Είσαι κραυγαλέα απάτη. Τόσο εξόφθαλμα ψεύδεσαι γι'αυτό το άλλο που προσπαθείς να περάσεις πως είσαι, που απέχει παρασάγκας από την πραγματικότητα. Εμπλέκεσαι σε καλοστημένες απάτες, καλοδουλεμένες οφθαλμαπάτες και (προσπαθείς να) δημιουργείς πειστικό σκηνικό για να στεγάσει αληθοφανώς την παράγκα σου. Συνήθως περνιέσαι για μεγάλος στα λόγια και ανύπαρκτος στα έργα - κυρίως φημίζεσαι για τις επιδόσεις σου ως εραστής. Άλλος τομέας κοινωνικών δραστηριοτήτων που σε συναρπάζει: οι επιχειρήσεις. Αν και είσαι άφραγκος Ωνάσης, την πουλάς γουστόζικα την παραμύθα και χαραμίζεσαι που δεν τό' χεις σκεφτεί να κάνεις καρριέρα πολιτκού, όπου επιβάλλεται να λες ψέμματα και λόγω ασυλίας να μην τις τρως. Έστω κι έτσι όμως, κάνεις το κομμάτι σου και είσαι μια όαση γέλωτος για τον βαρύθυμο και καταθλιπτικό κοσμάκη της σήμερον. Παλιάτσος, που εναλλακτική επαγγελματική πορεία θα μπορούσε να είναι σε ουάν στάντ κόμεντυ. Τέλος, εννοείται πως εκτός από θεοκόμματος είσαι και σφίχτης, παρότι το γυμναστήριο το βλέπεις μόνο μέσα από διαφημιστικά φυλλάδια. Προσπαθείς να πουλήσεις μούρη και τον παίρνουν χαμπάρι ως κι οι πέτρες (τον παραποιημένο εαυτό σου). Παρ΄ολα αυτά συνεχίζεις απτόητος κι ούτε που σε νοιάζει το δούλεμα πίσω - ή και μπροστά - απ 'την πλάτη σου .Είσαι η επιτομή του τιραμισουρεαλισμού (ερήμην σου;), ο "να μην κάνουμε, να μη λέμε κι όλας;".


1. - Και που λες, τέζα το γκομενάκι... Να τη βλέπεις τη μοντέλα να σπαρταράει στην αγκαλιά μου και να εύχεται να μην τελειώσει... Πςςς... Πόρωση...
- Ίσα, ρε Τέλη... Κατούρα και λίγο... Και γω σου λέω πως είσαι φάβα... καλό το δούλεμα, αλλά δεν υπάρχει απόδειξη γι' αυτά που λες...
2. - Και τί νόμιζες; Πως αν δεν ήθελα εγώ δε θα το είχα πάρει το άιφον το 6+ στα 128 γκίγκα; Αλλά δεν αξίζει... Για να περάσεις μουσική σου μέσα είναι ολόκληρη μανούρα... Ξέρεις πόσα βγάζω το μήνα; Αλλά δεν τα μπορώ ρε συ τα ποζέρια, που πουλάνε μούρη... Εγώ εντάξει είμαι ανώτερος κι αλλά προτιμώ το λόου προφάιλ γιατί είμαι και μετριόφρων... Καλό και το σάμσουνγκ εουρόπα... Τα ίδια κάνει μόνο λίγο πιο αργά...
- Ναι, καλά, θά΄θελες.. Και γω σου λέω πως ψοφάς να έχεις μια τέτοια κινητάρα... Κι όσο γι' αυτά που βγάζεις το μήνα... Είσαι φάβα ρε! Όσα δε φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια...
3. - Πω ρε... Πιάστηκα πάλι στο γυμναστήριο... Τέσσερις ώρες ήμουν και σήκωνα βάρη... Τί εικοσάκιλα, τί κέττλμπελ, τί πιλάτες έκανα μετά... Άσε, ξεπατώθηκα... Αχ, ο ώμος μου...
- Και μένα μου φαίνεσαι λαπάς, και δε χρειάζομαι οδοντίατρο...
- Οδοντίατρο; Οφθαλίατρο ρε...
- Ξέρω, ξέρω τί λεω... Οδοντίατρο... Αφού δεν τρώγεσαι! Για να σε πιάσω... να, ίδιος όπως χτες! Είσαι φάβα, ρε! Να πας στα γκομενάκια να τα πεις - σε τα μας τώρα;

Got a better definition? Add it!

Published

Ο τύπος που είναι χύμα, που κάνει, λέει και φέρεται όπως του 'ρχεται.

Τις πιο πολλές φορές είναι εύθυμος και πολύ κοινωνικός: η ψυχή της παρέας. Κάνει τους άλλους να ξεκαρδίζονται στα γέλια με την ελαφρότητα, την πετριά, την ωραία τρέλα του που σκοπίμως αψηφά τις κοινωνικές συμβάσεις. Άλλες φορές μπορεί να χρησιμοποιείται και με αρνητική διάθεση για κάποιον που είναι ανοργάνωτος, δεν μπορεί να βάλει τάξη στη ζωή του, να βάλει σε τάξη τη ζωή του και είναι φελλός στον αφρό κι όσα παίρνει ο άνεμος. Ή πρόκειται για το ίδιο άτομο από δύο διαφορετικούς παρατηρητές που το περιγράφουν, ή και για δύο διαφορετικά άτομα.

Συνώνυμο: ο μποέμ.

- Πρέπει να βγεις οπωσδήποτε μαζί μας το βράδυ... Θα είναι κι ο Πάκης μαζί. Καλά τί να σου πω... Ο τύπος, εντάξει, είναι φοβερός! Θα πάθεις την πλάκα σου μαζί του!
- Είναι χαβαλές, κι έτσι;
- Τί χαβαλές... Τί πλάκες, τί κουβέντες, τί πειράγματα... Μες στην τρελή χαρά μονίμως! Χυμαδιό τελείως!

- Τί χάλια είναι αυτά; Οι κάλτσες στο γραφείο σου, η τσάντα σου στο ξύλο της κουρτίνας, τα ρούχα σου πεταμένα εδώ και κεί, χώρια τη σκόνη... Πώς είναι έτσι το δωμάτιό σου; Δε σ' αντέχω άλλο... Είσαι χυμαδιό εντελώς! Έλεος!
- Αυτό μ' εκφράζει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σύνδρομο της μαλαπέρδας, του μαλαπέρδα, του ψωλάρμπεη και όχι μόνον καθώς περιλαμβάνει και όσους εμπίπτουν στην κατηγορία "αν ήταν το πουλί βιολί, όλοι θά'ταν μουσικοί", ανεξαρτήτως μεγέθους προσόντων. Η βαριά και ανίατη μαλάκυνση που πλήττει ιδιαίτερα ευπαθείς ομάδες και ιδίως όσες δεν επικοινωνούν με τον αφαλό τους γιατί έχουν της ψωλής τους το χαβά. Από τα συνθετικά "μαλάκας" (χρησιμοποιείται το εκτενές θέμα της ρίζας για το α'συνθετικό κι όχι το συνεπτυγμένο) και "περδίαση" (ή από την "πέρδικα" με τη σημασία του οργάνου που σαν πουλάδα είναι ανώτερη από τις άλλες γιατί πηγαίνει στητή και καμαρωτή όπως κάθε σωστή πουλάδα που με χαρά την καλεί το προαιώνιο καθήκον να το εκπληρώσει, ή το "πέρδομαι" που λέει και το "κλάσε μας μια μάντρα πέρδικες" αντίς για "τ'αρχίδια" και που όλες μαζί σα σωστές πουλάδες μη αλανιάρες, βόσκουνε σε μάντρες.

Γιατρικό: ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ


- [...]Έλα ρε, θα πάμε;
- Πού' θα πάμε;
- Τί "πού" θα πάμε ρε μαλάκα! Στο γήπεδο!...
- Ποιο γήπεδο;
- Στο γήπεδο, που σήμερα έχει αγώνα και παίζουν οι δικοί μας...
-Ααα!
- Άξινος, ρε μαλάκα, που είσαι τόση ώρα που σου μιλάω; Πάλι μαλακοπερδίαση έχεις; Πόση ώρα έχεις σύνδεση με Κάιρο;

Σημείωση: Υπάρχει και το γαμάω Κάιρο που άμα τραβήξει κανείς τη σύνδεση απ'τα μαλλιά γίνεται "σύνδεση" ανεξαρτήτως προσόντων, γαμάει τη συζήτηση τόσο μακρινά μέχρι εκεί που φτάνει το Κάιρο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πουστιά του κερατά

Ο μικρός Σκρουτζ βιοπαλαιστής ακόμα όταν τον κορόιδεψε ο Ντικ με την αμερικάνικη δεκάρα - Από το "Βίος και πολιτεία του Σκρουτζ Μακ Ντακ" του Ντον Ρόσα

Καραμπινάτη πουστιά που τίθεται στο στόχαστρο αυτού που την αντιλαμβάνεται. Αρχικά εννοεί την πουστιά ανταπόδοσης στα κέρατα της μοιχείας (δηλαδή της σεξουαλικής πουστιάς, απιστίας, εξαπάτησης) στα πλαίσια του ρητού της Π.Δ. "οφθαλμός αντί οφθαλμού και οδόντος αντί οδόντι" για να μη μείνει δόντι για δόντι και το της Κ.Δ. "μάχαιραν έδωσες, μάχαιραν θα λάβεις" γιατί το κάρμα - η "Θεία Δίκη" καθ'ημάς - είναι πουτάνα - σκύλα - χώστρα, κάνει πουτανιές και ανταποδίδει τις πουστιές κι έτσι ο κερατάς βρίσκει τη δικαίωσή του και η σκληρότητα του αφοπλίζει τους πάντες, δικαίους και ειδικά αδίκους.
Δυστυχώς, πολλές φορές η πουστιά του κερατά πηγαίνει εκ των προτέρων εκεί που δεν πρέπει αλλά είναι και άνευ λόγου οξεία, διότι αυτός που εξαπατά δεν έχει εξαπατηθεί πιο πριν για να δικαιολογείται τέτοια αγριότητα ή και μηχανορραφία εις βάρος μακαρίων άλλων που αν και ζωντανοί νομίζουν ότι βρίσκονται στις Μπαχάμες (ενν. Οι Μακαρίες Νήσοι) και πόσο μάλλον θα είχαν το νου τους στο βρώμικο παιχνίδι... Καθώς όμως οι νόμοι της αγοράς συνοψίζονται στο Σκρούτζειο ΜακΝτάκειο:"[...]Θα γίνω πιο πονηρός από τους πονηρούς" λησμονώντας το "και θα κερδίζω χρήματα ΤΙΜΙΑ" που είναι η λήξη του αποφθέγματος και την έναρξή του "θα γίνω πιο σκληρός απ'τους σκληρούς". Και αφού δεν υπάρχει διάθεση για σκληρότητα, τρανσεξουαλικοκαβαλικεύει το πράγμα και προσπαθεί ο πράττων την "πουστιά του κερατά" να κερδίσει τα ίσα κι όμοια με κείνον που όλα τα σφάζει κι όλα τα μαχαιρώνει ακόμη κι αν (ο πούστης) δεν τ'αξίζει με τις πράξεις που κάνει και αυτά που υποτίθεται ότι προσφέρει(παρόλα αυτά έχει την παράλογη απαίτηση το έχει του να παραβγαίνει ενός αξιολογότερού του). Μπορεί αρχικά να τα καταφέρνει αλλά η άδικη "πουστιά του κερατά" πάει διπλή ταρίφα από το κάρμα και ο δράστης της κοντά στα θυμαράκια από το νταμπλάς μιας πουστιάς που έκανε τον κύκλο της, όσο και νά'θελε να μην τελειώσει ποτέ.

Πουστιά του κερατά ≠ postιά του κερατά.


- Κοίτα ρε τους μαλάκες... Πήγα κι εγώ να χαρώ σαν ξενομπάτης από τα μαρκούτσια του διαδικτύου, με τη χαρά του πρωτάρη που δοκιμάζει κάτι καινούργιο και την πάτησα. Γλυκάθηκα από τη χρήση του ίντερνετ στο κινητό μου και ξεπέρασα λέει - το μήνυμα που μου έστειλε η εταιρεία - το όριο των mb που δικαιούμουν τζάμπα αυτόν το μήνα με το πρόγραμμά μου... μα καλά ρε γαμώτο, πού τα ξόδεψα; Δεν πρόλαβα να κάνω και τίποτα... Ένα πρόγραμμα κατέβασα, που έψαξα για να το κατεβάσω κάμποσο και λίγο μίλησα στο βάιμπερ... Γαμώτο!...
- Ηρέμησε... Αυτά συμβαίνουν... Να ξέρεις. Εντάξει δε λέω, γιατί δεν είχες και κάνω τρελό πακέτο... Πουστιά του κερατά, έτσι;... Αυτή η εταιρεία είχε γλυκάνει και στο παρελθόν πολύ κόσμο με προσφορές της και τώρα που όλα κοπήκανε τους πάει γαμιώντας... Αλλά μη στενοχωριέσαι... Αυτή η καινούργια των Κυπρίων βγάζει τώρα και σιμ για κινητά κι αυτή θα πάρει τον πούλο, αν συνεχίσει αυτό το βιολί. Έννοια σου... Γερμανοτσολιάδες, σκατόφαρα...

Got a better definition? Add it!

Published

Η καφετιέρα τύπου Nescafe Dolce Gusto λόγω του ότι μοιάζει με πιγκουίνο.


- Φτιάξε μου έναν καφέ.
- Στο μπρίκι;
- Όχι, με τον πιγκουίνο. Ένα εσπρεσάκι θέλω.
- Α-μέ-σώωωωςς!

Για όσους τους νοιάζει πως φτιάχνεται το πράγμα κι όχι μόνο πως καταναλώνεται.

Η καφετιέρα με την χαρακτηριστική καμπούραΤο συμπαθές και αξιέπαινο πουλί - δρομέας και νυν κολυμβητής

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

... δε μ - παθαίνεις πράμα

Όλα είναι δυνατά/ πιθανά. Κι επειδή είναι δύσκολο το τσίρι ενός ανθρώπου που δεν είναι μωρό ή μικρό παιδί να κάμει καμαρόλι, είναι δύσκολο για ότι κάνουμε, εξασφαλισμένο ή ριψοκίνδυνο να έχουμε δέσει το γάιδαρό μας πρώτα, γιατί όλα είναι θέμα πιθανοτήτων και όχι βεβαιοτήτων (0% ή 100%)λόγω ασταθμήτων παραγόντων. Κυριολεκτικά ξεκίνησε από την αδυναμία πετυχημένης στόχευσης σε τραύμα με ούρα (όπως τσίμπημα εντόμων του ίδιου του ατόμου που βρίσκεται σε άμεση ανάγκη από τη σύγχυση του πόνου και του δυνατού τσουξίματος και σε συνδιασμό με άσχετες στιγμές στις οποίες μπορεί να προκύψει και να φέρει σε αμηχανία το άτομο να παράσχει αυτήν την "πρώτη βοήθεια" στον εαυτό του σωστά π.χ.:οδήγηση και ακόμα χειρότερα ποδηλάτου ή μηχανής) που λόγω των ουσιών που περιέχουν αδρανοποιούν το δηλητήριο του κεντριού τους και ανακουφίζουν προσωρινά μέχρι να ακολουθηθεί θεραπεία με κάποια αλοιφή, ένεση αναλόγως τη σοβαρότητα.

Τσίρι είναι στα Κρητικά το κάτουρο, το προϊόν της ενέργειας "τσιρώ" (δηλ. κατουρώ - απαντά και στον πληθυντικό "κατουρήματα" από τον ενικό "κατούρημα" που μπορεί να σημαίνει και το προϊόν εκτός από την πράξη - για την πράξη είναι το "τσίρημα" απ'όπου και το ευκοίλιο "τσιρλιό" της κοινής ν.ε.). Το καμαρόλι είναι η καμαρούλα (μικρή καμάρα με την υποκοριστική κατάληξη - όλη). Ούτε η κρεββατοκάμα(/ε)ρα, ούτε η βιντεοκάμερα, αλλά η αψίδα, η καμάρα, η καμπύλη που διαγράφεται ως αρχιτεκτονικός σχεδιασμός για τον διαχωρισμό των εσωτερικών χώρων που είναι ευχάριστοι στο μάτι. Τέτοιες καμάρες έχουν τα γεφύρια μας και πρώτο και καλύτερο αυτό της Άρτας (που τη γλύτωσε απ' τον Άραχθο, αλλά όχι και αυτό της Πλάκας). Κι εδώ ο καλλιτέχνης θέλει να ζωγραφίσει πάνω στον αρχιτέκτονα με μια καλλιγραφική στόχευση - προστόχευση στο ζητούμενο στόχο που ήδη από την ηλικία των τριών ετών πρέπει να είναι ο εσωτερικός διάκοσμος του ουρητηρίου - αφοδευτηρίου της τουαλέττας κι εκεί να αφεθεί στην έμπνευσή του και να οργιάσει και όχι η καμάρα της στεφάνης - γι΄αυτό μικροί και μεγάλοι δέχονται πολλαπλές παρατηρήσεις σε όλους τους τόνους από τον γυναικείο πληθυσμό του σπιτιού. Όσο μεγαλώνει όμως κανείς, το τσίρι του όλο και πιο δύσκολο είναι να κάμει καμαρόλι, ένεκα των αναλογιών του πέοντος που απορροφά μεγάλο μέρος της πίεσης του υγρού λόγω του μήκους. Καθώς στους πιτσιρικάδες τους πολύ μικρούς είναι δυσανάλογα μεγάλη ως προς το μήκος των προσόντων τους στη συγκράτηση - απορρόφηση της πίεσης εξόδου, το όργανο ξαφνικά αρχίζει να κεντά στον αέρα σε μια πτήση που καταλήγει σε πτώση (όπως διαφωνούσαν ο Γούντι και ο Μπαζ Λάιτγίαρ ασυστόλως στο πρώτο Τόυ στόρυ για να βρουν τί σκατά ήταν αυτό που έκανε ο Μπαζ ακριβώς) με όποιον βρει μπροστά του, ή ακόμα και το ίδιο το πιτσιρίκι όταν είναι ξαπλωμένο και αυτοκατουριέται.
Εκτός λοιπόν κι αν σφίξει πολύ ένας ενήλικας το πράγμα, όπως το λάστιχο μπροστά από την τρύπα όταν ποτίζουμε φυτά, δύσκολα να κάμει καμαρόλι καλοσενιαρισμένο (φυσιολογικά το τσίρι κάμει μόνο πτώση)κι έτσι δε μετράει (η έκφραση δηλώνει να γίνει από μόνο του το καμαρόλι κι όχι βεβιασμένα - προμελετημένα, να το κάμεις - προκαλέσεις εσύ). Συνεπώς η ρήση είναι όλο και πιο αδύνατη στο να εκπληρωθεί (σχήμα αδυνάτου ή μάλλον εντελώς απίθανου)κάτι σαν κι αυτό που βρόντηξε ο Αχιλλέας στην Ιλιάδα όταν του έκλεψαν το "γέρας" του, το φίνο γκομενάκι του - λάφυρό του, την κόρη του αρχιερέα Χρύση, τη Χρυσηίδα (όχι τη Δημουλίδου), πως μόνον όταν εκείνο το ξύλινο στιλβωμένο ραβδί που κράδαινε μπροστά τους από θυμό όταν τους μιλούσε την ώρα που τον παρακάλαγαν οι Δαναοί να επιστρέψει στη μάχη γιατί οι Τρώες τους θέριζαν, έβγαζε πάλι κλαδιά θα επέστρεφε. Δηλαδή όσες ήταν οι πιθανότητες να γίνει κάτι τέτοιο τόσες θα ήταν και αυτές που θα τον έκαναν να αφήσει τη μήνιν του, τη μάνιτά του και το πείσμα του. Δηλαδή ποτέ. Τελικά αυτό το πράμα κλαδιά δεν έβγαλε και άλλες συγκυρίες τον οδήγησαν ξανά στη μάχη με τη γνωστή κατάληξη. Παρόλα αυτά οι ελπίδες για ένα καλοσχηματισμένο καμαρόλι από ένα ενήλικο πουλί είναι περισσότερες και εντός της φύσεώς του, απ' ότι ένα αποκομμένο τμήμα ή κλαδί δέντρου να ξανανθίσει, άρα το πράγμα δε φαντάζει και τόσο μαύρο, αλλά είναι μάλλον προς το γκρι.
Όσο μεγαλύτερο το καμαρόλι λοιπόν , τόση μεγαλύτερη πίεση και λόγω της επίδρασης της βαρύτητας από την πτώση που είναι ανάλογη του ύψους απ' όπου πέφτει το υγρό, τόσο πιο καίρια εξασφαλίζεται ο στόχος και συλλέγεται το κατά δύναμιν εκεί. Κι επειδή όσο μεγαλώνουμε τη χάνουμε την μπάλα γιατί αποσπώμαστε από χίλιες δυο πλευρές με ξενέρωτα προβλήματα, αυτή η ευλογία ανήκει στα παιδιά στο να καταλήγουν τελικά με προσήλωση στο στόχο και να τον διεκπεραιώνουν. Κι έτσι όλα να είναι δυνατά. Στη μεταφορική της χρήση η φράση συμπληρώνεται στην απόδοση με τον προσφιλή - διακαή πόθο του πάσχοντος. Εκφέρεται με με μια κάποια λεπτή ειρωνεία, με καλαμπούρι και στο τέλος παρακινητικά γιατί κανείς δεν κάνει να σκοτίζεται πολύ για το οτιδήποτε.

1.- Μπουχουχου! Έπεσα κι ετσίμπησε με σφήγκα! Άααααχ...
- Σώπα μρε Μανωλιό... Ανε κάμει το τσίρι σου καμαρόλι, δε μ - παθαίνεις πράμα. Να γενείς θέλει καλά.
- Αλήθεια, παππού; Να περάσει θέλει;
- Να περάσει θέλει... Γιατί είσαι κοπελλάκι και μέχρι να παντρευτείς, να γιάνει θέλει ως τότε.
2.- Πάει το Μαράκι, εχάσαμε το...
- Ανέ κάμει το τσίρι σου καμαρόλι, να γυρίσει θέλει...
- Εδά, σώθηκες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραπέμπει στον μαλακοβιόλη και του μοιάζει στη μαλακία, με τη διαφορά πως αυτός εδώ είναι σε όλα του μαλάκας ακόμα και στη στύση του που είναι μελάτη. Κατ' επέκταση, ο άχρηστος σε όλα του, το μπάζο, το βάρος της κοινωνίας, το στείρο στοιχείο που δεν κολλάει πουθενά και κοροϊδεύει ξεγελώντας τους άλλους με την παρουσία του πως κάτι κάνει, κάπου βόσκει εδώ γύρω και επικοινωνεί, ενώ ζει σε άλλο πλανήτη. Εκ του μαλάκας + καβιόλης (τεχνητό β' συνθετικό για να παραπέμπει στο χαζοβιόλη από κάβλα/καύλα και βιολί).

Εναλλακτικός τύπος ο μαλακοκαβλιάς (καβλιάς -καβλιάρης, αλλά μαλάκας, δηλαδή καβλομαλάκας) που του φέρνει αρκετά: έχει μεν επιδόσεις στο κρεββάτι, αλλά δεν ξέρει που το δίνει, έχει χαζοχαρούμενο γκομενικό κριτήριο και κάνει χαζοχαρούμενο σεξ και κατά κανόνα είναι και πρόωρος εκσπερματιστής.

Συνώνυμος, ο μαλακοκάβλης.


- Ήμουνα με τον Τάκη της προάλλες και...
- Ποιον εκείνον το μαλακοκαβιόλη που δεν του σηκώνεται όπως πρέπει;
- ΑΥΤΟΝ! Το ξέρεις κι εσύ;
- Την είχα πατήσει κι εγώ μαζί του. Βέβαια, πολύ παλιά... Καλά, μιλάμε το άτομο είναι τελείως ούφο. Πιο ούφο, πεθαίνεις!

χαρακτηρισμός προσώπου

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο καουμπόης. Ο βλάχος που δεν έχει βγει ποτέ απ'το χωριό, σπανίως βλέπει κάτι παραπάνω από τα βυζιά της αγελάδας του ή ο, τι άλλο ζωντανό έχει και το σιάζει και το γάλα που των αρμέγει, αλλά παράλληλα είναι ονειροπόλος. Τα όνειρά του άσπρα. Η συνείδησή του άσπρη. Η επίγνωση για την πραγματικότητα εκτός των στενών ορίων της δικής του κι αυτή λευκή και άγραφο χαρτί. Γενικότερα, ο αθώος, ο αγνός άνθρωπος που μπορεί ακόμη και σαν όλα τα καλά παιδιά να πίνει ακόμα γάλα, ο αφελής (επαρχιώτης στα μυαλά). Το κούτελό του είναι καθαρό και η συνείδησή του πανάλαφρη. Οι πιο περπατημένοι και παθιάρηδες χαρακτηρίζουν τους ολίγον τί φλωρίζοντες έτσι. Είναι ταπεινός, αλλά μπορεί ο όρος να περιγράφει και τον κακώς εννοούμενο βλάχο, το βλαχαδερό, τον (και κοινωνικά) καθυστερημένο.


1.- Να'τος ο Φανούρης! Κατεβαίνει την πλαγιά και θαρρεί πώς θα κατακτήσει τον κόσμο...
- Τρομάρα του... Λέει πως θα κατέβει στην πόλη να βρει νύφη! Μα κοίτα τόνε πώς κορδίζει!... Να χεστεί απ'τη χαρά του είναι έτοιμος!
- Είναι γαλατάς μεγάλος και θα τόνε πιάσουνε κορόιδο οι παστρικές κι οι αετονύχηδες... Πάει με όνειρα κι ελπίδες και θα του πέσει ο ουρανός στο κεφάλι. Δεν ακούει ότι δεν είναι γι'αυτά, για πονηριές... Άσ'τονε να πάθει για να μάθει!
2.- Είπα του Δημήτρη να περάσει από δω να μου δείξει πέντε πραγματάκια που δεν ξέρω με τούτο δω το μαραφέτι...
- Άσε με, μωρέ με κείνονα το γαλατά... Μα είναι δυνατόν να περιμένεις σοβαρή δουλειά απ'αυτόν τον ανισόρροπο; Θα σ'το χαλάσει και θα κλαις. Έτσι την πάτησα κι εγώ. Πήγαινε σε κάναν ειδικό καλύτερα...

Got a better definition? Add it!

Published

Φράση που ειρωνεύεται τους ανίδεους μιας κατάστασης που όμως έχουν και το θράσος να εκφέρουν άποψη και ελαφρά τηι καρδία/ι. Έτσι μπορούν να νομίζουν ο τι θέλουν μέχρι να μπλέξουν κι αυτοί και να δουν εκ των έσω τί ισχύει και τί όχι και τί τελικά μπορεί να γίνει. Και επειδή η φαιδρά πορτοκαλέα κάνει τους δράττοντες τους καρπούς της να νομίζουν πώς μπορούν νά'χουν και σωστή άποψη (από + όψη) για κάτι κυριολεκτικά ή μεταφορικά που δεν έχουν καν δει από κοντά, ο εκάστοτε επηρμένος τα βρίσκει σκούρα όταν πραγματικά μπει στα πράγματα και ο υψηλός εγωισμός ταπεινωθεί και τον αναγκάσει να αναθεωρήσει. Διότι μέσα στο χορό φαίνονται τα στραβοπατήματα και αν πράγματι μπορούσε να κάνει ο ίδιος καλύτερα τα πράγματα.

- Γιατί ο μαλακισμένος δεν της το λέει ότι θα παντρευτούνε τότε, παρά την έχει φλομώσει στο "σε λίγο" και στο "σύντομα". Παρά τους δύσκολους καιρούς μας, αυτός δόξα τω Θεώ, δεν έχει κώλυμα από πουθενά...
- Απ'έξω απ'το χορό πολλά τραγούδια ξέρετε να λέτε κι οι δυο σας... Και που ξέρεις τί ακριβώς τρέχει και δεν το έχει πει;
- Θα με τρελάνεις κι εσύ τελείως; Το δικηγόρο του διαβόλου παριστάνεις;
- Όχι. Απλώς λέω ότι μπορεί να υπάρχει και κάτι άλλο που το καθυστερεί απ'το να γίνουν συντομότερα τα πράγματα. Δικό του. Μην τρελαίνεστε και χαλάτε τη ζαχαρένια σας. Ποιος ο λόγος κι εσύ μωρέ Ξανθίππη, που τό'χεις πάρει τόσο πατριωτικά; Αφού δεν πρόκειται για σένα...
- Μην ξεχνάς Ρουλάκι, πως είναι ξαδέρφη μου. Και τί ξαδέρφη μου... Αδερφή μου, αφού το'φερε η μοίρα να μεγαλώσουμε μαζί. Πολλά τραγούδια ξέρω γιατί νοιάζομαι για το μέλλον της και φοβάμαι μην αποδειχτεί γκασμάς ο μέλλοντας γαμπρός κι η σκασίλα της αναμονής γίνεται για το τίποτα εξαιτίας του...
- Να δεις που δεν τρέχει τίποτα και στο τέλος θα σου πέσει η μύτη μ'αυτά που λες τώρα...
- Αυτό λέω κι εγώ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έχω χάσει το μυαλό μου με δύο διαφορετικούς τρόπους.

μού'χει στρίψει

Έχω τρελαθεί με την κακή έννοια. Τελώ υπό καθεστώς μανίας, καταστροφικού θυμού, ερεβώδους κακίας και βρίσκομαι ένα βήμα πριν την πύρινη λαίλαπα της σχιζοφρένειας, άμα αυτό συμβαίνει πολύ τακτικά. Σε ένα τυχαίο βίαιο υπέρ το δέον ξέσπασμα, αυτή η άτις μπορεί να προκαλέσει μιαν ύβρι που το κάρμα θα την επιστρέψει. Ο δράστης έχει το ακαταλόγιστο γιατί το πνεύμα του έχει διαβληθεί από σκοτεινές δυνάμεις. Η βίδα όταν έχει στρίψει παραπάνω απ'όσο πρέπει στο μηχανισμό που βρίσκεται, τον πιέζει παραπάνω με αποτέλεσμα να ασφυκτιά από την ακαμψία και την έλλειψη μπόσικων με κίνδυνο αν χτυπηθεί ή δεχτεί ποικίλες εξωτερικές δυνάμεις να σπάσει - τον καθιστά το υπερβολικό στρίψιμο εκ των προτέρων εύθραυστο. Έτσι και ο άνθρωπος καταρρέει από το συναισθηματικό βάρος και τρελαίνεται όταν δεν έχει την ανοχή που χρειάζεται για να αντέξει κάποια πίεση και κατόπιν εκρήγνυται καταστροφικά σαν ηφαίστειο που ξυπνά με απρόβλεπτες συνέπειες.


- Θα πάω να τόνε σφάξω τον πούστη! Τον αρχιψεύταρο! Δύο χρόνια τώρα με δουλεύει! Κάτσε και θα τον τακτοποιήσω εγώ...
- Πού πας θεοπάλαβη με το μαχαίρι; Σού'στριψε τελείως;
- ΑΕΡΑ! ΦΕΥΓΩ! Ξεφτιλισμένε άντρα, ήρθε η ώρα σου!!!

μού'χει λασκάρει η βίδα

Έχω χαζέψει. Εδώ η έκφραση απαντά συνηθέστερα πλήρης σε αντίθεση με την παραπάνω που η βίδα εννοείται. Όπως το ασφυκτικό της σφίξιμο σε ένα μηχανισμό τον θέτει σε κίνδυνο έτσι και το υπερβολικό λασκάρισμα αφήνει χαλαρά τα συναρθρωθέντα μέρη, θέτοντας τα σε κίνδυνο διάλυσης. Έτσι η βίδα που συγκρατεί τα πράγματα στη θέση τους, όταν είναι στον εγκέφαλο και λασκάρει, κακά τα μαντάτα γιατί χάνει στροφές. Προμηνύεται ουφοποίηση, μαλάκυνση ίσως και ατσχάι. Συνήθως ένας με λασκαρισμένη βίδα είναι ευχάριστος για παρέα, όταν δε βρίσκεται εκτός τόπου και χρόνου και κάπως γίνεται κάποια ψευδοσυνεννόηση που δεν είναι να την πάρεις στα σοβαρά γιατί καταλήγει χαλασμένο τηλέφωνο και μόνο για το χάι και για να σπάσεις πλάκα την επιδιώκεις.


- Καλά, χάζεψες; Τόση ώρα που σε χαιρετάω, δε με πήρες χαμπάρι;
- Όχι. Να εδώ καθόμουν και χαλάρωνα και δεν πρόσεχα...
- Άμα λέω γω ότι σού'χει λασκάρει...Να, μια βίδα! Από σένα έπεσε!
- Όχι ρε, απ'το πολυκατσάβιδο. Το'χα πριν στο χέρι μου και έπεσε. Να, είναι μαγνητικό. Τσουπ! Το' πιασε.
- Τί θα σε κάνω πού'σαι εκτός θέματος και αλλού ντ'αλλού; Έλα, πάμε και μας περιμένουν τα παιδιά...
- Είχαμε δώσει ραντεβού;
- Όχι. Γιατί σε χαλάει;
- ...
- Ε, τότε τί το κουβεντιάζουμε; Πάμε να τους βρούμε!

Got a better definition? Add it!

Published