Κάνω κάτι κομμάτια.

  1. Σιγά ρε, από το πολύ πλύσιμο έκανες το παντελόνι κοκλίβα!

  2. Μην τρέχετε πάνω στα λιόπανα, θα τα κάνετε κοκλίβα!

  3. Μας φάγανε τα ποντίκια τα σακκιά και τα κάνανε κοκλίβα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει «άντε χάσου από εδώ», αρβανίτικα.

  1. Άιντε μπάρου από δω χάμου.

  2. Μπάρου ρε γίδι.

αει μπάροουζ (από σφυρίζων, 20/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που δεν πάει στη λειτουργία-εκκλησία, στη Μεσσηνία. Μεταφορικά αυτός που δεν έχει ιερό και όσιο, αυτός που λέει βλαστήμιες, αυτός που κάνει σοβαρές βλακείες.

Μην ακούς τι λέει αυτός ρε, είναι αλειτούργηγος, δε ξέρει τι λέει και τι κάνει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

αμή: σημαίνει βεβαίως, αμέ, ναι.

αμή τι: είναι πιό ισχυρό από το αμή ως επιβεβαιωτικό.

  1. - Τι λες , θα έρθεις μαζί για μπάνιο;
    - Αμή!

  2. - Μπήκε ο μισθός, εσύ πληρώθηκες σήμερα;
    - Αμή τί!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτό που δεν είναι μοιρασμένο σε μέρη, που δεν έχει μοιραστεί ακόμα.

Τα αδέλφια κληρονόμησαν πολλά σπίτια, αλλά ακόμα τα έχουν αμοίραγα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άσχημος, κακοφτιαγμένος.

Τι αμπράζικη είναι αυτή η γυναίκα, μεγάλα δόντια, καμπούρα μύτη, δε βλέπεται λέμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ακούστηκε κάτι πολύ δυνατά. Το λέμε συνήθως για φωνή ανθρώπου ως αποτέλεσμα ξυλοδαρμού.

Και τους πλακώνουνε στο ξύλο, και τρώνε τόσο ξύλο που βέλαξε ο τόπος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

H βουή είναι το βουητό σε γένος θηλυκό.

Μεταφορικά, είναι κάποιο άσχημο νέο.

  1. Άμα δεν κάνεις ό,τι σου λέω, θα σου έρθει η βουή (= θα φας ξύλο)

  2. - Τα έμαθες τα νέα;
    - Τα έμαθα, μου ήρθε η βουή (ήρθαν άσχημα νέα).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει μεταξύ άλλων το δοχείο για το τυρί.

Μεταφορικά σημαίνει το χοντρό άνθρωπο.

  1. Πιάσε ένα κομμάτι από τη βούτα να φάμε.

  2. Ο βούτας έφαγε ένα κιλό ψωμί και ένα κιλό τυρί μόνος του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει αυτός που έχει κάποιο χαρακτηριστικό από τότε που γεννήθηκε.

- Ρε θεία, πως είναι έτσι κουτσός αυτός;
- Είναι γεννητάτος, μάνα μου. (έτσι γεννήθηκε)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified