Το στάδιο Καραϊσκάκη.
- Φάγανε πέντε γκολ στο γαυροτήγανο.
Το στάδιο Καραϊσκάκη.
- Φάγανε πέντε γκολ στο γαυροτήγανο.
Got a better definition? Add it!
Φίλαθλος ομάδας, συνηθέστερα αεκτζής ή παοκτζής, που σε κάθε αγωνιστική θεωρεί πως η ομάδα του αδικήθηκε από την διαιτησία.
Ο όρος προέρχεται απο τον καθηγητή διατησίας Π. Βαρούχα, ο οποίος στην τηλεοπτική εκπομπή Αθλητική Κυριακή αναλύει την ορθότητα των αμφισβητούμενων αποφάσεων σε κάθε αγώνα.
-Φιλαράκι δεν το πιστεύω, μας έσφαξαν σου λεω τα κοράκια.
-Δε μας χέζεις ρε βαρούχα, έφαγες τέσσερα και μιλάς και από πάνω.
Got a better definition? Add it!
Ποδοσφαιρικός όρος που χαρακτηρίζει ποδοσφαιριστή τόσο αργό σε αντανακλαστικά και κινήσεις που μέχρι να στρίψει βγάζει γένια.
Συνώνυμα:
Αντώνυμα:
Καλός μωρέ ο Ρίμπο αλλά πολύ στριψοξούρας ο κερατάς.
Got a better definition? Add it!
Άχρηστος άγιος που δεν υπάρχει. Στη Θεσσαλονίκη πιστεύεται ότι καλύτερα να μην υπάρχει για το δικό του το καλό καθώς θεωρείται τσιράκι του Κόκκαλη και ερυθρόλευκος ιπτάμενος καραγκιόζης, και αν τον πετύχει κανείς θα του σπάσει το έλκηθρο γιατί έχει αθηναϊκές πινακίδες. Επιπλέον, η Θεσσαλονίκη έχει και Άι Δημήτρη που είναι και δικό μας παιδί, που είναι και ΠΑΟΚ.
-Ερυθρόλευκε άι Βασίλη, να πας στην Πάρνηθα με τους Αθηναίους τα πλουσιόπαιδα, που είναι το πρωτάθλημα του ΠΑΟΚ. Τσιράκι του Κόκκαλη είσαι.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ρίχνω βίαια κάποιον στο έδαφος. Συναντάται σαν όρος κυρίως όταν αφορά σε παιχνίδια ποδοσφαίρου.
Είδες χάλια η διαιτησία; Τον γκρέμισε τον επιθετικό ο τερματοφύλακας και δεν έδωσε πέναλτι.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Επίσης και το άκυρο σουτ ποδοσφαιριστή που περνάει ψηλά, πολλά μέτρα πάνω από τα δοκάρια.
Άντε ρε βγάλτον έξω! Όλο τσαρούχια τραβάει!
Δες και τσουρουκάς
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο όρος αναφέρεται στο δημοφιλές videogame για ποδόσφαιρο Pro Evolution Soccer.
1 - Πίνω μπάφους και παίζω Pro.
2 - Χθες τον νίκησα στο Pro.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Πολύ χοντρός, γιγαντόσωμος. Προέρχεται από τον μεγάλο αθλητη Δ. Τόφαλο, παγκόσμιο πρωταθλητή της άρσης βαρών στις αρχές του αιώνα και μετέπειτα παλαιστή του κατς.
- Πω-πω πώς πάχυνε έτσι ο Νικολάκης, σαν τόφαλος έγινε!
Βλ. και liposan, αβοκάντο, αρκούδα, βόιδαγλας, βους, βυζόχερος, εύχοντρος, ζελές, θωρηκτό Ποτέμκιν, ιπποπόταμος, κινητό χασάπικο, κουμπαράς, κρεοπωλείο η αφθονία, Μπίλιας, μπόγος, ντουλάπα, ξίγκι, Οβελίξ, πατσοκοιλιάς, σμπόκος, χοντρολίπαρος, χοντρομπαλάς
Got a better definition? Add it!
Η χαζή μαζορέτα.
- Ο αγώνας δεν έλεγε τίποτα...
- Ναι, ειδικά οι χαζορέτες.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Κοινώς, με πέτυχε στ' αρχίδια.
Ύστερα από σουτ η μπάλα χτυπάει τ' αρχίδια του αντιπάλου.
-Καλά ρε μάλακα... τι σταρχιδοβόλος που είσαι!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified