Ηρεμώ, ησυχάζω.

Μόλις ξάπλωσα μαϊνάρισε ο πόνος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βαριέμαι, πλήττω. Καμιά φορά αηδιάζω από ανθρώπους και καταστάσεις.

  1. Ουφ μπαίλντισα όλη μέρα μέσα! Θα πάω μια βόλτα.
  2. Μπαίλντισα από όλους σας! Άι στο διάολο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκσπερματώνω.

Την επήδαγε, την επήδαγε ώσπου χυσεντερίστηκε και πήγε στο διάολο (από μνήμης οτι θυμάμαι από κάποιο μυθιστόρημα του Ν.Καζαζντάκη).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πολυγαμημένος και ταλαιπωρημένος γυναικείος κόλπος, ο οποίος από τα πολλά πουτσίδια έχει ανοίξει και έχει χαλαρώσει σαν ξεφούσκωτη σαμπρέλα. Ο όρος χρησιμοποιείται και απαξιωτικά για τη γυναίκα που αλλάζει συχνά εραστές.

  1. Τι να γαμήσω ρε Γιώργο από τη γυναίκα μου πλέον; Σα σαμπρέλα είναι το μουνί της!

  2. Μ' αυτή τη σαμπρέλα πήγες και παντρεύτηκες; Νά μαλάκα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

π'τσίδ' (ενικός), π'τσίδια (πληθ.)

Το γαμήσι στην κυριολεξία. Μεταφορικά το πάθημα, το κυνηγητό που τρώει κάποιος.

  1. Της έριξα κάτι π'τσίδια Μήτσο της Μάρως χτές βράδυ, τι να σου λέω τώρα!

  2. Άμα τονε βρεις τον κλέφτη να τον αρχίσεις στα π'τσίδια να μάθει άλλη φορά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καλοπέρασε όλη τη ζωή του, χωρίς να νοιάζεται για το αύριο αλλά πέθανε, λόγω ακριβώς της ζωής αυτής, στην ψάθα, πικραμένος και μόνος μην αφήνοντας περιουσία ή χρήματα πίσω του.

-Τι έγινε ρε συ αυτός ο αρχοντάθρωπος ο καπτάν-Νικόλας; Τονε βρήκανε τέζα μες στα ποντίκια;
-Άστα ρε Δημήτρη. Καλή ζωή, σκατά διαθήκη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός/αυτή που γαμιέται ή/και γλύφει (κυριολεκτικά ή μεταφορικά) για να ανέβει κοινωνικά/οικονομικά.

- Τον είδες το πιτσιρικά; Τον έκανε τμηματάρχη σε 6 μήνες η διευθύντρια...
- Χμ είναι αυτός ένας γαμιοσάλιαγκας!

(από σφυρίζων, 04/12/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτή που γλείφει γυναικεία μουνιά, η πρόστυχη, η έκφυλη γυναίκα.

- Πω ρε Γιώργη είδες πώς βγάζει τη γλώσσα της;
- Ναι... μεγάλη μουνογλείφτρα...

(από σφυρίζων, 04/12/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φανταστική φιγούρα για να τρομάζουν και να τρώνε τα παιδιά το φαΐ τους.

- Έλα Βαγγελάκη φας το αυγό σου γιατί θα έρθει ο αχλαπλούχλης!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που όπου βρεθεί κι όπου σταθεί κοιτά τα γυναικεία βυζιά σε σημείο που του τρέχουν τα σάλια. Είναι έτοιμος να ξοδέψει πολλά λεφτά για να χουφτώσει ένα ζευγάρι μεγάλα βυζιά. Τη γυναίκα του τη διάλεξε λόγω των μεγάλων βυζιών της κι ας του βγήκε καραπουτάνα και σπάταλη. Τα βυζιά στο μυαλό του λαμβάνουν θείες διαστάσεις και αποτελούν αντικείμενα λατρείας και λόγου ύπαρξης. Υπάρχουν σαφείς προεκτάσεις στα μητρικά βυζιά, τα οποία αποτελούν σύμβολο τροφής, ασφάλειας και σταθερότητας σε τελική ανάλυση.

- Κοίτα ρε πως τρέχει πίσω από τη Γιάννα...
- Κλασσικός βυζόδουλος παιδάκι μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified