ο θεόμπαρος ή το θεόμπαρο είναι ο παχύσαρκος.
Προέρχεται απο τον μπαλό, οπου παρατειρείται μετατροπή του λ σε ρ.
ο θεόμπαρος ή το θεόμπαρο είναι ο παχύσαρκος.
Προέρχεται απο τον μπαλό, οπου παρατειρείται μετατροπή του λ σε ρ.
Got a better definition? Add it!
Στα «ντούρα» καλιαρντά (σύμφωνα με τον Πετρόπουλο) είναι ο κακάσχημος.
Σημαίνει «πελάτης πόρνης», δηλαδή είναι τόσο άσχημος που μπορεί να πάει μόνο με πόρνη.
Got a better definition? Add it!
Ο μετανάστης στα καλιαρντά. Προφανώς απο το αλλού και το τέρα.
Καλιαρντές που είναι οι αλλουτέρες! Όλο στο γυροδιακονιάρισμα.
Got a better definition? Add it!
Η αρκούδα. Δηλαδή χοντρή λύκαινα.
Δικέλεις την κατέ μπαρότατη; Ου μωρη μπαλογουγούλφω!
Got a better definition? Add it!
Στα καλιαρντά, καλιαρντός είναι ο κακός και ο άσχημος. Αντίθετο είναι το λατσός.
Απο εκεί βγαίνει και το ίδιο το όνομα των καλιαρντών!
Ο Πετρόπουλος υποθέτει ότι προέρχεται από το γαλλικό gaillard (προφ. «γκαγιάγ») που σημαίνει «εύθυμος, αναιδής»
Βέβαια σημειωτέον ότι η λέξη gaillard σχετίζεται με το Αγγλικό gay (=εύθυμος) αλλά δεν ξέρουμε αν αποτελεί σύμπτωση. Αν είναι έτσι, καλιαρντός κανονικά σημαίνει «γκεϊδίστικος» και είναι ιδανική λέξη για να περιγράψει τη γλώσσα τους. Δεν ξέρουμε όμως ποια έννοια ήρθε από ποια (ακούω θεωρίες και γνώμες!)
τζους καλιαρντό γκουγκού!!
Got a better definition? Add it!
Στα καλιαρντά η ψωροφαντασμένη.
Ο Πετρόπουλος το συσχετίζει με τη ρεμπέτικη λέξη αγαθολουλούδης.
Ντικ πως δικέλει ιμάντες η αγαθόκλα τσαρδόφατσα! Τζους μωρή!
Got a better definition? Add it!
Καλιαρντιστί, οι μπάτσοι.
Ρουνότσαρδο: το αστυνομικό τμήμα.
Ρουνονταλίκα: το περιπολικό, ήτοι κωλάδικο, καρούμπαλο κλπ.
Προς οιονδήποτε καλιαρντομαθή: ετυμολογίες και παρετυμολογίες, ευπρόσδεκτες. Αναμένω στο ακουστικό μου.
- Κουραβελτουά η ρούνα, δίκελε μωρή...
(αξιογάμητο το μπατσάκι, για δες μωρή...)
Got a better definition? Add it!
Ο μάτσο και μπρουτάλ φαναρτζής- επισκευατζής- υπάλληλος γκαράζ στα καλιαρντά. Εκ του γκαράζ + τεκνό. Η χαρά του κάθε πισωγιομίδη που σέβεται τον εαυτό του, αλλά και κάθε γυνής με έφεση σε αρσενικά του τύπου Σάκης ο υδραυλικός.
...Και δικέλω από απέναντι ένα λατσό γκαραζότεκνο...
Got a better definition? Add it!
Ο γκόμενoς, η γκόμενα.
Πιθανώς γύφτικης προελεύσεως. Βλ. και κατέ.
-Που λές αυτή η υψομετρού, αβέλει σερμελιά φίφα και σολονταπιάζεται
-Μα είναι δυνατόν ;
-Μαξ και λαντί. Μου το μπέναψε η καλέ του γαργαρότεκνου, που την δίκελλε τις προάλλες.
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!