Κλισεδιάρικη επίκληση ελέωρος, όχι φανατικά (το “κάπου” λειτουργεί υπονομευτικά γιατί), αλλά σε φάση: "τι φάση;", *"τιντούτο πχια"*, "ελαπαναΐαμ". Χρησιμοποιείται για να κλείσει μια φράση στην οποία σχολιάστηκε μεγαλειώδης μπαρούφα.

  1. Η Καλογεροπουλου πιστεύει ότι θα κάτσει η Μερκελ να γραμμωσει μαζί με τον Σοιμπλε τον Βαγγελα Μειμαρακη: Ελεος καπου..#enikos. ΕΔΩ

  2. -Είναι δηλαδή ο Νίκος Φίλης ο καλύτερος που μπορεί να βρει στη χώρα ο πρωθυπουργός για να αναλάβει τον κρίσιμο τομέα της Παιδείας;
    -Δεν έχει καλύτερο, Θες και συ αστακό από γαβάθα με τα σαφριδια... έλεος κάπου. ΕΔΩ

  3. "Εχω ενα πύραυλο μεσα" λεει. κι εκει που χαμογελάω πονηρά, παει και φερνει το παγωτο, ΕΛΕΟΣ δηλαδη καπου. ΕΔΩ

  4. "Δεν υπάρχει νομικό πλαίσιο που να επιτρέπει τη χρήση κάμερας από αστυνομικούς" ειναι τώρα το επιχέιρημα. ΕΛΕΟC ΚΑΠΟΥ. (εδώ)

και σε γκρίκλις του κώλου:

-δεν βαράμε στο πρόσωπο όσους φοράνε γυαλιά! Eleow kapou!
-eleow kapoy γράφεται μου θες και να τουιτάρεις με τόσα ορθογραφικά... ΕΔΩ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το θεμελιώδες αυτό γαμοσλανγκοτέτοιο προσθέτει πολλά κιλά συναισθηματικού βάρους σε κάθε μπινελίκι. Επισυνάπτονας το μέσα σε κραυγές απογοήτευσης ή απόγνωσης τ. «το Χριστό μου / την Παναγία μου», πετυχαίνουμε μια βαθύτερη επικοινωνία με τον άλλον, μια συναισθηματική ταύτιση και κατανόηση, κανονικό einfühlung που λένε και στα βραστοχώρια.

Η προέλευση του μέσα είναι αινιγματική. Ο παπαρόγιαννος προτείνει μια θεμιτή ερμηνεία, σχολιάζοντας το λήμμαν χέσε μέσα: > πρέπει να προέρχεται από τον παλιό καλό καιρό, όπου οι τουαλέτες δεν ήτανε μέσα στα σπίτια, αλλά έξω, είτε αυτές ήτανε Καλλιόπες είτε ήτανε εξοχικές. Εάν λοιπόν ο καιρός έξω ήτανε τόσο χάλια ή εάν έξω τριγυρνούσε εχθρικός στρατός, έτσι που δεν μπορούσες να βγεις έξω από το σπίτι για να αφοδεύσεις, έπρεπε αναγκαστικά να «χέσεις μέσα» στην κυριολεξία. Για αυτό και το χέσε μέσα δηλώνει μια τελείως χάλια κατάσταση, ισάξια στο χάλι μιας θεομηνίας ή μιας ξένης κατοχής[/quote]...δίνοντας πάσα στον χότζουλα...[quote=HODJAS]Το «μέσα» ίσως να προέρχεται απο την έκφραση του λήμματος, αλλά πλέον έχει αυτονομηθεί. Δηλ. λέμε «την Αγία μου μέσα!», «την Πανακόλα μου μέσα!», «γαμήσου μέσα!» κλπ-κλπ

paparogiannos Εναλλακτικά, και πιο οκκαμικά, το μέσα μπορεί απλούστατα να παραπέμπει στα εσώψυχά μας, στα σπλάχνα μας, στην καρδιά μας.

1.
Μια Ακρίτα, ένας Νότης και μια Βανδή...Χέσε μέσα δηλαδή!

2.
- Πότε σε ευνούχισα το κέρατό μου μέσα;;; όταν κάποιος λέει σε μια γυναίκα ότι είναι ευνουχιστική τι εννοεί;;; ΜΙΛΑΩ ΣΟΒΑΡΑ, ΜΗΝ ΑΡΧΙΣΕΤΕ ΤΙΣ ΜΑΛΑΚΙΕΣ

3.
Το φελέκι μου μέσα με την τεχνολογία τους...

4.
Αν δεις σκ@τ@ στον ύπνο σου πολλά λεφτά θα πάρεις. Δεν ξέρω αν ισχύει για άλλα μέρη της Ελλάδας αλλα σε μας το θεωρούν καλό. Χέσε μέσα Πολυχρόνη που δε γίναμε ευζώνοι… Ξέρει κανείς πως βγήκε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

αμή: σημαίνει βεβαίως, αμέ, ναι.

αμή τι: είναι πιό ισχυρό από το αμή ως επιβεβαιωτικό.

  1. - Τι λες , θα έρθεις μαζί για μπάνιο;
    - Αμή!

  2. - Μπήκε ο μισθός, εσύ πληρώθηκες σήμερα;
    - Αμή τί!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιφώνημα-επιτατικό μόριο της σλανγκικής, το οποίο χρησιμοποιείται στην ακόλουθη μορφή:
«Χ (συχνάκις ΠΑΟΚ) ρε μουνιά!»
και δηλώνει τη δυναμική και αμέριστη στήριξη που παρέχει ο λέγων ή γράφων στο Χ.

ΠΑΟΚ ρε μουνιά! (προφανές)
Αγάπη ρε μουνιά! (σύνθημα σε τοίχο, δείτε και μήδι).

Και για του λόγου το αληθές... (από ThomasTheBarbarian, 11/11/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άκομψο και σκληρό μπινελίκι, συνώνυμο της ξεκωλιάρας, της ξεσκισμένης, του ξέψωλου.

Εξ των γαμοσλανγκοπροθήματος ξε- και της κωλήθρας (απόληξη του πρωκτού εκ της οποίας εκβάλλονται τα αφοδεύματα).

1. ΜΑΣ ΤΟ ΠΑΙΖΕΙ ΠΑΡΘΕΝΑ ΝΑ ΤΗΝ ΠΑΝΕ ΓΑΜΙΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΞΕΚΩΛΗΘΡΑ!!!!!!!!!

[2.](Μουνόπανααααααααααααααααααα, άι καριόληδες γαμώ τα σπίτια σας ξεκωλήθρες.) Μουνόπανααααααααααααααααααα, άι καριόληδες γαμώ τα σπίτια σας ξεκωλήθρες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βασικά, γαμάω. Ειδικότερα, γαμάω μέχρις εξαντλήσεως κάποια σχετικά άβγαλτη ψωλίτσα ή, συνηθέστερα, ένα τεκνό που αφελώς νόμιζε ότι θα σπρώξει και μετά έμεινε να μονολογάει «αλλιώς τα περιμέναμε κι αλλιώς μας ήρθανε». (Παραδείγματα 1 & 2)

Νομίζω ότι η φόρτιση της λέξης έχει μια αντίφαση. Από τη μια, το πούπουλο παραπέμπει σε κάτι ανάλαφρο, έως και παιχνιδιάρικο. Από την άλλη, το πρόθεμα ξε- εδώ είναι, θα έλεγα, και στερητικό και επιτατικό - βγάζω τα πούπουλα ένα-ένα μέχρι και το τελευταίο - και, βέβαια, η ίδια η αναφορά στο πουλί (κοτόπουλο;) παραπέμπει σε κάτι αδύναμο, σε άθυρμα και στην κατά κράτος επιβολή.

Όμως, και γιατί ντε και καλά αντίφαση; Έχω ακουστά ότι στην συνεύρεση η άσκηση εξουσίας δεν αποκλείει απαραίτητα το παιχνίδι.

Άλλες μεταφορικές σημασίες της λέξης έχουν ενταχθεί στην καθομιλουμένη και στερούνται αργκοτικού ενδιαφέροντος. Π.χ. ξεπουπουλιάζω σημαίνει και εξαντλώ κάποιον οικονομικά, του τα τρώω μέχρι μίας. (Παρ. 3 & 4) Είναι επίσης και ενα μπανάλ και εύκολο κλισέ των αθλητικογράφων όταν αναφέρονται σε ευρεία ήττα μιας ομάδας που έχει κάτι φτερωτό στο όνομα ή στα σύμβολά της - λ.χ. οι δικέφαλοι αετοί ΑΕΚ και ΠΑΟΚ, οι Πετεινοί της Τότεναμ, το Περιστέρι στο μπάσκετ κ.ο.κ. (Παρ. 5)

  1. Το Λιτσάκι; Το ξεπουπούλιασα, προχτές. Το κωλαράκι τσούζει ακόμα...

  2. Και λοιπόν, είμαστε με τη Νικόλ στο Αύτανδρο ψες και μπαίνουνε δυο τεκνά... έτσι, βλαχαδερά ήτανε αλλά μπάνικα, με δυο γκιόσες, αρραβωνιάρες ήτανε, δεν ξέρω τι ήτανε, να κόψουνε κίνηση θέλανε και καλά, και αρχίζει η Νικόλ το παιχνίδι και να μη στα πολυλογώ, σε μισή ώρα φύγανε, σε μια ώρα νατα πάλι τα τεκνά χωρίς τα βρωμόμουνα και να κεράσουμε ποτό μας λένε, να κεράστε παιδιά... ε, να μη στα πολυλογώ, κατάλαβες, αυτή η περιέργεια τα έφαγε, πήγαμε πάνω στο σπίτι και τα ξεπουπουλιάσαμε, σου λέω, τα ξεπουπουλιάσαμε, σταμάτα μωρή λυσσάρα, της λέω της Νικόλ, άστα τα παιδιά, πρώτη φορά είναι, αλλά αυτή κρατημό δεν είχε, κρατημό...

  3. Aσπρομάλλης γέροντας, με την πλάτη γυρισμένη στον φακό, εξομολογείται ότι παντρεύτηκε μια Oυκρανέζα, που αφού τον ξεπουπούλιασε, «βρήκε έναν γκόμενο» και τον άφησε στους πέντε δρόμους. (από εδώ)

  4. Με τον ΟΤΕ τα έχω από τότε που άλλαξε τον τρόπο τιμολόγησης (κάπου το 1998/1999) και μας ξεπουπούλιασε... Δεν ξεχνάω πόσα μας πήρε τότε με το νταβατζιλίκι του και περιμένω να τον γειώσω με την πρώτη ευκαιρία (ήδη τον έχω γειώσει μερικώς με εναλλακτικό φορέα και φραγή σε μερικά σταθερά). (από εδώ)

5α. Πάλι το ξεπουπουλιάσαμε το δικέφαλο κοτόπουλο. (από εδώ, Ολυμπιακός-ΠΑΟΚ 2-0)

5β. Με στόφα πρωταθλήτριας η Μάντσεστερ... ξεπουπούλιασε τους «πετεινούς». (από εδώ, Μαν.Γ-Τότεναμ 5-2)

5γ. Ο Ολυμπιακός ξεπουπούλιασε τους «Αετούς» της Λισαβόνας. (από εδώ, Ολυμπιακός-Μπενφίκα 5-1)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιτατικό πρόσφυμα της αργκό. Εμφανίζεται σε λέξεις που καταλήγουν ήδη σε συλλαβή με αρχικό ταυ, την οποία και αναδιπλασιάζει με συμπλήρωμα το ίδιο φωνήεν –ή και αναπολλαπλασιάζει για μεγαλύτερη έμφαση.

Σε κάθε περίπτωση η λέξη που προκύπτει τείνει να είναι προπαροξύτονη ή ακόμη και προ-προπαροξύτονη, ιδιαίτερα στην περίπτωση που η λέξη που επιτείνεται είναι επίθετο ή επίρρημα ήδη σε υπερθετικό βαθμό, πιχί, ωραιότατατα (δες ωστόσο σοτοτό). Συνήθως, τέλος, προφέρεται αργά για ακόμη περισσότερη έμφαση.

Προέρχεται φαίνεται από την επανάληψη του ταυ στον υπερθετικό βαθμό επιθέτων και επιρρημάτων σε -τατος και -τατα, η οποία, παρηχητική καθώς είναι, λειτουργεί αποτελεσματικά ως επιτατικό.

Παράβαλε λέμετε, απολελέ και τρελελέ.

Φιλολογικές ανησυχίες

Το -τ- είναι από τα ελάχιστα, αν όχι το μοναδικό ένθημα που απαντιέται στην αργκό. Απ' την άλλη, δεδομένης και της σπανιότητας των ενθημάτων γενικότερα, μπορεί κανείς να μήν το θεωρήσει ένθημα αλλα πάντοτε επίθημα που αναδιπλασιάζει την τελευταία συλλαβή της λέξης, άποψη που εξηγεί και την εμφάνιση προ-προπαροξύτονων, τότε όμως θα οδηγιόταν αναγκαστικά σε γραφές όπως εννοείταιται (βλέπε πρώτο παράδειγμα). Τί μας λέν οι επαΐοντες;...

  1. — Τελικά θα έρθεις αύριο βράδυ στο πάρτι;
    — Ενοείτεται!... Θα λείψει ο Μάρτης απ' τη Σαρακοστή;

  2. — Αλήθεια καύλα μου να σου κάνω ότι θέλω;...
    — Ότι θές εσύ μωρό μου...
    — Ότι, όμως;...
    — Ότιτι λέμε αγόρι μου, έλα!...
    Μισό... [μπλίπ, μπλίπ μπλίπ, μπλίπ, μπλίπ μπλίπ μπλίπ...]
    — ...Τί κάνεις εκεί;...
    — Στέλνω εσεμές στ' αλάνια για να φέρουνε και ούζα μωρό μου... Χέχ!...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Φωνάζω πολύ
  2. Τραγουδάω με φουλ λαρύγγι ή τραγουδάω χάλια
  3. Σλανγκικώς πως: τον παίρνω στο στόμα μέχρι λάρρυγγος γιατί θέλω να το παίξω Λίλιαν αλλά δεν το αντέχω ούτε το κατέχω και τα παίζω και πνίγομαι και γίνομαι ρεζίλι των σκυλιώνε.
  1. (ο δάσκαλος στα παιδάκια)
    Ξελαρυγγιάστηκα να σας λέω τα ίδια και τα ίδια... Πότε θα με ακούσετε επιτέλους!!!

  2. - Πώς πήγε η τσάρκα με τα μπουζουκομούνια χθες;
    - Άσε, μας πήγανε και καλά για πλάκα σε ένα d class κωλάδικο στην εθνική με μια τραγουδιάρα που ξελαρυγγιαζόταν και μας έφυγαν τ' αυτιά...

  3. (ΓΚΑΧ! ΓΚΟΥΧ! ΓΚΜΟΥΧ! ΟΥΓΚΑΧ! ΜΓΚΑΧ! ΜΠΦΦΦΦ!)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το «όχι» στις ηλικίες 6-12 (=/-2)

- Έκανες τα μαθήματα σου για αύριο;
- Ναι!

- Αν σου πάρω παγωτό, θα πάψεις να φτύνεις στο παγωτό του Κωστάκη;
- Ναι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified