Συγκινούμαι βαθιά.

- Αχ Μπάμπη, θυμήθηκα χθες τον σκύλο που είχαμε στο χωριό και με πήραν τα σορόπια, μεγάλη γυναίκα...
- Πάλι μπάμιες;

βλ. και ζουμιά 1.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τεράστια μαλακία-έκφραση, που λανσαρίστηκε από την τηλεοπτική σειρά «Δέκα Μικροί Μήτσοι» του Λάκη Λαζόπουλου (αρχές-μέσα '90). Χρησιμοποιούνταν με την έννοια του «πάμε έξω;».

- Ουφ... το βαρέθηκα το dungeons and dragons... πάμ' πλατεία;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Slang παλαιάς φρουράς. Δηλώνει πώρωση, φανατισμό, και απόλυτη αφοσίωση - κάτι σαν τα ακόμη αρχαιότερα «και ξερό ψωμί» και «ψωμί, ελιά, και Κώτσο βασιλιά».

Μπάοκ και τα μυαλά στα κάγκελα ρε κουφάλες!

(από Khan, 16/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπάτσος. Ιστορικά, προέρχεται από την παλιά (εποχή «είμαι μάγκας & κυκλοφορώ με το ένα μανίκι του σακακιού μου αφόρετο να σέρνεται») μάγκικη έκφραση υπαρξιακής αγωνίας «μπας κι είναι εδώ; μπας κι είναι εδώ;»

(Πολύ παλιός & άρα αδόκιμος όρος για παράδειγμα.)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράφραση του Π.Α.Ο.Κ. (Πανθεσσαλονίκειος Αθλητικός Όμιλος Κωνσταντινουπολιτών). Το λήμμα χαρακτηρίζει τους κάτοικους του βόρειου τμήματος της χώρας (και κυρίως της Θεσσαλονίκης), σύμφωνα με τους κάτοικους του νότιου τμήματος, μιας που οι μεν εκλάμβαναν τη λέξη «ΠΑΟΚ» ως «ΜΠΑΟΚ» όταν την πρόφεραν οι δε (τώρα πια έχει φτάσει να χαρακτηρίζει και γραφικά άτομα από τον νότο που δεν καταλαβαίνουν ότι το αστείο παραπάλιωσε).

- Από Σαλονίκη είπες; ΜΠΑΟΚ-ΜΠΑΟΚ, φιλαράκι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είμαι καταπληκτικός, άπαιχτος, ανεπανάληπτος!

Καλοί οι Satan's Rejects, αλλά οι Censored Sound σπείρανε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βιάζω κάποια συσκευή (της οποίας η λειτουργία δεν ανταποκρίνεται στις επιθυμίες μου) ώστε να την κάνω να δουλέψει, αντί να κάτσω μισό λεπτό να σκεφτώ τι μπορεί να πάει στραβά.

Εκ του Κ.Δ.Ο.Α. (Κτηνώδης Δύναμη, Ογκώδης Άγνοια).

- Άλλαξε cd ρε...
- Δεν ανοίγει το πορτάκι.
- Άλλαξε ρε λέμε!
- Δεν ανοίγει το πορτάκι λέμε! (ΜΠΑΜ! Του το δίνει στο χέρι.)
- Είδες που άνοιξε;
- Το κδόασες ρε αρχιμαλάκα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρατσούκλι των ομάδων περιφρούρησης της ΚΝΕ. Ο όρος επικράτησε μετά το 1997 –όταν οι συγκεκριμένες ομάδες έπαιξαν τον ρόλο των ΜΑΤ στις πορείες για την επέτειο του Πολυτεχνείου, απωθώντας αντιεξουσιαστές και σπρώχνοντάς τους προς τα παρακείμενα ΜΑΤ.

— Πώς ήταν χθες η πορεία;
— Τα κλασικά, μας την έπεσαν τα ΜΑΤ έξω από τη Θεολογική –τα ΚΝΑΤ είχαν αργία χθες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο εντελώς-παντελώς ηλίθιος! Ο απόλυτα εγκεφαλικά νεκρός.

- Την κάνουμε;
- Καλά, είσαι ντιπ στόκος μιλάμε! Τώρα που γεμίζει το μαγαζί ρε;

Βλ. και... παράγωγα: ελ στοκαδόρ, στοκαμπίλιτι, Στόκεμον, καθώς και μπετόβεργα, γκασμάς

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος που περιγράφει τύπο άρρενος που απαντάται στα βόρεια της χώρας (και δη στη Θεσσαλονίκη) και που χρησιμοποιείται μεταφορικά με υποτιμητικό σκοπό.

Εμφανισιακά αναγνωρίζονται από τον συνδυασμό άσπρων καλτσών με μοβ φλάι, το στρατιωτικό κούρεμα, το παπάκι με τη βγαλμένη πόδια και τον ανύπαρκτο σιγαστήρα εξάτμισης, και την πώρωση με τον ΠΑΟΚ (κυρίως, αλλά όχι αποκλειστικά).

(Παραλλαγές: γκάγκουρας, σγκάγκουρας.)

-Φεύγα απ' εδώ ρε σγκάγκουρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified