Selected tags

Further tags

Αναφέρεται σε αθλητή (συχνά ποδοσφαιριστή) μεγάλης ηλικίας, ξοφλημένο, με κακή φυσική κατάσταση -ή σε παντελώς άγνωστο.

- Με τα σαπάκια που έφερε φέτος ο πρόεδρας , πάμε σούμπιτοι για Β' εθνική.
- Άσε ρε, ενώ πέρυσι με το σαπάκι τον Αμπαλίνιο σαρώσαμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στο μπάσκετ, χλατσώνω σημαίνει βάζω καλάθι χωρίς η μπάλα να ακουμπήσει στεφάνι, οπότε το διχτάκι κάνει ένα ωραίο χλατς! που είναι υπέρτατη πώρωση!

Από το χλατσώνω παράγεται και το επίθετο χλατσωτός, που χαρακτηρίζει τα καλάθια (καλάθι χλατσωτό). Συνώνυμο: άγγιχτος.

  1. (σε παιχνίδι μπάσκετ)
    - Πάσα!
    - Χλάτσωσέ το αγόρι μου!
    (ΧΛΑΤΣ!!)
    - Έεετσι!!

  2. (από αυτό το blog)
    [...]Όταν συνήλθαμε, αποφασίσαμε να τον αφήσουμε να παίξει μαζί μας ένα μονό στα 21. Μάλιστα, τον πήρα και στην ομάδα μου, επειδή οι άλλοι δεν τον ήθελαν με τίποτα. Με το που του δίνω την πρώτη πάσα, βαράει ένα τρίποντο από το κέντρο του γηπέδου και μπαίνει μέσα χλατσωτό! Έπαθα πλάκα, αλλά νόμιζα ότι ήταν απλά κωλόφαρδος.

yo yo yo!! (από jesus, 06/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γενικά άγγιχτος σημαίνει άθικτος, απείραχτος, που δεν αγγίχτηκε. Ειδικά στο μπάσκετ, άγγιχτο είναι το καλάθι που μπαίνει χωρίς να ακουμπήσει στεφάνι (και συνοδεύεται και από ένα απολαυστικό χλατς! των διχτυών, δες και χλατσωτό). Εννοείται ότι είναι μαγκιά να βάλεις το καλάθι άγγιχτο και ότι τα καλάθια με ταμπλό είναι για τα παιδάκια...

(από αυτό το blog)
[...]Έπαθα πλάκα, αλλά νόμιζα ότι ήταν απλά κωλόφαρδος. Του ξαναδίνω πάσα, ξαναβαράει από το κέντρο και το στέλνει πάλι μέσα άγγιχτο! Αυτό έγινε συνολικά δέκα φορές, και το σκορ ήταν 20-0.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στο μπάσκετ (σε αυτό που παίζεται στις γειτονιές, όχι αυτό με τους χορηγούς) λέγεται όταν κάποιος κερδίζει ένα παιχνίδι χωρίς να δεχτεί ούτε έναν πόντο από τον αντίπαλό του (χωρίς δηλαδή να του πάρει την «παρθενιά»).

Σύμφωνα με τους άγραφους νόμους είναι ξεφτίλα για κάποιον να χάσει χωρίς έστω να πάρει την παρθενιά του άλλου (να βάλει δηλαδή τουλάχιστον ένα καλάθι).

Βλέπε και παρθένα.

- Σήμερα έπαιξα με τον Νίκο ένα μπασκετάκι στα 21 και τον πήρα παρθενιά!
- Σοβαρά;
- Ναι, 21-0, του τα χλάτσωνα από παντού!
- Α τον ρεζίλη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συντομογραφία της έκφρασης «πίτσα, μπύρα, μπάλα», της αδιαίρετης και ομοουσίου Αγίας Τριάδας που κατέρχεται ως επιφοίτηση στις αντροπαρέες (κυρίως) τις Τριτοτετάρτες τη χειμερινή σεζόν (βλ Champions League), αλλά συχνά και το καλοκαίρι, σε περιόδους Euro & Mundial. Ορκισμένοι εχθροί του «π.μπ.μπ.» είναι οι γκόμενες (πιασμένες και αδέσμευτες) και οι διανομείς πίτσας.

- Πω, πω, ζέστη αδερφάκι μου, πάμε καμιά παραλία για ποτάκι…
- Ρε μάγκα, είσαι τρελός, έχουμε κανονίσει π.μπ.μπ. με τους άλλους, έχει ματσάρα Ακτή Ελεφαντοστού – Σαουδική Αραβία…

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα πλαίσια της αντιπαλότητας των οπαδών των ομάδων κι αυτό το σύνθημα. Έχει νόημα όταν η ομάδα αυτών που το λένε συνεχίζει να διεκδικεί το κύπελλο UEFA, ενώ η ομάδα αυτών στους οποίους απευθύνεται το σύνθημα, έχει αποκλειστεί. Τον έχει ρουφήξει κοινώς.

- Είσαστε κωλόφαρδοι ρε... που προκριθήκατε. Με τι ομάδα ρε; Θα σας το ξηγήσουν όμως το όνειρο παρακάτω. Δε θα κοκορεύεστε για πολύ. Θα σας πάρουν τα σώβρακα.
- Ναι ... θα... θα... θα... Προς το παρόν όμως: Πάμε για ουέφα κι εσείς μόνο για πρέφα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εμπνευσμένο από τον παλαίμαχο τερματοφύλακα του ΟΦΗ (;) Βαγγέλη Χοσάδα, ο όρος «Χοσάδας» χρησιμοποιείται για να περιγράψει τολμηρό άνδρα που δεν φοβάται να φλερτάρει.

- Πάλι σε γκόμενες μιλάει ο Γιώργος;
- Ναι ρε, είναι μεγάλος χοσάδας αυτός..

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τρίπτυχο που λακωνικά περιγράφει την ευτυχή κατάληξη ενός φλερτ.

Μπορεί να γραφτεί και ως: Α-μου-κάτσει, Α-μουνί-κε, Ρουφάει...

Εμπνευσμένο από τρεις διεθνείς νιγηριανούς ποδοσφαιριστές της δεκαετίας του 90:

Daniel Owefin Amokachi
Emmanuel Amuneke
Peter Rufai

Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός πως οι δυο πρώτοι (Αμοκάτσι-Αμουνίκε) ήταν επιθετικοί, ενώ ο Ρουφάι ήταν τερματοφύλακας. Λεπτομέρεια που προσδίδει επιπλέον σημειολογική ομορφιά στον ορισμό.

Μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε συνδυασμό με το λήμμα Χοσάδας (ο)

  1. - Τι λέει το πάρτυ;
    - Καλά μωρέ, τα κλασσικά... Αμοκάτσι, αμουνίκε ρουφάι.

  2. (μέρος του λήμματος σε ερώτηση): - Σου φαίνεται καλή αυτή;
    - Ναι, αλλά αν αμοκάτσι αμουνίκε, λες να ρουφάι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι η ελληνική παραλλαγή της ιστιοπλοΐας, μόδα της τελευταίας δεκαετίας. Άσπρα κόκκινα κίτρινα μπλε καραβάκια κατακλύζουν το Αιγαίο, ο σκίπερ συνήθως είναι βερμουδιάρης, το πλήρωμα μπουζουκογκόμενες ή εναλλακτικές καθώς και άλλοι βερμουδιάρηδες, τα χώνουν στις ψαροταβέρνες που την έχουν καταλάβει τη δουλειά και σερβίρουν, εννοείται, αστακομακαρονάδες -και το πανί σπανίως ανοίγει, πότε γιατί φυσά πολύ, πότε γιατί δεν φυσά καθόλου. Αγαπημένα τους μέρη τα ήσυχα κολπάκια στα οποία, προτού φύγουν για να επιστρέψουν στο Κλεινόν Άστυ ή όπου αλλού, αφήνουν τα σκουπίδια τους, τα σκατά τους, τις σαπουνάδες τους ή ό,τι άλλο έχουν ευχαρίστηση. Να με συχωρέσουν οι εξαιρέσεις.

- Πώς πήγε η ιστιοπλοΐα;
- Σκατά. Μόνο ιστιοπλοΐα δεν ήτανε. Πανί δεν άνοιξε δήθεν γιατί δεν φύσαγε αρκετά και η μηχανή έκαιγε τρεις μέρες συνέχεια, πεθάναμε από τη μπόχα και τον θόρυβο, οι γκόμενες ζαλίζονταν, ο μαλάκας ο Σάκης το στούκαρε σε ξέρα και μετά πληρώναμε όλοι μαζί τη ζημιά, το σκάφος αν δεν ήμουν εγώ θα έζεχνε από τη βρώμα, τί άλλο θέλεις, ιστιοφλωρία σου λέω, οι τύποι είναι ανίκανοι. Δεν ξαναπάω, αλλιώς μου τα είχαν πει...
- Όταν σ'τα έλεγα εγώ με έλεγες γρουσούζη. Αφού τους ξέρω ρε μαλάκα, πάντα έτσι τα κάνουν, δεν ακούς τη γριά πουτάνα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Κάποτε αγόραζες οικόπεδο με τον λόγο τιμής. Σήμερα, άστα...».
Οι άνθρωποι αυτού του μυθικού κάποτε ελέγοντο λογοτιμήτες (προσοχή στον τόνο) και συνεννοούντο με χειραψίες. Αδερφή φυλή με τους παντελονάτους.

Ο όρος γνωρίζει revival -έχω την εντύπωση- σε ποδοσφαιροκουβέντες (δεν γνωρίζει πάντως revival το είδος).

  1. Ο πρόεδρος φίλε είναι παντελονάτος και λογοτιμήτης. Οι μανατζαραίοι τα έχουνε μπλέξει

  2. Aς ακούσουμε τα λόγια του [συγγραφέα Γ. Ιωάννου] από το διήγημα «O λογοτιμήτης». «...Tώρα σφάδαζε μπροστά μας και ξερνοβολούσε. Tοξικομανής, βέβαια, γι' αυτό και τόσο απελπισμένος. Το σχεδόν ολόγυμνο κορμί του ήταν εικονογραφημένο κατά τις καλύτερες παραδόσεις της φυλακής. Oυκ οίδασι ότι το σώμα ημών ναός του εν ημίν Aγίου Πνεύματός έστιν; Πώς μπόρεσε λοιπόν να χωρέσει και τόση βρωμιά; Kι όμως, απάνω σ' αυτά τα παθιασμένα σώματα ριζώνει ωσάν βασιλικός στην κοπριά ο Σταυρός του Xριστού»*. [από δω]

  • σημ. ο φυλακισμένος που είναι παντελονάτος και λογοτιμήτης συνιστά φυσικά την πεμπτουσία της έννοιας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified