Σημαίνει ό,τι και το βλάκας, αλλά με έντονο το στοιχείο της υποτίμησης.

Τι μας τα πρήζει μωρέ ο βλακάκος με τις ιστορίες του; Αυτός δεν ξέρει τι του γίνεται, το παίζει και εμπειρία;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ της υγράνσεως του γυναικείου κόλπου κατά την σεξουαλικήν διέγερσιν, υποδηλώνει μεταφορικώς και με τρόπον ενθουσιώδη κάτι που είναι πολύ καλό, τέλειο. Συνώνυμα: (μες την) καύλα, τζετ, τζιτζί.

(Γιάννης) - Έχω βάλει τις μπύρες στην κατάψυξη και είναι μπουμπουνιστές! (Βαγγέλης) - Μούσκεμα είσαι!

βλ. και στάζω, τσουπλί

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο σε υπερβολικό βαθμό φανερά ομοφυλόφιλος, ο κραγμένος.

- Αμ ο άλλος που έκανε να πούμε την παρουσίαση; Τι τελειωμένη αδερφάρα είναι αυτή ρε;; Ούξω πούστη κι άσχημε, γαμώ την τρέλα μου γαμώ!! Τι 'ν' αυτά ρε;; (ελεύθερη απόδοση δηλώσεων του μέγιστου Γιώργου Γεωργίου στην εκπομπή του μετά τη Eurovision 2006)

απ\' τα χειρότερα σεξιστικά παραληρήματα που έχω ακούσει. (από jesus, 25/09/10)μέρος 2ον. (η ξανθιά πάντως είναι μούναρος) (από jesus, 25/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μεγάλη αντρική κοιλιά που οφείλεται στην υπερβολική κατανάλωση μπύρας (στα γερμανικά: der Bierbauch).

- Ω ρε κάτι μπυροκοιλιές που έχουμε κάνει! Τι παρακμή είναι αυτή;
- «Άντρας χωρίς κοιλιά, γυναίκα χωρίς βυζιά»!

(από poniroskylo, 13/05/08)

Βλέπε και μπυροκοιλιακοί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι κοιλιακοί που σχηματίζονται όταν κανείς αντί να πηγαίνει στο γυμναστήριο, κοπροσκυλιάζει και πίνει μπύρες. Είναι παράγωγο της λέξης μπυροκοιλιά.

- Καιρό έχω να σε δω στο γυμναστήριο! - Άσε, έκανα μπυροκοιλιακούς... Κάθε βράδυ πίτσα, μπύρα και DVD!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Μπαίνω στη θέση μου.
  2. Ξεθυμαίνω, ξεχαρμανιάζω, ηρεμώ, χαλαρώνω, έρχομαι στα ίσα μου.
  1. - Πολύ γκομενάρα το έπαιζε, της έριξε όμως ο Τάκης ένα φτύσιμο και ίσιωσε!

  2. - Αγάπη μου, έχω υπερένταση... Δεν μπορώ να κοιμηθώ...
    - Να σου ρίξω ένα γαμήσι να ισιώσεις; (Ο σύζυγος ήταν ο Γκουσγκούνης)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρουφιανεύω / καταδίδω κάποιον.

- Αυτός ο ρουφιάνος ο Βασίλης με έδωσε στεγνά! Είπε στη δικιά μου πως με είδε να χαμουρεύομαι με άλλο γκομενάκι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πέρα από την κυριολεκτική του χρήση για την διείσδυση στο σεξ χωρίς ύγρανση ή λίπανση, μεταφορικά χρησιμοποιείται για να χλευάσει μια επώδυνη κατάσταση.

- Πέντε γκολάκια φάγατε, ασάλιωτα σας πήγαμε ρε κακομοίρηδες!

(από Khan, 16/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πέφτω με φόρα πάνω σε κάτι και τρώω τα μούτρα μου. Από τα γερμανικά βομβαρδιστικά του B' Παγκοσμίου Junkers Ju 87, γνωστά ως Stukas (από τη λέξη Sturzkampfflugzeug, δηλ. πολεμικά αεροπλάνα κάθετης εφόρμησης).

- Ρε τον γιωτά, είχε κολλήσει να κοιτάζει τη γκόμενα και στούκαρε πάνω σε μια κολώνα!

Βλ. και στούκα

H τελευταία τους συναυλία που είδα ήταν στο Καπάνι μαζί με 3-4 ακόμα γκρουπ και ήταν αφιερωμένη σε αυτόχειρα φίλο τους. Σύμφωνα με τον Pluto, αυτός "έβαλε το "Motorcycle emptiness" στο κασετόφωνο, πάτησε τέρμα το γκάζι και στούκαρε".

από το mic.gr

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πέφτω, γκρεμοτσακίζομαι, τρώω σούπα. Ο περιφραστικός τύπος είναι τρώω σαβούρα.

- Τι έπαθες και είσαι γεμάτος λάσπες;
- Άσε, έτρεχα να προλάβω το λεωφορείο και σαβουριάστηκα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified