Η βρωμιάρα, ελεεινή γυναίκα ή και άνδρας που συμπεριφέρεται ύπουλα και απαίσια.
''Με κάρφωσε στο αφεντικό ότι άργησα το μουνόπλυμα''!
Η βρωμιάρα, ελεεινή γυναίκα ή και άνδρας που συμπεριφέρεται ύπουλα και απαίσια.
''Με κάρφωσε στο αφεντικό ότι άργησα το μουνόπλυμα''!
Got a better definition? Add it!
Κατά μεταφορική έννοια όταν ο άλλος σε εκνευρίζει γιατί κάνει το άσπρο-μαύρο.
Απορώ γιατί δεν καταλαβαίνει οτι δεν πάμε με άσπρα ρούχα σε κηδείες. Τι να πω ρε παιδί μου; Ή στραβή είναι η πούτσα μου ή στραβός ο κώλος του!
Got a better definition? Add it!
Η σιγανοπαπαδιά, η χαμηλοβλεπούσα που θα πετύχει αθόρυβα το σκοπό της, εκδίδοντας και το σώμα της αν χρειαστεί, και θα σου φέρει και μια μαχαιριά πισώπλατα άμα της δοθεί δυνατότητα.
-Είδες; Με δυο πτυχία και διδακτορικό του'φαγε του Γιώργου τη θέση του διευθυντή η ψωλοπιπίτσα.
- Σου φαίνεται περίεργο; Αφού όλο του πέταγε τις βυζάρες της στη μούρη του αφεντικού!
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!
Κυριολεκτικά χρησιμοποιείται για τη γυναίκα που αρέσκεται σε στοματικό σεξ, όχι απαραίτητα με τον νόμιμο σύντροφό της, με χαρακτηριστική κατάποση-απόκρυψη εντός της στοματικής κοιλότητας και του ανώτερου τμήματος του οισοφάγου ολόκληρου του πέους. Η όλη πράξη συνοδεύεται από χαρακτηριστικό ήχο πνιγμονής.
Κατά μια μεταφορική έννοια χρησιμοποιείται μεταφορικά για την πονηρή, πανούργα γυναίκα που δε θα δίσταζε να χρησιμοποιήσει και αυτό τον τρόπο για να πετύχει τους δόλιους σκοπούς της.
"Πω πω ρε Βλάση με πέθανε η Λίτσα χτες βράδυ, τι τσιμπουκοπνίχτρα αδερφάκι μου!"
Του'φαγε του γέρου όλη την περιουσία η τσιμπουκοπνίχτρα!
Got a better definition? Add it!
σφουτζουρίζω ή σφετζουρίζω
Τα ρίχνω στη μούρη κάποιου, τον μουτζώνω, τα παρατάω.
Τον βαρέθηκα κάποια στιγμή με τη τσιγγουνιά του και του τα σφουτζούρηξα στη μούρη.
Τι κάθεσαι εκεί μέσα; Δεν τους τα σφετζουρίζεις όλα στη μούρη να ησυχάσεις;
Got a better definition? Add it!
Ουσιαστικά πρόκειται για τον παπάρα αλλά κάνει μεγαλύτερο θόρυβο, σα ράπισμα, με τον συγκεκριμένο τονισμό, που είναι παράλληλα, εκτός από υβριστικός, και περιπαικτικός δίνοντας μια αίσθηση ανώτερων βλαχογαλλικών.
Ε άναψε πράσινο... Ρε παπαριάν θα ξεκινήσεις επιτέλους ;
Got a better definition? Add it!
Αυτός/ή/ό που κάνει εξυπνάδες, κουταμάρες, παίρνει πρωτοβουλίες και τρώει τα μούτρα του, κάνει ολοένα γκάφες. Θα μπορούσε να είναι συνώνυμο με το παιδί κουμπί.
Μμμ πάλι γελάνε μαζί του... Παιδί τσαμπούνα σου λέω!
Got a better definition? Add it!
Ο μαλάκας, αυτός που λέει κουβέντες στον αέρα και κάνει πράγματα στο γόνατο, ο τεμπέλης, ο ανεύθυνος άνθρωπος.
Άστον μωρέ τον ψωλοτρίφτη, ένα αυγό δεν ξέρει να βράσει!
Got a better definition? Add it!
Στάσου, περίμενε.
Στέκα να πάρω τον τραχά και θα δεις τι θα πάθεις ανεπρόκοπε!
Got a better definition? Add it!