Ο ανεπρόκοπος, αυτός που δεν έχει χαΐρι.
— Ψήσε ρε μάνα έναν καφέ να ανοίξει το μάτι μου...
— Ουναμ'χαθείς παλιορεμπεσκέ, χαράματα γύρισες πάλι εχτές;
Ο ανεπρόκοπος, αυτός που δεν έχει χαΐρι.
— Ψήσε ρε μάνα έναν καφέ να ανοίξει το μάτι μου...
— Ουναμ'χαθείς παλιορεμπεσκέ, χαράματα γύρισες πάλι εχτές;
Δες και rembesqieu.
Got a better definition? Add it!
Η άσχημη γυναίκα, η ελεεινή, αυτή που δε βλέπεται. Χρησιμοποιείται περισσότερο για να προσβάλει, παρά για να χαρακτηρίσει / περιγράψει. Φυσικά χρησιμοποιείται σχεδόν αποκλειστικά από άντρες και δη από άντρες που είναι το αντρικό ανάλογο της πατσόλας.
Παραλλαγή: πατσόλι.
Got a better definition? Add it!
Πολύ ανδροπρεπής (επίθετο). Συνήθως χρησιμοποιείται με αρνητική έννοια. (Σημειωτέον: η λέξη δεν είναι ελληνικής πρόελευσης, αλλά ισπανικής. Χρησιμοποιείται και σε άλλες γλώσσες λοιπόν, γραφόμενη ως macho.)
Δες ακόμη: αριδάς, χέζω στο δάσος.
Got a better definition? Add it!
Η κατάσταση του να τα έχεις πάρει στο κρανίο.
- Πήγες στρατολογία ρε ή ακόμα;
- Ναι ρε, πέρασα υγειονομικό χθες...
- Καλά;...
- Άσε ρε μαλάκα, μόνο που δε μου ζήτησαν να σκύψω να πιάσω το σαπούνι! Ταπηροκρανίαση λέμε ρε, θα τα 'σπανα όλα εκεί μέσα!
- Εγώ δε μασάω, έχω μπάρμπα στην ΠΑ...
Got a better definition? Add it!
Γνωστό & ως βόμβα - τρόπος καμακιού. Η τακτική με βάση την οποία ο ένας εκ δύο φίλων θυσιάζεται - την πέφτει σε κάποια όχι ιδιαίτερα ελκυστική κοπέλα (μπάζο) - για να φάει καλά ο άλλος - ο οποίος την πέφτει στην ελκυστική φίλη της.
Όσο ο τυχερός ψήνει το γλυκό, ο φαναρτζής κρατάει απασχολημένη την μη-ελκυστική φίλη για να μη ξινίσει η υπόθεση - συγκεκριμένα για να μη ζηλέψει & χαλάσει τη δουλειά, ή για να μη κωλώσει η ελκυστική φίλη να παρατήσει μόνη της την μη-ελκυστική.
- Πάω να την πέσω. Δεν έρχεσαι να κρατάς το φανάρι;
Got a better definition? Add it!
Βιάζω κάποια συσκευή (της οποίας η λειτουργία δεν ανταποκρίνεται στις επιθυμίες μου) ώστε να την κάνω να δουλέψει, αντί να κάτσω μισό λεπτό να σκεφτώ τι μπορεί να πάει στραβά.
Εκ του Κ.Δ.Ο.Α. (Κτηνώδης Δύναμη, Ογκώδης Άγνοια).
- Άλλαξε cd ρε...
- Δεν ανοίγει το πορτάκι.
- Άλλαξε ρε λέμε!
- Δεν ανοίγει το πορτάκι λέμε! (ΜΠΑΜ! Του το δίνει στο χέρι.)
- Είδες που άνοιξε;
- Το κδόασες ρε αρχιμαλάκα!
Got a better definition? Add it!
Κυριολεκτικά, όπιο. Μεταφορικά, απαντάται στην έκφραση κάνε μόκο –η σύνδεση των δύο νοημάτων φαίνεται πολύ παραστατικά στο παρακάτω απόσπασμα από το διήγημα «Παναγία η Ρευματοκρατόρισσα» του Γιώργου Ιωάννου.
Στα μωρά είχαν δώσει μόκο, αφιόνι δηλαδή, κι έτσι δεν κλαίγαν.
Got a better definition? Add it!
Σύμφωνα με το «Λεξικό Της Πιάτσας» του Βρασίδα Καπετανάκη (όπως μνημονεύεται σε ένα site για το ρεμπέτικο), τα λιμά είναι: 1. Κάτω του 8 χαρτιά της τράπουλας, 2. ψιλά κέρματα ή χαρτονομίσματα.
Το πρώτο παράδειγμα παρακάτω είναι από το ρεμπέτικο «Το Παιχνίδι Του Αμερικάνου» (στίχοι Κώστα Σκαρβέλη, ερμηνευμένο αρχικά από την Ρίτα Αμπατζή - ναι, παλιά...) και αναφέρεται σε μία από τις δύο αυτές ερμηνείες.
Μεταφορικά χρησιμοποιείται και ως παραπειστική φλυαρία ή, απλά, μπαλαμούτι. Το δεύτερο παράδειγμα παρακάτω, που αναφέρεται σ' αυτή τη μεταφορική έννοια της λέξης, είναι από το «...καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς» του Χρόνη Μίσσιου. Όπως και το τρίτο, που είναι από το ρεμπέτικο «Δε Παύει Πια Το Στόμα Σου» του Μάρκου Βαμβακάρη.
Με τα λιμά τον έμπλεξα / στο πόκερ στην πασιέντζα / κι όλο το χτένι δούλευε ωχ αμάν / στη ζούλα κι η σκαλέτα.
Καλά, μωρ' αδερφάκι μου, μια κουβέντα είπα και με μαστούριασε στα λιμά.
Δε με κόβεις μάγκα μου βρε πια με τα λιμά σου / δε περνάει αλάνι μου βρε πια για με η μπογιά σου.
Got a better definition? Add it!