Κλαρινονύφη ή κλαρινογκόμενα είναι η θηλυκή έκδοση του κλαρινογαμπρού. Δηλαδή ποζέρι, ψώνιο.
Παντού υπάρχει μια κλαρινονύφη.
Κλαρινονύφη ή κλαρινογκόμενα είναι η θηλυκή έκδοση του κλαρινογαμπρού. Δηλαδή ποζέρι, ψώνιο.
Παντού υπάρχει μια κλαρινονύφη.
Got a better definition? Add it!
Κουραδοκατουρλιό, το - (ουσ.) συνθ.
Η συγχρόνιση κοπράνων και ούρων που βγαίνουν ταυτόχρονα και επίτηδες από την κωλοτρυπίδα του ατόμου που ενεργείται εκείνη την στιγμή. Συνήθως η απελευθέρωση και των δύο απορριμάτων, ανακουφίζει, καθώς νιώθεις το κενό που απέμεινε στο στομάχι σου απαλλάσσοντάς σε από τυχόν πονόκοιλους.
Ετυμ. συνθ. εκ του κουράδα (η) + κατουρλιό(< ουρώ + κάτω) (το).
Άαααααααααι! Όλα μαζί έφυγαν!
βλ. και σκατούρημα
Got a better definition? Add it!
Οι όρχεις.
Μου 'πρηξες τις μουνόμπαλες!
Got a better definition? Add it!
Έχω ακούσει έναν γείτονα μου να λέει «φύγε από εδώ ρε αρχιδόσκυλο». Μάλλον είναι παρόμοιο με το κοπρόσκυλο.
- Φύγε από εδώ ρε αρχιδόσκυλο μην σε γαμήσω!
Got a better definition? Add it!
Χρησιμοποιείται αντί για την λέξη «πορνό», όταν δεν θέλετε να καταλάβουν τι εννοείτε.
- Ρε Μιχάλη, πάμε στου Τάκη να δούμε καμια τσόντα...
- Σκάσε, μας ακούει ο μπαμπάς!
- Ρε Μιχάλη, πάμε στου Τάκη να μας βάλει καμια ταινεία ονροπ...
Got a better definition? Add it!
Αν αφαιρέσετε την συλλαβη -μή- απο το όνομα Αρχιμήδης, θα βγει μια άλλη λέξη που σημαίνει όρχεις.
- Ο δημητράκης κάνει συνέχεια μαλακίες.
- Άσ'τον, είναι Αρχιμήδης διχως Μη.
Got a better definition? Add it!
Θα σε σπάσω στο ξυλο, θα σε δείρω, θα σε διαλύσω. Γενικά θα πάθεις μεγάλο κακό από μένα.
Εναλλακτικά: «θα σου φάω την τυρόπιτα».
Παλιομαλάκα, αν ξαναπείς τίποτα για μένα θα σου φάω το τοστ!
Got a better definition? Add it!
Σκακιστική αργό. Η Ντάμα του αντιπάλου, που φυσικά είναι ασθενέστερη από τη δική σου Ντάμα.
ΝΑΙ!!!!!! στην έφαγα την μισότριβη! Να δουμε τωρα πως θα με νικήσεις...
Got a better definition? Add it!
βλ. και της Κορέας.
Got a better definition? Add it!
Το γυναικείο γενετικό όργανο.
Ρε Μιχάλη μην κλοτσάς τον Δημήτρη στην Νικολέτα.
Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.
Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, Νικολέτα, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.
Got a better definition? Add it!