Selected tags

Further tags

Πρόκειται για ρήμα, το οποίο ανήκει στη γλωσσική οικογένεια των καλιαρντών και το οποίο δηλώνει τη γεμάτη ζωντάνια και άρωμα ενέργεια του πέρδομαι - κλάνω.

Το παρόν λήμμα απαντάται στο βιβλίο Καλιαρντά (Αθήνα, 1971) του αλήστου μνήμης Η. Πετρόπουλου, ενώ για περαιτέρω μελέτη του ζητήματος (της κλανιάς) ο ενδιαφερόμενος μπορεί να ανατρέξει στο σχετικό ενδελεχώς δοσμένο λήμμα.

-Ρε Μήτσο τε λε ρε αυτός;
-Τε λε;
-Λε ότι θα σε τσαλακώσει!
-Θα τον ρελιάρω τον αβροβάτη στη μάπα και θα ψάχνει τρούπα να κρυφτεί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη που στα καλιαρντά αναφέρεται κατ' εξοχήν για να περιγράψει τον ομοφυλόφιλο.

Ο παραλληλισμός έγκειται στο ιδιαίτερο σχήμα της δαντέλας, το οποίο προσδιορίζεται από ένα διάτρητο πλέγμα από λεπτές κλωστές, οι οποίες διατάσσονται στο εν λόγω πλέγμα με τη χρήση μιας βελόνας, της οποίας χαρακτηριστικό γνώρισμα είναι η στρογγυλή της αιχμή (αγκυροβελόνα).

Εδώ, η ομοιότητα της τεχνικής πλεξίματος με αυτή της τεχνικής πισωκολλήματος είναι πρόδηλη, ενώ παράλληλα ομοιότητα παρουσιάζεται και με τη συνεπακόλουθη (σε σπάνιες, αλλά καθόλου άγνωστες περιπτώσεις) γνωστή σε χειρουργικά φόρα τεχνική της πρωκτοραφής.

Ο τύπος είναι εντελώς δαντέλα, από το πολύ γαμήσι ψάχνει χειρουργό για να του κάνει πρωκτοραφή.

Αρσενικό και παλιά δαντέλα (από HODJAS, 26/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για έκφραση η οποία ανήκει εις την γλωσσική οικογένεια των καλιαρντών και η οποία ακολουθεί τη γενικότερη γλωσσοπλαστική κατεύθυνση του εν λόγω λεξιλογίου. Κατ' ουσία η έκφραση αυτή αποτελεί κατάρα που συνήθως αποδίδεται σε νεαρές κορασίδες, αλλά και σε άτομα του ετέρου φύλου σημαίνοντας την αδυναμία κατάκτησης κάποιου στόχου, την αδυναμία ευρέσεως κάποιου ποθητού αντικειμένου.

Πέραν της μεταφορικής χρήσεως της, η έκφραση χρησιμοποιείται και κυριολεκτικά σε περίπτωση που κάποια ψωνισμένη (προφανώς, αλλιώς δεν εξηγείται) γκόμενα μας δώσει πασαπόρτι και εμείς με επιδεικτικό τρόπο τις μεταφέρουμε τις ευχές μας με αυτόν τον ευχάριστο γλωσσικό τρόπο.

Ενίοτε συνοδεύεται από κάποιον επιθετικό προσδιορισμό αρνητικής σημασίας, το οποίο δίνει μεγαλύτερη ένταση στη κατάρα.

  1. -Έλα ρε ψηλέ κάνε μου τη χάρη και φτιάξε το pc. -Ρε δικέ μου σου λέω δεν έχω χρόνο ούτε να ρελιάρω. -Που να ζητάς ψωλή και να μη βρίσκεις ούτε δάχτυλο μαλάκα ψηλέ!

  2. -Ρε μωρό γιατί μου ζητάς να χωρίσουμε, μόλις που γνωριστήκαμε, δε με ξέρεις καθόλου για να μου λες ότι δε σου αξίζω. -Είπα Τ Ε Λ Ε Ι Ω Σ Α Μ Ε! -Που να ζητάς ψωλή και να μη βρίσκεις ούτε δάχτυλο παλιομαλάκω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κουράστηκα, τα παράτησα, δεν θέλω να ασχοληθώ άλλο.

H φράση μπορεί να φανερώνει κούραση και απελπισία λόγω εργασίας ή μιας καλής αλλά ανθυγιεινής διασκέδασης. Παρόμοιες φράσεις είναι και οι:

Το εμφανές νόημα της φράσης είναι ότι έχω πεθάνει-είμαι νεκρός-τα έχω τινάξει τα πέταλα, οπότε το να συνεχίσω να μπλέκομαι στην οποιαδήποτε ασχολία είναι πια φύσει αδύνατο. Είναι ουσιαστικά το κύκνειο άσμα μιας δραστηριότητας που μπορεί να μας αφήνει πικρή (βλ. παρ.1) ή και, κάποιες φορές, γλυκιά γεύση (βλ. παρ.2).

  1. - Εντάξει μαλάκα, αυτήν την αναφορά δεν προλαβαίνω να την τελειώσω μέχρι αύριο.
    - Σιγά την δουλειά ρε ποντίκι!
    - Ε τότε κάν' την εσύ!
    - Εγώ; Τι λες ρε ψαρά; αναφορά; ο παλιός;
    - Δεν κάνω τίποτα και στ' αρχίδια μου, από το πρωί τρέχω. Έχω παραδώσει πνεύμα...

2.- Κώστα, κοίτα τον Μιχάλη.
- Μα καλά, πόσο ήπιε;
- Μια θάλασσα.
- Μιχαάληηηη! Μιχαλαάκηηηη!
- Κουνιέται;
- Μπα. Παρέδωσε πνεύμα. Καλό το πιώμα, αλλά να τον δω με τι κεφάλι θα ξυπνήσει αύριο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το τούρκικο hamal.

  1. Ο ανειδίκευτος εργάτης που μεταφέρει βάρη, ο αχθοφόρος, ο φορτοεκφορτωτής.
  2. Το παιδί για όλες τις δουλειές, ο κουβαλητής σε σημείο εκμετάλλευσης, το κοροϊδάκι που κάνει ο,τι του ζητούν.
  3. Ο άνθρωπος που κάνει τις βαριές δουλειές με χαμηλό μισθό.

1.- Ρε Πέτρο, άντε πετάξου μία στο supermarket!
- Να πας μόνος σου, χαμάλης είμαι να κουβαλάω τα ψώνια σου;

  1. - Κοίτα τον, κοίτα τον. Μέχρι και την τσάντα της κουβαλάει. Ο,τι του πει..! - Μια ζωή χαμάλης. Ό,τι του ζητάς το κάνει.

  2. Άμα δε μάθεις γράμματα, μια ζωή χαμάλης θα είσαι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα κλαόσικά ξύλινα ποδοσφαιράκια όπου οκτώ μεταλλικές ράβδοι (σαν σούβλες) συνδέουν τους παίχτες-πιόνια των δύο ομάδων (τέσσερις για κάθε ομάδα) και, με μια χειρολαβή στην άκρη τους, ο παίχτης μπορεί να τις μετακινήσει και να τις περιστρέψει για να εμποδίσει ή να χτυπήσει το μπαλάκι.

Η ονομασία προφανώς έχει δοθεί από το γεγονός ότι τα ποδοσφαιράκια αυτά υπάρχουν συνήθως σε χώρους μαζί με ηλεκτρονικά παιχνίδια (ουφάδικα-μπλιμπλίκια) κι ορισμένες φορές και μπιλιάρδα.

Όταν ήμουν μικρός μου άρεσε πολύ το subuteo, αλλά τον ενθουσιασμό που σου δίνει το μπλιμπλίκι δεν τον βρίσκεις αλλού.

(από notheitis, 29/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ενεργητικός ομοφυλόφιλος, ο κωλομπαράς.

Είναι μπαρός ο κύριος...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ομοφυλόφιλος, ο πούστης.

Τρεις αδελφάδες είμαστε, κι οι τρεις μπαροβγαλμένες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα οπίσθια, ο κώλος.

Αυτή (αυτός) έχει τρεις σταυρούς (δηλ. 3 σταυρούς συφιλίδος) στην πούλη της.

Ζανετ Καπούγ(λ)ια (από GATZMAN, 17/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σεξ, η σεξουαλική πράξη, το γαμήσι.

ΑΒΕΛΕ, ΚΟΥΡΑΒΕΛΕ ΚΑΙ ΚΟΥΡΑΒΕΛΤΑ ΝΑΚΑ.
Στην ουσία σημαίνει: το πάρε – δώσε και γενικά το deal και οι πολλές προσπάθειες για κάποιο πράγμα(κυρίως σεξ) αλλά στο τέλος ουσιαστικά να μην γίνεται τίποτα και να μην σου αποφέρει κανένα κέρδος.

Στην αρχή. (από Khan, 23/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified