Further tags

αβέλω φιόγκο, δένω φιόγκο

Στα καλιαρντά σημαίνει "συνουσιάζομαι με κίναιδο που νόμιζα πως είναι επιβήτωρ" (κατά τον Ηλία Πετρόπουλο), πλην απεδείχθη ότι δεν ήταν. Περαιτέρω anal-υση στο εξαιρετικά κατατοπιστικό λήμμα φιόγκος του Αἴαντος.

  1. Αβέλω φιόγκο του 'πανε καημόπουτσα και μπουρδοφαφλατού που να αβέλεις σε σερμελιά και μουτζό να γίνεται και να τζάσεις στο ρουνάδικο και να βουέλεις γκάζα. (Μπουντουσουμού).
  2. -Αβελες καμμιά λατσή σαρμέλα?
    -Αβελα. Αβελα φιλενάς αστα... μπουτ λατσο το τσόλι.. σαρμελια γδουπα... Κουραβέλτες.. και απανωτες κουραβελτες... Λατσααααα... Αβελα πιασμαν στην μπάρα... και μπονμπον μπουτ... Γδουπα φιλενας... Γδουπα.... Αχχχχχχχ.... Θελω να τον αβελω συνεχεια.....
    -Αχ λατσά φιλενάδα... Σου αβέλει και κοντροσόλια?
    -Ολα μου τα αβελη φιλεναδα ολα... Εχει και κατι μπουτια... σφιχτα και τραγανα σαν κερασια...
    -Ax λατσά, τσόλια ολκής δύσκολα βρίσκεις. Τα πιο πολλά δένουν φιόγκο με άλλες μπαροβγαλμένες. (Καλιαρντοδιάλογος στο Μπου).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η νηστεία στα καλιαρντά, εκ του α΄ συστατικού γκόντο- που δηλώνει τα σχετικά με τον Θεό (< αγγλικό God), το στερητικό άλφα και το χάλω που σημαίνει τρώω (ρομανί προέλευσης), εν ολίγοις η αφαγία για θρησκευτικούς λόγους.

Ενώ ο λαός λιγδομπερντές βικιολοβουρδιασμένος, ατζινάβωτος και αναιμιάρης συνεχώς στο ανεμοτζάσιμο και στην γκοντάχαλη, αβέλει διακονά στο μπερντέ κι έχει πέσει στην αχαλού και στο γυροδιακονιάρισμα. (Από σκετσάκι του Χάρρυ Κλυνν)

(από Khan, 18/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει νηστεύω στα καλιαρντά εκ των γκόντης= Θεός (<αγγλικό God) και του στερητικού α- και του χάλω= τρώω (<hal που έχει την ίδια σημασία στη ρομανί).

Ενώ ο λαός γκονταχαλώνει και αβέλει διακόνα στο μπερντέ και στο γυροδιακονιάρισμα. (Με τον τρόπο του Χάρρυ Κλυνν).

Σαρακοστιανός χίπστερ. (από Khan, 03/04/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά είναι η ζάλη και δη η ερωτική ζάλη, εκ του δικέλω (=βλέπω < dikhel στη ρομανί) και του σβούρα. Δηλαδή φάση η όρασή μου γίνεται σβούρα,

Όλα γύρω μου γυρίζουν

είμαι δικελοσβουριασμένος.

Μόλις τον είδα τον γκούρμπαντο, έπαθα μια δικελόσβουρα άλλο πράμα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ζαλισμένος στα καλιαρντά, εκ των δικέλω (=βλέπω < dikhel της ρομανί με την ίδια σημασία) και σβούρα, δηλαδή είναι αυτός που έχει πάθει ίλιγγο ή ζάλη και τα βλέπει όλα σβουρισμένα ένα πράμα.

Ενώ ο λαός, λιγδομπερντές, δικελοσβουριασμένος, ατζινάβωτος και αναιμιάρης συνεχώς στο ανεμοτζάσιμο και στη γκοντάχαλη, αβέλει διακόνα στο μπερντέ κι έχει πέσει στην αχαλού και στο γυρωδιακονιάρισμα.

Ένας πούστης να μιλήσει

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καλιαρντή λέξη που σημαίνει την κόρη, τη θυγατέρα, ετυμολογούμενη από το ηράκλω (<rakli, rakhli = κοπέλα, κόρη ξένη στη ρομανί) και το μουτζό (<mindž = αιδοίο στη ρομανί). Βλ. και ηρακλοβιρτζίνω.

Αβέλετε τζαστικό μωρή γκαζοζού, που μου μου θέλετε και κουραβέλτες με την ηρακλομουτζού. (Από το μπου).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ηράκλω στα καλιαρντά είναι η γυναίκα. Όπως σημειώνει το Πονηρόσκυλο εδώ, ετυμολογείται από τη λέξη της ρομανί rakli, rakhli = κοπέλα, κορίτσι, κόρη – ξένη, όχι Ρομ στην καταγωγή. Ηρακλωτά σημαίνει γυναικεία, και προσδιορίζει σεξουαλική στάση, όπου ο "παθητικός" ερώμενος κάθεται ανάσκελα σε φάση ιεραποστολικού. Το αντίθετο, το μπρούμυτα, λέγεται νορμάλ στα καλιαρντά, υπονομεύοντας την ετεροκανονιστικότητα. Θεωρείται, δηλαδή, σαν κατά μία μάλλον αντεστραμμένη κανονιστικότητα, το "νορμάλ" για τον τζιναβωτό/τζινάβοντα τα καλιαρντά να είναι το εκ του πρηνηδόν, ενώ το ανάσκελα να είναι το ηρακλωτά, όπως το κάνουν δηλαδή οι γυναίκες.

  1. -Άντε γαμήσου μωρή τραβελογεννημένη σούφρα. - Ηρακλωτά ή νορμάλ; (Καλιαρντοδιάλογος στο Μπου).
  2. Το ντέζι μου χτύπησε κόκκινο, ξάναψα!!! Φαντασιώνομαι νταβραντισμένους και εξαγριωμένους τουρκαλάδες κλασσικούς μουσικούς να με κυνηγάνε ξαναμμένοι στα σοκάκια του Αναπλιού κραδαίνοντας αντί για φαλλούς τα δοξάρια τους, τα τσέλα τους, τα ομποε κλπ και να θέλουν να μου πάρουν ό,τι πολυτιμότερο έχει μια ελληνοπούλα: τη τιμή της, την ελευθερία της και την εθνική της περηφάνια!! Να μου εφαρμόζουνε το οθωμανικό τους δίκαιο τραγουδώντας Bach στα Τούρκικα, κι εγώ ηρακλωτά να ικετεύω το Σταϊκόπουλο να με γλυτώσει γι’άλλη μια φορά μετά απο 190 χρόνια!! Να γίνετε της Μπουμπουλίνας το κάγκελο!!!! Άμα όμως μ’αρέσει ο Bach Mελίνα μου; (Αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά σημαίνει το θηλυκό, τη γυναίκα, την ηρακλιά. Ευτυχώς ετυμολογήθηκε από τη ρομανί (βλ. λήμμα Πονηρόσκυλου: <rakli, rakhli = κοπέλα, κορίτσι, κόρη – ξένη, όχι Ρομ στην καταγωγή· η Ρομ κοπέλα είναι čhaj) κι έτσι δεν χρειάζεται να κάνουμε πορτοκαλιστικές παπαρετυμολογίες από τον ήρωα Ηρακλή.

Όπως ο Ηλίας Πετρόπουλος που περιέχει μια ενδιαφέρουσα γιαλομιά στην α΄ έκδοση των Καλιαρντών (1971), αναφερόμενος σε φοβία (εννοείται των ομοφυλόφιλων προς τις γυναίκες στις οποίες αποδίδουν τα ονόματα ηρακλιά, ηρακλωτό, ηράκλω) ή και σε ειρωνεία.

Έτσι μπήκα στο μουτζότσαρδο [...] κάθησα στη μολτοκαθίστρα και άβελα μαρμαρού το ηρακλωτό... Βγήκε η Μίλα η Ρωσίδα ξανθιά με ωραίο baby doll και λυγερή κίνηση. (Από κριτική στο Μπου).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κότα στα καλιαρντά, ρομανί προέλευσης (khajni = κότα, προφέρεται κχαϊνί).

  1. Αβέλω χαρχάλω (Με έπιασε πείνα) βουέλω να χάλω (Και θέλω να φάω) κακνά της κακνής δικελτά (Αυγά μάτια τηγανητά) Αβέλω μπαλόμπα (Έχω γίνει χοντρή) Και νάκα η μπόμπα (Και δεν κάνω πίπες) Μονάχα τα μπουτ πιασμαντά (Μονάχα βάζω συνέχεια χέρι) (Από το άσμα Καλιαρντοσύνες)

  2. Της κακνής τα κακνά αβελέ τα δικελτά ... γελιο που χουν τα καλιαρντα.τι τα μιλατε ομως εσεις οι ξεφωνημενες αφου τωρα εχουμε και καλα δημοκρατια. (Από μπουρδελοσάιτ).

(από Khan, 12/11/14)Καλιαρντός πλην καλιαρντοφοβικός Γεωργίου. (από Khan, 12/11/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γκόμενoς, η γκόμενα.

Πιθανώς γύφτικης προελεύσεως. Βλ. και κατέ.

-Που λές αυτή η υψομετρού, αβέλει σερμελιά φίφα και σολονταπιάζεται -Μα είναι δυνατόν ;
-Μαξ και λαντί. Μου το μπέναψε η καλέ του γαργαρότεκνου, που την δίκελλε τις προάλλες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified