Αυτός που ντρέπεται να πει ή να κάνει κάτι.

  1. - Έλα ρε πλάκα θα έχει... Θα δεις!
    - Δεν έρχομαι ρε Νίκο... Φοβάμαι!
    - Άει μωρή κλασομπανιέρα!

  2. - Στείλε τον Κώστα να πάει να της μιλήσει!
    - Ποιον Κώστα ρε... Αυτός είναι κλασομπανιέρας!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ετυμολογία της λέξης:

Ετυμολογικά η λέξη κάγκουρας προέρχεται από τα ίδια τα καγκουρό. Πώς γίνεται αυτό:

Σύμφωνα με μια θεωρία, εκείνοι που παρακολουθούν μια κόντρα αυτοκινήτων - στιγματίζοντας έτσι τον εαυτό τους γιατί δεν συμμετέχουν - από το κρύο αναγκάζονται να βάλουν τα χέρια στις τσέπες, παίρνοντας μια σκυφτή στάση. Πάλλονται για να ζεσταθούν θυμίζοντας έτσι τα καγκουρό.

Ο όρος προεκτάθηκε και από τους θεατές - κάγκουρες πέρασε στους ίδιους τους οδηγούς - κάγκουρες που ποζάρουν με το αυτοκίνητό τους και προσπαθούν να πουλήσουν μούρη.

Ο όρος πήρε και μια άλλη προέκταση για όποιον γενικά προσπαθεί να δείξει κάτι και θέλει να τραβήξει την προσοχή του κοινού με την οδήγηση, τη μόδα, το στυλ, τη συμπεριφορά του κλπ.

Ουδέν σχόλιον...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν κάτι μας ξενερώνει.

  1. - Παιδιά πάμε μετά για γλυκό; - Μπα... Ξενερουά...

  2. - Πώς ήταν η ταινία που είδες; - Τίποτα μωρέ... Ξενερουά λίγο αλλά εντάξει...

βλ. και αντισέξ, ντεκαβλέ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γράφω κάποιον εκεί που δεν πιάνει μελάνι, δηλαδή:

  1. Στα παλιά μου τα παπούτσια
  2. Στα αρχίδια μου
  3. Στον πούτσο μου

Εγώ όταν μιλούσα... εσείς με γράφατε εκεί που δεν πιάνει μελάνι!

(από Khan, 29/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν κάτι δεν γίνεται τη στιγμή που πρέπει ή θα αργήσει πολύ για να γίνει ή και ακόμα μπορεί να μη γίνει ποτέ.

  1. - Ρε μάνα δε σου είπα να πλήνεις το jean μου;
    - Αύριο θα βάλω πλυντήριο ρε Γιώργο...
    - Ναι καλά... του Αγίου πούτσου ανήμερα!...

  2. - Τι γίνεται ρε συ με το αμάξι... ακόμα συνεργείο ε;...
    - Ναι ρε άσε... 4 μήνες έκλεισε το γαμημένο...
    - Καλά και πότε λες να το πάρεις;
    - Ξέρω γω με τους μαλάκες... του Αγίου Πούτσου ανήμερα!

(από Khan, 01/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν ξέρουμε ότι κάτι δεν πρόκειται να γίνει.

- Μαρία οι πελάτες ζήτησαν ένα κουταλάκι!
- Τώρα κύριε Κώστα μισό λεπτό!...
- Τώρα όμως!... Όχι του αγίου πούτσου ανήμερα!...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που δεν την παλεύει και προφανώς δεν ξέρει να παίζει μπάλα, δηλαδή να χειρίζεται μια κατάσταση με όρεξη, ταχύτητα και αποτελεσματικότητα.

Επίσης ο άμπαλος τις περισσότερες φορές χάνει την μπάλα και γενικώς δεν μπορεί να συντονιστεί με το περιβάλλον...

  1. - Θέλω αυτή η δουλειά να γίνει γρήγορα.. Κώστα μπορείς εσύ; - Μπα... Δεν νομίζω να προλάβω... - Καλά εσύ είσαι και άμπαλος... άλλος κανείς;

  2. - Άστο Γιάννη, παίρνω εγώ την παραγγελία. - Ναι... Μίλησε και ο άμπαλος τώρα!

-Είσαι άμπαλος! -Μήπως είσαι μαλάκας;;; (από Galadriel, 08/03/09)

Βλ. και σαπάκι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η παρέα απο κορίτσια ή γκόμενες.

Ουδέν σχόλιον...

(από Cunning Linguist, 06/07/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν κάποιος μου παίρνει πίπα.

- Τι είπες ρε μαλάκα μη σου δώσω πρωινό!
- Αυτό που άκουσες...
- Θα φας πρωινό μαλάκα... θα σε γαμήσω...!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν κάποιος μας εκνευρίζει. Η έκφραση εννοεί «γαμώ το μουνί της Εύας που σε γέννησε».

Επίσης:

Γαμώ τον Χριστό σου
Γαμώ το σπίτι σου
Γαμώ το σόι σου
Γαμώ την τύχη σου
Γαμώ το κέρατό σου

Και για μας:

Γαμώ την πουτάνα μου
Γαμώ την τύχη μου
Γαμώ την πανακόλα μου
Γαμώ την τρέλα μου
Γαμώ το μουνί μου
Γαμώ το κέρατό μου
Γαμώ το σπίτι μου

Ουδέν σχόλιον...

Δες και γαμώ + αντικείμενο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified