Ένας ακόμη νεολογισμός γιά το facebook, λογοπαικτικός και μάλλον απαξιωτικού χαρακτήρος, όπως υπαινίσσεται το δεύτερο συνθετικό του.

Μ' έχει φάει η κόρη μου να μπώ στο φατσιμπούκι. Εγώ όμως βράχος. Προτιμώ να συναγελάζομαι διαδικτυακώς με ανθρώπους «της ημετέρας Κ.Α.Β.Λ.Α.ς μετέχοντας», ήγουν με λεξίκαυλους. Όχι να βγάζω τα σώψυχά μου στον πάσα ένα, έτσι τουρλού και ως έτυχε.

O tempora o mores (από Khan, 01/04/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λογοπαικτικός νεολογισμός με αφετηρία αθλήματα, όπως, το γνωστό από την αρχαιότητα πένταθλον, το μοντέρνο πένταθλο και το πιο πρόσφατο Σπέτσαθλον, διαφήμιση του οποίου απετέλεσε την αφετηρία του παρόντος λήμματος. Υπονοεί κυριολεκτικώς ή μεταφορικώς τη μαλακία.

-Τα 'μαθες; Ο Μανώλης θα πάρει μέρος στο Σπέτσαθλο φέτος.
-Δεν τον έχω. Για πέτσαθλο κάτι γίνεται!

-Πάλι πέτσα έκανε ο Τάσος! Αυτός ρε παιδί μου είναι πρωταθλητής στο πέτσαθλο.

-Ο μικρός μου είπε πως θέλει ν' ασχοληθεί με το μοντέρνο πένταθλο.
-Καιρός ήταν ν' ασχοληθεί και με κάτι άλλο εκτός από το πέτσαθλο!

Το σήμα του Masturbathon με ρωμαϊκή καταγωγή. (από Khan, 02/04/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασική επωδός σε μικρές αγγελίες στη στήλη «απωλεσθέντα»των εφημερίδων, μέχρι και τη δεκαετία του εξήντα, που σήμαινε, ότι υπάρχει αμοιβή γι' αυτόν που βρήκε το χαμένο αντικείμενο.
Τη χρησιμοποιούσαν πολύ συχνά και σε λογοπαίγνια ή χαριτολογίες, όπως στο δεύτερο παράδειγμα.

«Απωλέσθη χαρτοφύλαξ, χρώματος μαύρου, περιέχων έγγραφα, άνευ αξίας δια τον ευρώντα, αλλά χρήσιμα διά τον ιδιοκτήτην του.
Ο ευρών αμειφθήσεται. Τηλ:.......»

Πραγματικό περιστατικό σε νησί των Κυκλάδων, καλοκαίρι, τη δεκαετία του '70.
Η παρέα έχει μαζευτεί στην αφετηρία του λεωφορείου και περιμένει τη Μαρία, η οποία, σημειωτέον, έχει προσκολληθεί στην παρέα και ως σόσιαλ μύδι δεν χαίρει ιδιαιτέρας εκτιμήσεως. Γίνονται διάφορα σχόλια του τύπου: «απωλέσθη Μαρία, ο ευρών αμειφθήσεται», οπότε παρεμβαίνει ο ατακαδόρος της παρέας: «ο ευρών, ας την κρατήσει και αμειφθήσεται», γιά ν' ακολουθήσει ο άλλος ατακαδόρος: «ο ευρών, αν την κρατήσει, να με φτύσετε!»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προσκολλώμαι, γίνομαι σόσιαλ μύδι, μουνόψειρα, στενός κορσές, καβουρογαμόψειρα.
Η πεταλίδα, όπως το μύδι και το στρείδι είναι μαλάκια, τα οποία προσκολλώνται στα βράχια. Μάλιστα, σύμφωνα με τελευταίες έρευνες τα δόντια της πεταλίδας είναι το ισχυρότερο βιολογικό υλικό στη γή, με αντοχή σε πίεση 4,9 GPa και μπορούν να συγκριθούν με τα ισχυρότερα ανθρακονήματα.

Με βάση τα προηγούμενα, δικαίως η έκφραση χρησιμοποιείται από παλιά, κυρίως από τους ανθρώπους της θάλασσας και όχι μόνο. Ο Τσιφόρος, για παράδειγμα την χρησιμοποιεί συχνά και με την ίδια έννοια και μάλιστα δεν την περιλαμβάνει στο ειδικό γλωσσάρι (βλ. του Τσιφόρου...), επειδή προφανώς την θεωρεί αρκετά διαδεδομένη.

Ρε ό,τι και να λέγαμε, είχε πεταλιδώσει και δεν ξεκόλλαγε με τίποτα! Τι να 'κανα κι εγώ; Λέω της Μαίρης:
«Δεν πάμε για ύπνο αγάπη μου, μήπως θέλει να φύγει ο Τάκης;» Ξέρεις τι μου απάντησε το ζώον;
«Α μπα, δε βιάζομαι να φύγω!»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ασχολούμενος κατά κόρον με την χειρωνακτική επεξεργασία του πετσακίου του (βλ. ματώνω το πετσάκι μου).

Λαμβάνει τακτικότατα μέρος εις τους αγώνας του πετσάθλου. Οι αγώνες διεξάγονται κατ' έτος εις την περιοχήν του Πετσόβου (γνωστήν από τας μάχας που διεξήχθησαν κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους, αλλά κυρίως δια τον τυρόν «Πετσοβόνε» τον παραγόμενον από τους αθλητάς του πετσάθλου, τον αποκαλούμενον και «τυρόν του πέους». (Σχετικώς βλέπε λήμματα:ούρδα, τυρί, αλμυρόπουτσα, μυτζήθρα, φετέισον).

Μέγας βυρσοδέψης ο Σαράντης! Του 'δωσ' ο Αλλάχ ένα πετσάκι κι αυτός άνοιξε ταμπαχανέ*! (παλιά Τουρκική παροιμία)

* ταμπαχανές (τουρκ. tabakhane): βυρσοδεψείο. Ο όρος συναντάται ως τοπωνύμιο σε διάφορα μέρη της Ελλάδας: η Ταμπάχνα στη Λειβαδιά, τα Ταμπάχανα στην Πάτρα, αλλά και ως χαρακτηρισμός παραδοσιακών τραγουδιών της Κρήτης. Τα «Ταμπαχανιώτικα», όπως είναι γνωστά, είναι αστικά τραγούδια της Κρήτης που βρίσκονται ανάμεσα στην δημοτική μουσική και στο ρεμπέτικο (υπό την ευρύτερη έννοια).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά: ο φαροφύλακας.

Μέχρι το μεσοπόλεμο οι περισσότεροι φάροι στον ελληνικό χώρο δεν λειτουργούσαν αυτόματα και απαιτούσαν την παρουσία ειδικού προσωπικού για τη λειτουργία τους. Ήταν οι φαροφύλακες ή φαναριέρηδες στην κοινή γλώσσα. Σήμερα με την αυτοματοποίηση των φάρων έχουν απομείνει ελάχιστοι.

Στο λήμμα ο όρος χρησιμοποιείται με μεταφορική έννοια, προϊόν της αχαλίνωτης φαντασίας του «Στεφάκια» (βλ.κώλο-μουνί και πρατιγάρω) και σημαίνει: κρατάω φανάρι με τη γνωστή σε όλους έννοια: διευκολύνω μιάν ερωτική συνεύρεση.

Πραγματικό περιστατικό, αρχές δεκαετίας του '70.
Ο Στεφάκιας ξεψαρίζει τα δίχτυα και βλέπει έναν γνωστο του, που είχε να τον δει κάμποσα χρόνια. Μετά τα συνηθισμένα «τι κάνεις» και τα σχετικά, τον ρωτάει:
«Τι έγινε την πάντρεψες την κόρη;»
«Όχι ακόμα, την αρραβώνιασα.»
«Α, κατάλαβα. Κάνεις το φαναριέρη!»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανωτάτη τιμητική διάκρισις, απονεμομένη δι' εξαιρέτους πράξεις εις τον τομέα της μουνηλασίας. Το έμβλημα του τάγματος είναι μια περικαυλίς, επί της οποίας ελικοειδώς αναγράφεται (Γαλλιστί) το ρητόν: «Honi soit qui mal y copule» όπερ εστί μεθερμηνευόμενον: « Όνειδος εις τον κακώς συνουσιαζόμενον ».
Απονέμονται τιμητικαί διακρίσεις τριών βαθμίδων:
Η ανωτάτη (Α' Τάξεως) συνοδεύεται από τον τίτλον του μαγίστρου της μουνηλασίας ή αρχιγαμίκουλα
Η επομένη βαθμίς (Β' Τάξεως) συνοδεύεται από τον τίτλον του απλού ιππότου της μουνηλασίας ή απλού γαμίκουλα.
Τέλος, η κατωτάτη (Γ' Τάξεως) συνοδεύται από τον τίτλον του δοκίμου ιππότου της μουνηλασίας ή σαβουρογαμίκουλα.

Ο Γιάννης, μέγας γαμίκουλας. του έχει απονεμηθεί το παράσημο του τάγματος της περικαυλίδος Α' Τάξεως.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άντρας (το) ζητάει κι η γυναίκα (το) κρατάει (αγνό και παρθένο).

Γίνεται λογοπαίγνιο με το «Ζητούνι» (παλιά ονομασία της Λαμίας) και το ρήμα «ζητώ», αντίστοιχο με τη φράση «είναι από την πάρω κι όχι απο τη δίνω», όπου γινεται παρήχηση των νησιών των Κυκλάδων Πάρος και Τήνος.

Η φράση περιγράφει με σαφήνεια τα ελληνικά ήθη μέχρι και τη δεκαετία του '60, όσον αφορά στους ρόλους των δύο φύλων και τις προγαμιαίες σχέσεις. Όπως έχουμε δει σε πάμπολλες ελληνικές ταινίες της εποχής, η παρθενιά ήταν η προίκα της κόρης (π.χ. «Ο ατσίδας» ή «το στρίβειν διά του αρραβώνος », όπως τη θυμούνται οι περισσότεροι).

Πάντως μέσα στη δεκαετία του '70 τα πράγματα άλλαξαν, αρχικά με την αποδοχή των σχέσεων μέσα στον αρραβώνα (βλ.το παράδειγμα του λήμματος φαναριέρης και το δεύτερο παράδειγμα του παρόντος λήμματος), για να φτάσουμε σε ραγδαίες αλλαγές προς τα τέλη της δεκαετίας αυτής.

Υπήρξα «αυτήκοος μάρτυς» των παραδειγμάτων που ακολουθούν και τα μεταφέρω όσο πιο πιστά μπορώ.

Η μάνα του γαμπρού (κάπου στα τέλη της δεκαετίας του '60) διηγείται για τα (ανεπιθύμητα γι' αυτήν) παντρολογήματα του γιου της:

- Τι να κάνουμε; Αφού την «πείραξε» θα την πάρει. Κι εκείνη όμως έπρεπε να την κρατήσει τη βράκα της. Ο άντρας είναι απ' το ζητούνι κι η γυναίκα απ' το κρατούνι.

Το δεύτερο παράδειγμα (στις αρχές του '70) δεν περιέχει τη φράση αλλά είναι σχετικό με την προαναφερθείσα αλλαγή των ηθών.

Ο πατέρας της νύφης, όταν τον ρωτούν «πότε με το καλό ο γάμος», απαντά (με δόση αυτοσαρκασμού):

«Ο γάμος έχει γίνει! Η στεφάνωση θα γίνει το Πάσχα.»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο (καθ' έξιν) συνδαιτυμών ομαδικών ερωτικών συνευρέσεων.

Πραγματικό περιστατικό κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής μου θητείας.
Η Ρ. (πολιτική υπάλληλος της στρατιωτικής υπηρεσίας) απευθύνεται στο Ν. (επίσης πολιτικό υπάλληλο, γνωστό για τις ακροδεξιές του απόψεις, με σκοπό να τον πειράξει):
- Δε μου λες Ν., είσαι και συ παρτιζάνος;
- Όχι, εγώ είμαι παρτουζάνος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετη λέξη από γκουρμέ+αηδία. Είναι το αποτέλεσμα αποτυχημένης προσπαθείας γαστριμαργικού νεωτερισμού, όπου συνήθως δίδεται ιδιαιτέρα προσοχή εις το φαίνεσθαι και το τελικόν προϊόν είναι μή βρώσιμον. Είναι το αντώνυμο της γκουρμεδιάς

-Μας έστειλε ο Λάκης σ' ένα ρεστωράν και καλά ψαγμένο, nouvelle cuisine και έτσι. Μας φέρανε κάτι γκουρμεδίες που δεν τρωγόταν με τίποτα. Και πληρώσαμε κι ένα σκασμό λεφτά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified