Ο νεκροθάφτης ή κατ' επέκτασιν αυτός που δουλεύει στον χώρο της εργολαβίας κηδειών (π.χ. ο ιδιοκτήτης γραφείου κηδειών, αυτός που τραγουδάει σε κηδείες κτλ). Προφανώς λέγεται κοράκι όχι μόνο για το μαύρο κουστούμι που απαραίτητως φοράει, αλλά και επειδή όποτε πεθαίνει κάποιος, αυτός έχει δουλειά (όπως τα κανονικά κοράκια δηλαδή).

- Φίλε ξέρεις τι λεφτά καθαρίζει ο Σωτήρης;
- Ποιος, το κοράκι;
- Ναι ρε, η πιο σίγουρη δουλειά σου λέω... Αφού με τους σεισμούς του '81 έχτισε πολυκατοικία ο Σωτηράκης!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έχω εισόδημα, βγάζω λεφτά. Ίσως να έχει κάποια σχέση με το καθαρό/ακαθάριστο εισόδημα.

- Πώπω, δεν μου φτάνουνε τα λεφτά ρε γαμώτο...
- Μιλάς κι εσύ ρε παπάρα, που ακόμα δεν διορίστηκες και καθαρίζεις 1400 ευρώ τον μήνα;! Για ρώτα κι εμάς που παίρνουμε 650 κι άμα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γλαφυρότατη ποιητική έκφραση. Λέγεται τόσο μεταξύ φίλων για πείραγμα, όσο και εναντίον σιτεμένων ανδρών που προσπαθούν να πάρουν τα γκομενάκια από τους νεότερους.

  1. - Τι έγινε Αρούλη, άσπρες τρίχες βλέπω στα μαλλιά σου...
    - Έλα μωρέ, δυο τριχούλες είναι όλες κι όλες...
    - Άσπρα μαλλιά στην κεφαλή, κακά μαντάτα στην ψωλή!

  2. - Κοίτα ρε τον μαλάκα τον πουρέιντζερ που ζαχαρώνει τα πιπινάκια μας...
    - Άσε ρε, μην τρελαίνεσαι: άσπρα μαλλιά στην κεφαλή, κακά μαντάτα στην ψωλή...

Βλ. και σχετικό (αντίθετο) λήμμα μαλλί βαμβάκι, ψωλή φαρμάκι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οπαδός της μουσικής gothic, που αποτελεί παρακλάδι της post-punk. Το θηλυκό είναι: η γκοθού.

Πρόκειται για άτομο με πολύ μεγάλη θλίψη: η ζωή του είναι χάλια και όλα του φαίνονται κατάμαυρα. Αν αυτό σας θυμίζει τα σύγχρονα emo, σκεφτήκατε πολύ σωστά! Βέβαια στο γκόθικ γράφανε και κανένα κομμάτι της προκοπής (αν και πεθαμενατζίδικο) που και που, ενώ στο emo, άστα να πάνε...

Η ανωτέρω μελαγχολική/ρομαντική θεώρηση της ζωής δημιουργεί ένα θέμα: σε αντίθεση με την ζοφερή π.χ. Γερμανία, όπου και ξεκινήσαν όλα αυτά , εδώ στην Ελλάδα έχουμε πολύ ήλιο για τέτοιες στεναχώριες. Ο γοτθικός ρυθμός δεν ευδοκίμησε ποτέ στα μέρη μας, γεγονός που κάνει τον Έλληνα γκοθά να μοιάζει με ψάρι έξω απ' το νερό... Θα αυτοκτονούσε σίγουρα, αν δεν ήξερε κατά βάθος ότι όλη αυτή η μελαγχολία είναι θέμα μόστρας και μόνο.

Στα πιο πιπεράτα ζητήματα, οι γκοθούδες διατυμπανίζουν την σεξουαλική τους απελευθέρωση, ενώ επίσης είναι οι μόνες που εκτιμούν τον αβυσσαλέο ερωτισμό που αποπνέουν οι σουβλεροί κυνόδοντες. Έχοντας φετίχ με τον κόμη Δράκουλα, τους αρέσει να δαγκώνουν τα θύματα/εραστές τους, να τις δαγκώνουν αυτοί, ή εν πάσει περιπτώσει να κάνουν αλλαξοδοντιές. Πάντως οι γκοθούδες, αν δεν τους κάτσει κανένας μάτσο βαμπίρίκουλας, εκτιμούν πολύ το ανδρόγυνο λουκ στους άνδρες (κι άλλη ομοιότητα με το emo).

Ενδυματολογικές προτιμήσεις: μαύρα ρούχα συνδυασμένο με άσπρο (του θανατά) μέικ απ. Πολύ παίζουν και τα ρούχα από πολυέστερ, που θυμίζουν S/M καταστάσεις (η αχαλίνωτη σεξουαλικότητα που λέγαμε). Άλλη προτίμηση είναι επίσημο κουστούμι για τους γκοθάδες και νυφικό για τις γκοθούδες, γιατί κάπου ακούσανε ότι αν τα τινάξουνε, με αυτά τα ρούχα θα τους θάψουνε (άμωμοι οι εν οδώ, αλληλούια).

Όσον αφορά το ποτό, ο σωστός γκοθάς πίνει οτιδήποτε μοιάζει με αίμα: μαυροδάφνη, κόκκινο κρασί, στην ανάγκη και βυσσινάδα...

Λοιπά κολλήματα: διακοσμητικοί σταυροί, δισκοπότηρα, νεκροκεφαλές κτλ, ρομαντική λογοτεχνία του 19ου αιώνα, ταινίες τρόμου, επισκέψεις/φωτογραφήσεις στα νεκροταφεία (κατά προτίμηση τη νύχτα και με πανσέληνο).

- Πάμε στο Dark Sun να χαζέψουμε γκοθάδες;
- Μέσα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στέλεχος της Νέας Δημοκρατίας και υποψήφιος βουλευτής. Το επώνυμό του μάλλον στέκεται τροχοπέδη στις πολιτικές του φιλοδοξίες, αν και το παιδί μπήκε από νωρίς στα μπετά: έπαιζε τον μικρό Μητσοτάκη ήδη από το 1977, στην ΟΝΝΕΔ... Όποιος θέλει να θαυμάσει αυτήν την χαρισματική πολιτική φυσιογνωμία, ας επισκεφθεί το site του.

Πάντως η ιστορία τον δικαίωσε: από τότε που το όνομά του έγινε γνωστό, είναι πλέον συνώνυμο των εκφράσεων παίρνω τον πούλο και την πουλεύω, δηλαδή φεύγω (βιαστικά). Αν και στο βιογραφικό του δεν γράφει τίποτα γι' αυτό... Περίεργο...

- Τι ώρα πήγε ρε παιδιά;
- Εντεκάμιση.
- Ωχ, θ' αργήσω... Τομπούλογλου!

(από Cunning Linguist, 22/04/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται αλλιώς ο μποντιμπιλντεράς, επειδή το σώμα του είναι αποτέλεσμα χτισίματος (δηλαδή body building).

Συνώνυμα: μποντέος, σφίχτης, σφίχτερμαν, πρησμένος, σβάρτσος.

(επιστρέφοντας από το γυμναστήριο)
- Μάνα, βράσε μου έξι αυγά!
- Γιατί τόσα πολλά παιδάκι μου;
- Θέλω να φάω πρωτεΐνη... Χτιστός θα γίνω μέχρι το καλοκαίρι!
- Μη χειρότερα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά το εργατοπατέρας: είναι ο παλιός μεταλλάς που πουλάει ιστορία στους νέους. Ο εν λόγω μεταλλοπατέρας βέβαια μπορεί να έχει φάει τη ζωή του ακούγοντας μπούρδες και να μην έχει ακούσει τίποτε άλλο εκτός από κάποια συγκεκριμένα παρακλάδια του μέταλ (τα άλλα είδη μουσικής δεν προβλέπονται καν). Παρόλα αυτά έχει φροντίσει να γνωρίζει διάφορα συγκροτηματάκια που δεν τα ξέρει (δικαίως) ούτε η μάνα τους κι έτσι γίνεται ψαρωτικός προς τους άπειρους βαφτίζοντάς τα καλτ, underground κτλ...

Βέβαια υπάρχουν και κάποιοι μεταλλοπατέρες που θα άξιζαν αυτόν τον χαρακτηρισμό γιατί διαθέτουν όντως γνώσεις και δεν είναι κολλημένοι... Επειδή όμως το heavy metal δεν είναι ΚΚΕ οι οδηγητές είναι περιττοί, ιδιαίτερα δε αν διαθέτουν και υφάκι!

- Τι είναι αυτό που παίζει;
- Tysondog. Καλά δεν τους ξέρεις;
- Όχι, θά' πρεπε;
- Ε αφού είσαι καυλοπιτσιρικάς, που να τους ξέρεις!
- Βρε σάλτα και γαμήσου μεταλλοπατέρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται με αρνητική σημασία για να περιγράψει το ύφος (και συνεπακόλουθα τη συμπεριφορά) ενός ατόμου. Το υφάκι αυτό είναι κάπως, δηλαδή μπορεί να είναι ψωνισμένο, εχθρικό, δεσποτικό κτλ... Σίγουρα πάντως, ακόμη και όταν τα προσχήματα τηρούνται, κάτι δεν πάει καλά με αυτό το ύφος και με αυτόν που το έχει.

  1. - Για πήγαινε να μου πάρεις μια εφημερίδα!
    - Δεν κατάλαβα, τι υφάκι είναι αυτό; Να πας να την πάρεις μόνος σου!

  2. - Είδες υφάκι μπλαζέ ο Άλκης;
    - Πολύ κωλοπαίδι κατάντησε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το γαλλικό blasé: ο αδιάφορος, ο ασυγκίνητος, ο αναίσθητος. Πολύ συχνά χαρακτηρίζει το ύφος κάποιου (ύφος μπλαζέ).

  1. - Καλό το γκομενάκι του Μπάμπη;
    - Καλό είναι, αλλά έχει ένα υφάκι μπλαζέ που μου τη σπάει πολύ... Την κόβω για μεγάλη ψωνάρα!

  2. (από το διαδίκτυο, κριτική ταινίας-αμερικλανιάς)
    «Καινούριο γκομενάκι πιάνει δουλειά στο σουπερμάρκετ και αναστατώνει τη ζωή μπλαζέ υπαλλήλου, κάνοντάς τον να θέλει να σπάσει το σερί συναδέλφου στο Hall of Fame του καταστήματος, για να κερδίσει τον τίτλο του υπάλληλου του μήνα, και να δει το βρακί της κοπελιάς.»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μένω ατιμώρητος για κάτι που έκανα, δεν υφίσταμαι τις αρνητικές συνέπειες που θα μπορούσα να έχω από κάποια πράξη μου.

  1. - Καλά ρε μαλάκα, σε όλες τις εξετάσεις εσύ αντιγράφεις και βγαίνεις λάδι... Εμένα με την πρώτη με τσακώσανε!
    - Ε αφού είσαι γκαντέμης αγόρι μου, τι να σου κάνω;!

  2. - Έναν μήνα μας ζαλίζανε με το σκάνδαλο Ζαχόπουλου και τελικά τι έγινε; Όλοι βγήκανε λάδι!
    - Ε, τι περίμενες εσύ; Παπαριές μανίτσα μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified