Further tags

Στην ποδοσφαιρική αργκό «σακούλα» σημαίνει τρίπλα, δηλαδή απαλλαγή από τον αντίπαλο που μας μαρκάρει, με ταυτόχρονη διατήρηση της κατοχής της μπάλας.

Το λήμμα υπονοεί ότι με τα ζογκλερικά μας, που μπορεί να περιλαμβάνουν το σπάσιμο της μέσης, το λύγισμα του αυχένα, το τσάκισμα του αγκώνα, το αλλοίθωρο κοίταγμα, ακόμη και τη φυσική ουρδεσάνς που διαθέτουμε, έχουμε προκαλέσει στον αντίπαλο αμυντικό ίλιγγο και ναυτία, με αποτέλεσμα όχι μόνο να αδυνατεί να μας μαρκάρει, αλλά να χρειάζεται και σακούλα για να ξεράσει, την ώρα που εμείς συνεχίζουμε ακάθεκτοι την προέλασή μας προς την αντίπαλη εστία.

Το λήμμα συντάσσεται πιο συχνά ως μοιράζω σακούλα ή σκάω σακούλα.

Συνώνυμα: Στέλνω για βρούβες, παίρνω την ταυτότητα/τα σώβρακα του αντιπάλου, χαζεύω, κάνω τον αντίπαλο λώλο κ.λπ.

  1. Καλά, θα μείνουν ιστορικές οι σακούλες που μοίρασε ο Αρσάβιν στον Όιερ στον προημιτελικό Ρωσίας-Ολλανδίας το 2008.

  2. Με το που σκάει τη σακούλα ο Ρονάλντο στον Αντεμπαγιόρ και τον βλέπω να ξεχύνεται μόνος, πατάω το Enter και ποντάρω 20 ευρώ για 4ο γκολ της Μάντσεστερ. Πού να φανταστώ ότι θα σημάδευε τους γλάρους, ο πλατυπόδης.

vomit bag (από allivegp, 07/07/09)Cristiano Ronaldo (από allivegp, 07/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η τάπα στο μπάσκετ, το φυστικάκι.

Αφού ήθελες να με ποστάρεις, φάε το ταπί όλο δικό σου!

Βλέπε και φιστίκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η τάπα στο μπάσκετ.

- Μιλάμε τού 'χωσε του Γιούινγκ μία τάπα ο Τζόρνταν!
- Τα φυστικάκια του είναι άπαιχτα ρε!

(από Hank, 30/06/09)Fishstick? (από BuBis, 30/06/09)

Βλέπε και φιστίκι και ταπί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Ημαθία): Το «ελεύθερο» στη μπάλα (=είδος ποδοσφαίρου, που παίζεται στο τσιμέντο των ελληνικών πόλεων).

Παραφθορά εκ του Αγγλικού free kick, αλλά όχι βέβαια σύμφωνα με τους κανονισμούς της F.I.F.A. (!) Δηλαδή, όταν πετούσαμε τη μπάλα ψηλά, (να «σκάσει» κάτω τρεις φορές), είτε στην αρχή του παιχνιδιού, προκειμένου να πάρει τη μπάλα μια από τις δυο ομάδες, είτε κατά την διάρκεια του παιχνιδιού, εν είδει ελευθέρου σουτ.

Ρήμα: Πετάω φιρικί.
Συνώνυμο: (Ρίχνω) στον κούτουπο (Πάτρα) / πλακωτούρα

(Ημαθία) = Πετάω κάτι ψηλά κι όποιος το πιάσει του ανήκει (όχι όμως μπάλα, αλλά π.χ. χρήματα, υπερατού κτλ).

Ανάλογο, αγγλιστί: Finder's - keeper's.

-Γιατί δε δίνετε φάουλ ρε ; Αφού με σακάτεψε !
-Τζατζάρισμα ήτανε !
-Καλά ρε, μην τσακώνεστε, έλα, ντάξει, θα πετάξουμε φιρικί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση κατανόησης για κάποιον άμπαλο, ιδίως μετά από αλλεπάλληλες τσόλες και αμπαλίες, σαν το «σε λα βι».

Θ: Πάσα, εδώ. Που το στέλνεις ρε Μανώλη!
Λ: Η αμπαλία είναι ανίατη αρρώστια...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

θολώνω / θόλωμα: Ουδεμία σχέση με το «θόλωσε το μυαλό μου κύριε δικαστά, ναι τη σκότωσα αλλά δεν ήξερα τι έκανα» και παρόμοιες πίπες.

Πρόκειται για όρους πολύ διαδεδομένους στο χώρο του bodybuilding και των gym freaks. Θόλωμα είναι η απώλεια γράμμωσης, δλδ η απώλεια σαφούς μυϊκού διαχωρισμού. Είναι το αντίθετο του αγριέματος. Προκαλείται κατά κανόνα από την επικάθιση λίπους στο διάστημα ανάμεσα στο μυϊκό ιστό και την δορά (δέρμα). Το υποδόριο αυτό λίπος «εξομαλύνει» τις γωνιώδεις και σμιλεμένες επιφάνειες, επιπεδοποιεί τα πρηξίματα και τα εξογκώματα της γράμμωσης, προσδίδοντας στο σώμα μια λιγότερο εντυπωσιακή, πιο μπούλικη και πιο μπουχέσικη εμφάνιση.

Σε επαγγελματικό επίπεδο τώρα, όπου η λεπτομέρεια παίζει τεράστιο ρόλο και όπου οι τίτλοι και οι διακρίσεις κρίνονται στα σημεία, θόλωμα μπορεί να επιφέρει ακόμη και η πρόσληψη μεγάλων ποσοτήτων υγρών. Γι' αυτό οι επαγγελματίες, κάνα δυό μέρες πριν τους αγώνες, δεν πίνουν ούτε νερό, κι αν πιουν θα πιουν με το κουτάλι της σούπας (κυριολεκτικά), όπως οι άρρωστοι. Μερικοί δεν κάνουν ούτε ντους, για να μην εισχωρήσει υγρασία από τους πόρους του δέρματος...

Μερικές περαιτέρω διευκρινίσεις.

  • Θολωμένος είναι συνήθως αυτός που είχε κάποια άλφα γράμμωση αλλά με τη σαβούρα που χλαπάκιαζε, θόλωσε.
  • Θολός λέγεται αυτός που ούτως ή άλλως ποτέ του δεν είχε καμιά αξιόλογη γράμμωση, παρά τις προσπάθειες και την ιδρωτίλα που έχει ρίξει.
  • Το πρώτο σημείο του σώματος που χτυπιέται απ' το θόλωμα είναι βέβαια οι κοιλιακοί, το περίφημο εξαπάκετο (six-pack). O κοιλιακός είναι μια πονεμένη ιστορία: με βάση την ύπαρξη αλλά και την κατάσταση στην οποία βρίσκεται το εξαπάκετο, διαχωρίζεται η ήρα απ' το στάρι, οι αγριεμένοι απ' τις πλαδαρούς και τις κοιλιές-σαμπρέλες.
  • Επίσης, το θόλωμα προκαλεί την απώλεια της πολυπόθητης φλεβικότητας. Κι είναι μια τραγωδία να βλέπεις φλέβες χοντρές σα μακαρόνια και στριφτερές σαν τις σκουληκαντέρες, να «σβήνουν» και να σαλαμοποιούνται μέσα σ' έναν κυκεώνα άχρηστου λίπους...

Ρε μαλάκα, πάμε σε καμιά ταβέρνα την Κυριακή το μεσημέρι; – Έχεις τρελαθεί εντελώς; Επικοινωνείς με τον αφαλό σου; Να φάμε σαβούρες και να χαλάσουμε τη διατροφή; Δε ξέρω για σένα, αλλά εγώ βλέπω μακριά, θέλω να κατέβω σε αγώνες το άλλο καλοκαίρι.
Ξεκόλλα απ' τη ζωή σου, με μια μπριζολίτσα δε θα πάθουμε τίποτα.. Κι εγώ έχω φορτσάρει τελευταία, με πρωτεΐνες και αμινοξέα και της Παναγιάς τα ράμματα, αλλά κι η σαβούρα επιβάλλεται μια φορά τη βδομάδα.
– Δίκιο έχεις, το 'χα ξεχάσει, τραβιέται μια στο τόσο η σαβούρα, έτσι για να ενεργοποιείται κι ο μεταβολισμός. – Λοιπόν;
– Οκ, πάμε, αλλά για την μπριζόλα που είπες, μόνο μοσχαράκι θα παίξει. Τη χοιρινή την ξεχνάς από τώρα, αν δε θες να θολώσεις στο πιτς φιτίλι. – Ε είσαι άρρωστος τελικά..

(από Khan, 20/09/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι ντρίπλες στο ποδόσφαιρο που σαν σκοπό έχουν περισσότερο την τέρψη του φιλοθεάμονος κοινού, παρά την ουσία.

Εξοργισμένος οπαδός προς παίκτη της ομάδας του :
- Βγάλε την φανέλα ρε παλτό! Αν θες ποικιλίες να πας σε ουζάδικο!!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα κάνω όλα μόνος μου, δίνω τα ρέστα μου, σηκώνω την ομάδα στις πλάτες μου, ζωγραφίζω, κάνω παπάδες, είμαι μια ορχήστρα μόνος μου. Ενίοτε από ανάγκη γιατί κανείς συμπαίκτης μου δεν τραβάει (όλοι τρομπάρουν) και ενίοτε γιατί είμαι μερακλωμένος και γουστάρω. Σημειωτέον, όταν ο παίχτης σολάρει, όλοι κάθονται ανάμερα άουτ οφ ρισπέκτ και ενίοτε τον σιγοντάρουν χτυπώντας παλαμάκια. Α, τώρα που είπα παλαμάκια, ο πραγματικός σολίστας-μόρτης δεν τα σηκώνει γιατί -και καλά- νιώθει ότι τον μετατρέπουν σε σπετάκολο-περφόρμερ, ενώ αυτός την ώρα του σολάζ κάνει κατάθεση ψυχής.

  1. - Ευτυχώς που έχουμε τον καραφλό να σολάρει από τα δεξιά και ας είναι στα τριανταφεύγα του. Μεγάλη παιχτούρα σου λέω - αν είχε και κεφάλι θα έπαιζε στη Ρεάλ.
    - Σιγά το πάγκρεας που ξεθαρρεύτηκε με το τσικό που έχει απέναντι του. Αν ρίξουν πάνω του τον Σολάρι, θα πάψει να σολάρει.

  2. (σε μάθημα σολφέζ)
    - Όταν εγώ στο πιάνο, εσύ σολάρεις. Δυο, τρία, πάμε!

solaris (από allivegp, 15/05/09)Mount Solaro, Capri, Italy (από allivegp, 15/05/09)Santiago Solari (από allivegp, 15/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εναλλακτικά: στέλνω για τσάι, κερνάω τσάι.

Όρος του ευγενούς μηχανοκίνητου αθλητισμού και δη των αυτοσχέδιων αγώνων (τις λένε και κόντρες). Το θέμα είναι απλό: αυτός που τσαγιάζει είναι ο νικητής. Ο άλλος, που το ήπιε, καλά θα κάνει ν' αράξει και να απολαύσει το τσαγάκι στο του σπιτάκι του, σε κανά ΚΑΠΗ, ή (αλίμονο!) σε κανά Ίδρυμα Αποκατάστασης Αναπήρων (έτσι κουλάδι που είναι).

Τσάγια σερβίρονται παντού και πάντα, εκεί που δε το περιμένεις. Μια λοξή ματιά σ' ένα φανάρι αρκεί ενίοτε για να στηθεί μια κοντρίτσα ως το επόμενο. Αν είσαι καυλόγκαζος φίλε μου, θα το ρουφήξεις το αφέψημα κάποια στιγμή. Δε το γλιτώνεις ούτε με σφαίρες. Όπως δεν υπάρχει δίκυκλο που να μην έχει φάει σαβούρα, έτσι δεν υπάρχει και οδηγός που να μη τον έχουν τσαγιάσει.

  1. ΣΕΡΒΙΡΩ ΖΕΣΤΟ ΤΣΑΓΑΚΙ (αυτοκόλλητο στο πίσω τζάμι πειραγμένου τουμπανιάρικου αμαξίου)

  2. - ... κι εκεί που γκαζώνει που λες ο χοντάκιας και κωλοχαίρεται, του πατάω ένα κατεβασματάκι κι έφαγε τη σκόνη μου... Ο μαλάκας ο γιάπωνας με τον καρνάβαλο!
    - Σα να λέμε ρε φίλε τον τσάγιασες κανονικά!...
    - Σερβιτόρος καριέρας, αγορίνα μου... Έχω κεράσει εγώ γενιές και γενιές!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σαρκαστική αντιστροφή του εύληπτου «φουλ άμυνα με ξαφνικές επιθέσεις», τακτική που εφαρμόζεται σε πολλά αθλήματα.

Σαν έκφραση ειρωνεύεται την ορμή του αντιπάλου, η οποία όμως δεν συνοδεύεται από σοβαρό σχέδιο, αναγκάζοντάς τον να σύρεται πίσω στην άμυνα σε κάθε αντεπίθεσή μας. Είναι δηλαδή ένα σύστημα χειρότερο κι από το χύμα στο κύμα, διότι εδώ ο επιτιθέμενος δεν έχει επίγνωση της ανεπάρκειάς του.

Μεταφορικά, λέγεται για ανθρώπους δήθεν γκραν γαμάω, που ξεκινούν μια υπεραισιόδοξη προσπάθεια χωρίς πρόγραμμα, αλλά στο τέλος είναι στάνταρ ότι αντί για μαλλί θα βγούνε και κουρεμένοι.

  1. - Έλα ρε πουσταρά να σε παίξω ένα ταβλάκι, να σε πάρω παρθένα, να δεις τον Χριστό σειρά σου!
    - Θα μου κλάσεις τ' αρχίδια. Τι σύστημα θα παίξεις, φουλ επίθεση με ξαφνικές άμυνες;

  2. - Κοίτα την τύπισσα στο μπαρ! Πώς μούνεψε έτσι η Γιώτα ρε συ;
    - Ποια Γιώτα ρε; Γκαβός είσαι; Άσχετη είναι η κοπέλα. Λοιπόν, κομμένα τα σφηνάκια, ακόμα δεν αρχίσαμε εσύ έγινες γκολ.
    - Θα της την πέσω, σ' το λέω! Να της πάω σφηνάκι; Πώς να το παίξω, πες τίποτα!
    - Έτσι πως είσαι τώρα; Φουλ επίθεση με ξαφνικές άμυνες κι ό,τι κάτσει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified