Κάνω κάτι κομμάτια.
Σιγά ρε, από το πολύ πλύσιμο έκανες το παντελόνι κοκλίβα!
Μην τρέχετε πάνω στα λιόπανα, θα τα κάνετε κοκλίβα!
Μας φάγανε τα ποντίκια τα σακκιά και τα κάνανε κοκλίβα.
Κάνω κάτι κομμάτια.
Σιγά ρε, από το πολύ πλύσιμο έκανες το παντελόνι κοκλίβα!
Μην τρέχετε πάνω στα λιόπανα, θα τα κάνετε κοκλίβα!
Μας φάγανε τα ποντίκια τα σακκιά και τα κάνανε κοκλίβα.
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!
Αυτός που δεν πάει στη λειτουργία-εκκλησία, στη Μεσσηνία. Μεταφορικά αυτός που δεν έχει ιερό και όσιο, αυτός που λέει βλαστήμιες, αυτός που κάνει σοβαρές βλακείες.
Μην ακούς τι λέει αυτός ρε, είναι αλειτούργηγος, δε ξέρει τι λέει και τι κάνει.
Got a better definition? Add it!
αμή: σημαίνει βεβαίως, αμέ, ναι.
αμή τι: είναι πιό ισχυρό από το αμή ως επιβεβαιωτικό.
- Τι λες , θα έρθεις μαζί για μπάνιο;
- Αμή!
- Μπήκε ο μισθός, εσύ πληρώθηκες σήμερα;
- Αμή τί!
Got a better definition? Add it!
Αυτό που δεν είναι μοιρασμένο σε μέρη, που δεν έχει μοιραστεί ακόμα.
Τα αδέλφια κληρονόμησαν πολλά σπίτια, αλλά ακόμα τα έχουν αμοίραγα.
Got a better definition? Add it!
Άσχημος, κακοφτιαγμένος.
Τι αμπράζικη είναι αυτή η γυναίκα, μεγάλα δόντια, καμπούρα μύτη, δε βλέπεται λέμε.
Got a better definition? Add it!
Ακούστηκε κάτι πολύ δυνατά. Το λέμε συνήθως για φωνή ανθρώπου ως αποτέλεσμα ξυλοδαρμού.
Και τους πλακώνουνε στο ξύλο, και τρώνε τόσο ξύλο που βέλαξε ο τόπος.
Got a better definition? Add it!
H βουή είναι το βουητό σε γένος θηλυκό.
Μεταφορικά, είναι κάποιο άσχημο νέο.
Άμα δεν κάνεις ό,τι σου λέω, θα σου έρθει η βουή (= θα φας ξύλο)
- Τα έμαθες τα νέα;
- Τα έμαθα, μου ήρθε η βουή (ήρθαν άσχημα νέα).
Got a better definition? Add it!
Σημαίνει μεταξύ άλλων το δοχείο για το τυρί.
Μεταφορικά σημαίνει το χοντρό άνθρωπο.
Πιάσε ένα κομμάτι από τη βούτα να φάμε.
Ο βούτας έφαγε ένα κιλό ψωμί και ένα κιλό τυρί μόνος του.
Got a better definition? Add it!