι... ναι, τον τρώει τον καγιανά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο σύζυγος, ο γάτος!
Δεν παίζεται ρε παιδί μου ναούμ', η γυναίκα του δεν μπορεί να τον βρει λάθος, για να του πρήξει τα συκώτια, να του κάνει τη ζωή δύσκολη.

- Ρε φίλε να πούμε, ο Γιώργαρος τι τσακάλι είναι! - Η Καλλιρρόη δε μπορεί να του τη βγει ποτέ και πουθενά... - Ε ναι ρε φίλε, ο Γιωργάρας είναι συζυγάτος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τι είπες; Όχι;
Οχιά και Κόμπρα! Θα μου πεις εμένα όχι..
Οχιά και τούνεση. Ακούς εκεί.
Όταν το όχι το δικό μας, κάνει τον άλλο τούρμπο, τον βουρλίζει, τον βγάζει εκτός εαυτού.

Ναι!!, είπε η Πάμελα. Όχι!!, λέει ο Ρότζερ. Τι είπες; Όχι;.. Οχιά και κόμπρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένα απλό και ωραίο γεύμα είναι οι τηγαμιστές πατάτες, γαμιστερές δηλαδή, πολύ ωραίες, και είναι τηγανιτές.

- Τι φαγητό είχατε;
- Κουνέλι με τηγαμιστές πατάτες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νέο σεξοσλάνγκ λήμμα από το νέτι. Εδώ.

Έτσι αποκαλεί διάσημη Ελληνίδα πορνοστάρ στα σχόλια του άλλος διάσημος, ... σε site κοινωνικής δικτύωσης.

Η τσουτσουνομπεκρού επέστρεψε δριμύτερη!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα συρμπούκια είναι το γέμισμα, το τιγκάρισμα θα λέγαμε στην αργκό, η υπερπλήρωση π.χ. σε ένα μεταφορικό μέσο (λεωφορείο κλπ), καμιά σχέση με τα σιμπούκια. Από το surbooking.

Μεσ' το λεωφορείο γίνεται το αδιαχώρητο.
- Πω ρε μαλάκα μου, τι έγινε τώρα; Τι συρμπούκια είναι αυτά...
- Ναι ρε γαμώ, ωωω... κοίτα ο εφα-ψίας ρε... όρε γέλιο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Όταν περιμένουμε μια εκδούλευση από κάποιον , κάποια εξυπηρέτηση, με το αζημίωτο βέβαια, και ο τύπος που πρέπει να ανταποκριθεί κάνει τσιριτσάντζουλες.

    1. Η Μαρία όταν είσαι μαζί της στο μπαρ, είναι όλο υποσχέσεις για ένα αχαλίνωτο πήδουλα, η οποία μετά όταν την πας στο σπίτι, για την πραγμάτωση, λέει δήθεν ότι δε μπορεί, το κεφάλι της πονεί κτλ.

(Σάκης, μπαίνοντας φουριόζος και με ανυπομονησία σε μαγαζί με hi tech κινητά - έχει παραγγείλει το S III, το super κινητό) - Τι κάνεις, όλα καλά;
(Πάνος, κοιτώντας τον αδιάφορα, έτσι για να κάνει πλάκα, ότι δήθεν το κινητό δεν ήρθε) - Ε, καλά. (Σάκης, πονηρούλης και ατακαδόρος)
- Τι με κοιτάς και απορείς αφού το ξέρω ότι μπορείς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τρολετάριος είναι ένας χαβαλές τύπος που ανήκει στην κοινωνική, και οικονομική τάξη που αποτελείται από μισθωτούς εργάτες (είναι λίγο ευφυής και με χιούμορ), το εισόδημα του οποίου προέρχεται αποκλειστικά από την πώληση της εργατικής του δύναμης και βεβαίως είναι ανάγκη για αυτόν να τρολάρει και να γουστάρει, για να ξελαμπικάρει!

Ένας τρολετάριος, γνωστός μου, συνηθίζει να αυτο-εξευτελίζεται, χρησιμοποιεί συνέχεια το βλακ χιούμορ παριστάνοντας τον καραγκιόζη, την παρεξηγημένη αδερφή, σαν να του έχει λασκάρει η βίδα (αξιοπρέπεια, αυτοεκτίμηση, τι είναι αυτά;) και για να δικαιολογείται, εκφράζει την άποψη: μη παρεξηγιέστε, ό,τι και να σας πει ο άλλος, να είστε ακομπλεξάριστοι!

τρολ (από perketis, 06/06/12)Τρολετάριοι διαδηλωτές (από Khan, 04/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified