Further tags

Εκ των τζάζω, τζασλός και τεκνό, είναι στα καλιαρντά το τρελόπαιδο.

Φτώχια, τρέλα και πουστιά. Τα τρία κακά της μαύρης μοίρας μου της θεόκουλης. Πώς έμπλεξα εγώ, παιδάκι από σπίτι νοικοκυρεμένο μ’ αυτούς τους άχαλους; Ένα αγοράκι με καλούς τρόπους ήμουνα, πρώτος μαθητής στο σχολείο μου και λατσό μπισκετάκι. Δεν ήμουνα τζασλότεκνο. (Αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published

Ο χοντρός στα καλιαρντά. Μάλλον εκ του baro που σημαίνει μεγάλος στα Ρομανί. Βλ. οι επιρροές της ρομανί στα καλιαρντά και εδώ. Πρβλ. και μπαλόμπα.

Είχα, φαίνεται, την κλίση, μ’ έβαλε χέρι κι ο μπαλός, ο άχαλος και μου έγινε χούι. Με κατάστρεψε το τομάρι. Απ’ το Θεό να το βρει, ο κωλόγερος. (Αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά είναι ο εργένης, ο μπεκιάρης. Από το ιταλικό solo (= μόνος) και το τεκνό.

Τ’ αδέρφια μου, μεγαλύτερα, δύο αγόρια. Ο Άγης, ένας παίδαρος, θεολάτσα, οικοδόμος, πήγαινε στη Γερμανία, μάζευε λίγα μπερντέ, ερχόταν πίσω στην πατρίδα, τα έτρωγε με τις γκόμενες, γιατί ήταν μπουτ μουτζοτός, μπουτ μουνάκιας, πάλι καβαλούσε το τρένο και γύριζε πίσω εμιγκρές. Δος του καυλομαξίλαρο και πάρ’ του την ψυχή. Μια δόση έβγαλε καλά φράγκα και μου πήγε στον Μουτζότοπο να τα γλεντήσει, τα ξόδεψε στις σαρμούτες και στις καρακαλτάκες κι έμεινε στο φινάλε ταπί και ψύχραιμος. Οι σούπερ αντρουά λατσεύονται τον Μουτζότοπο κι εμείς οι καραλουμπίνες τον Τζιναβότοπο, το Αδερφοχώρι. Καλόψυχο πλάσμα ο Άγης μας αλλά απότομος χαρακτήρας. Ούτε για στεφάνι έκανε, γέρασε κι ακόμη μπεκιάρης κάθεται, σολότεκνο. Ήτανε μπερδεμένος και με την Αριστερά, με τους λαϊκούς αγώνες. (Αποκατέ).

(από Khan, 07/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά είναι ο νεαρός λαϊκός τραγουδιστής. Από το σεβντάς που σημαίνει την πολυτραγουδισμένη ερωτική λαχτάρα και καημό εκ του τουρκικού sevda.

Βρέθηκα εκτός σπιτικής εστίας. Κουλά. Κοπροσκύλιαζα, η λουμπίνα, γυρνοκοπούσα εδώ κι εκεί. Τραγουδούσε τότε ο σούπερ σεβντοκατές, ο Καζάντζος –μόλις είχε βγει- ένα τραγούδι πονεμένο, «Είμαι ένα κορμί χαμένο, ένας άσωτος υιός», γκραν σουξέ. Μέρα νύχτα δεν τ’ άφηνα απ’ τα χείλη μου. Για μένα ήτανε γραμμένο, θαρρείς. Το τραγουδούσα κι έκλαιγα.

Απ’ το σπίτι μου διωγμένος κι απ’ τον τόπο μου μακριά, στο γκρεμό κατρακυλάω κάθε μέρα πιο βαθιά.

Μπουτ το γουστάρω το λαϊκό τραγούδι, πολύ λατσεύομαι το καημόκουτο. Και πιο πολύ τον Στελάρα, που ήταν τότε ένα σεβντότεκνο μούρλια. (Αποκατέ)

Όταν ο Στελάρας ήταν σεβντότεκνο και λατσότεκνο... (από Khan, 24/12/12)(από Khan, 24/12/12)

Got a better definition? Add it!

Published

Στα καλιαρντά είναι ο λαϊκός τραγουδιστής, βλ. και σεβντότεκνο.

Αν ακούγατε τη φράση «αβέλω τη σερμέλα του σεβντοκατέ», που θα πήγαινε το μυαλό σας; (Από το greekbdsmcommunity.com).

Got a better definition? Add it!

Published

Συνώνυμο του καλιαρντού πιπιλογαμούλης, πρόκειται δηλαδή για τον ευαίσθητο, τρυφερό, ρομαντικό, ήτοι ευαισθητοπούτσικο εραστή. Χρησιμοποιείται και ευρύτερα ως μειωτικό για κάποιον που δεν είναι σκληρός ούτε φανατικός.

  1. Η ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΙΑ ΛΟΥΓΚΡΑ ΑΠΟ ΔΗΘΕΝ ΑΡΙΣΤΕΡΟς ΠΗΓΕ ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΤΟΝ ΕΚΑΝΑΝ ΥΠΟΥΡΓΟ ΑΜΕΣΩΣ, Ο ΠΙΠΙΛΟΓΑΤΟΥΛΗΣ (Εδώ).

  2. Σαν ηθοποιος ηταν και παραμενει ενας αχρηστος κομματικος πιπιλογατουλης,που με το ζορι επαιζε θεατρο και τηλεοραση και στη Λυρικη Σκηνη οταν του εδινε δουλεια το ΠΑΣΟΚ !! (Αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published

Επιθυμητή, ποθητή, καυλιάρα στα καλιαρντά εκ του τουρκικού murat.

  1. Αφαντη η Αθηνα που και μουρατω δεν τη λες μη χεσω. Τη κατάπιαν τα Χανιά. Δεν ξερω ποτε θα αριβαρει στην Τερόμουτζα αλλά νομιζω συντομα πρέπει να είναι στο μπεναβοκουσκούσι. Εγώ τώρα θα τζάσω το κελόπαγκρο γιατί το έχω αρχίσει μη τ αφήσω στη μέση και θαρθω από κει. Με φρέσκο βουτυρο την έκανες την σουκροκαρύδα; (Αποκατέ).

  2. Είπαμε, καλέ, πως ήμουνα και μουράτω. Από τις βίζιτες πορευόμουνα, αφού δουλειά δεν είχα και δουλειά δε θα μου’ δινε κανείς. Είχα μια επιδερμίδα βελούδινη, έμοιαζα τη Τζίνα Λολομπρίτζιτα, τα μάτια της έχω τα σπανιόλικα και τα μαριόλικα, γι’ αυτό με βγάλανε οι άλλες οι κατέ, Λολό. Στο Παρίσι, η Μπε-Μπε και στη Ρόμη η Λο-λό. (Αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published

Αυτός - ή που είναι λούμπεν.
Το λέμε για να χαρακτηρίσουμε κάποιον ως πονηρούλη.

Μεγάλη λουμπίνα ο υπουργάκος...μας έσκισε στους φόρους.

Got a better definition? Add it!

Published

Θηλυκό εξαιρετικής ασχήμιας που η ακαλαισθησία της αγγίζει την γελοιότητα.

Ετυμολογικά προέρχεται από τη λέξη «μούντζα» που εκτός από τη γνωστή χειρονομία δηλώνει σπανιότερα το γυναικείο γεννητικό όργανο (βλ. μουνί) και τη λέξη «σχήμα» προερχόμενο απ το ιερατικό σχήμα, που όποιος το ακολουθήσει, υποχρεώνεται να φορά ιερατικά άμφια. Σε κάθε περίπτωση δηλώνει τη γυναίκα που είναι σαν να έχει ένα επιπλέον αιδοίο στο πρόσωπό της.

- Ωραίο μουνάκι η Λυδία... Της τον ρίχνω άνετα.
- Τι λες ρε μαλάκα! Προτιμώ την προγιαγιά μου απ' αυτή τη μουντζόσχημη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αστυνομικός στα καλιαρντά (και όχι μόνο) εκ του γουρούνα.

Με τα ξεφωνητά και τις τσιρίδες μου αριβάρανε οι ρούνες και με αβέλανε στο ρουνάδικο.

(από Khan, 01/05/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified