Το τρίπτυχο του κλασικού άντρα που ρίχνει πούτσα, αλλά βλέπει και μπάλα και δε σηκώνει πολλά πολλά. Επίσης «πούτσα ξίδι και κοψίδι».

Απορώ πώς μια κοπέλα με τα πτυχία της, αλλά και εμφανίσιμη και ερωτεύσιμη, κατέληξε με αυτόν τον πούτσα μπάλα και τραμπάλα!

(από Khan, 12/10/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γριά, η γριέτζω. Το λέμε και σαν βρισιά όταν κάποια γρια κάνει την μπεμπέκα.

Από τον perketis.

Πλακώθηκε το γρίτζελο στα μπότοξ και μου ψάχνει και γαμπρό τώρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έχει σχέση με ανέκδοτο: Ένας γύφτος πάει σε ένα όμιλο γυμνιστών. Πάει να πληρώσει ο γύφτος και η ταμίας με την φιλενάδα της βάζουν τα γέλια. Τον ρωτάνε τι γραφείς στον πούτσο σου; ΞΙΔΙ; Και απαντάει ο γύφτος, Όταν σηκωθεί γράφει «Η ΝΙΣΣΑΝ σας εύχεται κάλο ταξίδι!»

Το λέμε όταν διώχνουμε κάποιον ή τον αφήνουμε να φύγει αφού τον έχουμε γαμήσει και με ξίδι για να τσούζει. Ας πούμε όταν μια ομάδα φεύγει από το γήπεδο αφού έχει χάσει. Σε μια φάση «και τώρα / μπορείτε / να πα να γαμηθείτε». Ή όταν μια ομάδα αποκλείεται σε αγώνα νοκάουτ.

Λέμε και «πούτσα ξίδι και κοψίδι» για κάποιον που είναι βλάχος αλλά γαμάει κιόλας.

Από τον tsimpatone.

  1. Πούτσα ξίδι και καλό ταξίδι! 3-0 τους νικήσαμε!

  2. - Οι παίκτες του ολυμπιλαγού αποχώρησαν πριν τελειώσει το παιχνίδι.
    - Πούτσα ξίδι και καλό ταξίδι.

(από Khan, 26/10/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που υποστηρίζει με αφοσίωση το σύστημα, κυρίως όλη αυτή τη φάση με το Μνημόνιο. Αυτός που είναι μνημονιακός, αλλά και στηρίζει τα ντόπια λαμόγια.

Γαβγίζουν κάθε μέρα τα συστεμόσκυλα ότι μαζί τα φάγαμε, αλλά την καταδίκη της Ελλάδας από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για τις Σκουριές την κάνανε γαργάρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μια κατάσταση που είναι τόσο απελπιστική, ώστε δεν έχει νόημα να κάνεις κάτι. Ιδίως αν δίνεις λεφτά. Λέγεται πολύ από τα ΜΜΕ για καταστάσεις στην Ελλάδα της κρίσης.

  1. Γερμανική Ακροδεξιά: Ρίχνουμε χρήματα σε ένα βαρέλι χωρίς πάτο.

  2. Βαρέλι χωρίς πάτο ο ΕΟΠΥΥ.

  3. Βαρέλι χωρίς πάτο τα νέα μέτρα.

  4. Βαρέλι χωρίς πάτο η Ευρωπαϊκή Ένωση.

  5. Βαρέλι χωρίς πάτο η ύφεση.

Got a better definition? Add it!

Published

Η απαίτηση φωνάζοντας «μπις» να επαναληφθεί κάτι, όπως ένα τραγούδι, ή το μέρος μιας παράστασης, ή να ανέβουν και πάλι οι συντελεστές της παράστασης στη σκηνή για να χειροκροτηθούν. Από το γαλλικό bis που σημαίνει δύο φορές.

- Καλά, το καλύτερό του τραγούδι δεν είπε.
- Φαίνεται ότι το κρατάει για το μπιζάρισμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σέξι Κι Όποιος Αντέξει.

Μου σύστησε μια οδοντογιατρό ο Μιχάλης. Σ.Κ.Ο.Α. μιλάμε! Ανυπομονώ να με ξαναπιάσει πονόδοντος!

η οδοντίατρος του παραδείγματος (από GATZMAN, 11/10/13)

Got a better definition? Add it!

Published

Ο παίκτης που μένει πάντα στον πάγκο και δεν παίζει. Γενικά αυτός που παρακολουθεί παθητικά τις εξελίξεις και δεν συμμετέχει πουθενά, αλλά τον έχουν όλοι κλασμένο.

Ντάξει μπήκε στην κυβέρνηση, αλλά ήταν βασικά παγκίτης, δεν έκανε και τίποτα...

Got a better definition? Add it!

Published

Ο παίκτης που δεν παίζει, αλλά είναι παγκίτης, κι ακόμα χειρότερα, καθώς κάθεται στα αποδυτήρια.

Τι το ήθελε να πάει στη Ρεάλ; Όλη τη χρονιά αποδυτηριάκιας την έβγαλε.

Got a better definition? Add it!

Published

Η λεχρίτισσα, η βρωμιάρα, η παρακμιακή.

Με αυτές τις λεχρόλες που έβγαινε, πώς δεν το είχε τσιμπήσει το αφροδίσιο νωρίτερα θαύμα είναι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified