Εκ της υγράνσεως του γυναικείου κόλπου κατά την σεξουαλικήν διέγερσιν, υποδηλώνει μεταφορικώς και με τρόπον ενθουσιώδη κάτι που είναι πολύ καλό, τέλειο. Συνώνυμα: (μες την) καύλα, τζετ, τζιτζί.

(Γιάννης) - Έχω βάλει τις μπύρες στην κατάψυξη και είναι μπουμπουνιστές! (Βαγγέλης) - Μούσκεμα είσαι!

βλ. και στάζω, τσουπλί

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει ό,τι και το βλάκας, αλλά με έντονο το στοιχείο της υποτίμησης.

Τι μας τα πρήζει μωρέ ο βλακάκος με τις ιστορίες του; Αυτός δεν ξέρει τι του γίνεται, το παίζει και εμπειρία;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην κυριολεξία αυτός που κατά την ερωτική συνεύρεση δεν έχει αρκετή στύση. Μεταφορικά χρησιμοποιείται ως απαξιωτικός χαρακτηρισμός.

  1. - Αυτόν τον καιρό είμαι πολύ ντεκαυλέ...
    - Τι, δεν γαμάς καθόλου;
    - Γαμάω μωρέ, αλλά είμαι μαλακοκαύλης.

  2. - Κοίτα τον Γιώτη, πάλι σε γκόμενα την πέφτει! - Τι πηγαίνει μωρέ ο μαλακοκαύλης; Αφού όλο χυλόπιτες τρώει!

Βλ. και κάμα σούπα, μαλακογάμης, -καύλης

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά το γαλλικό ντεφορμέ (= εκτός φόρμας), χρησιμοποιείται για περιόδους όπου κάποιος δεν έχει ιδιαίτερη όρεξη για σεξ.

- Πωω, αυτές τις μέρες τις θέλω όλες... Κοντεύει να μου στρίψει σου λέω!! - Μπα, εγώ ειμαι ντεκαυλέ τώρα τελευταία...

βλ. και ξενερουά, αντισέξ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο βαρετός άνθρωπος που δεν διαθέτει φαντασία να κάνει τίποτε άλλο εκτός από πράγματα ρουτίνας. Είναι συνώνυμο των μαμούχαλος, μούχλας και μονόχνωτος.

Η Κατερίνα κουβάλησε με τα χίλια ζόρια τον μουντρούχο τον αρραβωνιαστικό της στο πάρτυ, αλλά μάταιος κόπος... Αυτός καθόταν σε μια γωνιά και δεν μιλούσε σε κανέναν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που βαριέται να κάνει οτιδήποτε διαφορετικό από αυτά που κάνει κάθε μέρα. Συνώνυμο των μούχλας και μουντρούχος.

- Έλα ρε μαλάκα, ξεκόλλα από το σπίτι και πάμε για καμιά μπύρα! - Άστο καλύτερα, θέλω να κοιμηθώ νωρίς απόψε. - Μα τι μαμούχαλος που είσαι ρε πούστη μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δηλώνει άσκοπη πολυλογία ή ψευτιές. Έχει σημασία παρεμφερή με τα μα-μου ιστορίες και παπαριές μανίτσα μου.

Ήρθε η πρώην μου και με άρχισε στα «εγώ δεν σε ξέχασα ποτέ» και μπούρου-μπούρου μαλακίες!

Βλ. και μπλα μπλα, μπίρι-μπίρι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πουρό που προσπαθεί να ντύνεται και να συμπεριφέρεται σαν καυλοπιτσιρικάς teenager και το μόνο που καταφέρνει είναι να γίνεται γελοίος. Κάτι σαν τον Κωνσταντάρα στον «Τρελοπενηντάρη» δηλαδή...

- Κοίτα ποζεριές ο πουρέιντζερ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πιτσιρικάς που ενθουσιάζεται υπερβολικά και είναι συνέχεια στην τσίτα, λόγω της άγνοιας και των αντοχών της νεαρής του ηλικίας. Επίσης χρησιμοποιείται με τη μεταφορική του σημασία, ως χαρακτηρισμός για μεγαλύτερα άτομα που συμπεριφέρονται κατ'αυτόν τον τρόπο.

Επίσης λέγεται υποτιμητικά για άτομα μικρής/μικρότερης ηλικίας, με την έννοια του «μικρός και άπειρος».

  1. - Ε ρε λύσσα οι καυλοπιτσιρικάδες, περίμεναν μέσα στον ήλιο από το μεσημέρι για να πιάσουν θέση μπροστά στους Iron Maiden!

  2. - Έχω αγοράσει το «Dance of death» των Maiden σε βινύλιο, CD, κασσέτα, DVD και bootleg!
    - Ξεκόλλα ρε μαλάκα Ρένο, ολόκληρος μαντράχαλος και τους τα ακουμπάς για την κάθε παπαριά σαν καυλοπιτσιρικάς!

  3. - Γεμάτη καυλοπιτσιρικάδες είναι η Ίος να πούμε...
    - Ναι... Βέβαια πριν από πέντε χρόνια που ήμασταν κι εμείς, δεν μας πείραζε...
    - Πάει, πουρέψαμε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λέμε όταν κάτι γίνεται βαρετό και μονότονο. Όταν δηλαδή αρχίζει και κουράζει, αλλά με αντικατάσταση των ζ με δ για να προκληθεί ο γέλωτας.

(...μετά από μια μακρά ανάλυση της αναγεννησιακής μουσικής)
- Και κάπου πάλι διάβασα πως το λαγούτο στην Αναγέννηση...
- Αρχίδει και κουράδει!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified