Selected tags

Further tags

Στα καλιαρντά είναι το αστυνομικό τμήμα ή το περιπολικό (ή άλλο όχημα της αστυνομίας, λ.χ. πούλμαν). Εκ του ρούνα = αστυνομικός (μάλλον εκ του γουρούνα).

  1. Στις αρχές της εφηβείας μου έφευγα απ’ τον Πειραιά και ανέβαινα συχνά στην Αθήνα. Σύχναζα στην Ομόνοια με τις ώρες. Ομόνοια, Σύνταγμα, Ζάππειο. Μερικές φορές με έπιανε το ρουνάδικο, με πηγαίνανε μέσα και οι ρούνες μού δίνανε πολύ ξύλο, κυρίως μπουνιές στο στομάχι, με βάζανε με το ζόρι να τους πω αν ήξερα διάφορες αδελφές και μου δείχνανε τις φωτογραφίες τους, ή μου λέγανε τα παρατσούκλιά τους. Τελικά, χωρίς να το πολυκαταλαβαίνω, με τραβολογούσανε σε διάφορα αστυνομικά τμήματα όπου με χτυπάγανε άσχημα. Με χτυπάγανε αλύπητα, χωρίς καν να υπολογίζουν ότι ήμουν άνθρωπος σαν τους άλλους. (Εδώ).

  2. - Ποὺ νὰ ἀβέλῃς μὲ σὶκ τὸ ποῦλμαν τῆς χαρᾶς καὶ νὰ σὲ τζάσουν στὸ ρουνάδικο γιὰ ρεβύ, ξεκωλιάρα! (Σχόλιο Αἴαντος στο λήμμα πούλμαν).

(από Vrastaman, 09/02/12)Ρούνι-Ρούνι, το ύπουλο, κακό γουρούνι. (από Vrastaman, 09/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published

Λέξη των καλιαρντών. Εκ του πιάνομαι και του μουτζό που σημαίνει αιδοίο ή γυναίκα και, όπως μας υπέδειξε το Πονηρόσκυλο εδώ, δεν έχει σχέση με την μούντζα, αλλά με την ρομανί λέξη mindž = κόλπος, αιδοίο, χυδαία λέξη για το κορίτσι, τη φιλενάδα.

Το μουτζοπιάνομαι περιγράφει απρεπείς τσακωμούς μεταξύ κίναιδου (ή και στρέιτ άντρα) και γυναίκας ή δύο γυναικών μεταξύ τους, που χαρακτηρίζονται από μαλλιοτραβήγματα, ξεμαλλιάσματα, καλλιτεχνικό κατινάζ, ή στην καυλύτερη των περιπτώσεων mud wrestling. Πλέον σε μη αυθεντικά καλιαρντό πλαίσιο, η έκφραση χρησιμοποιείται ειρωνικώς για τσακωμούς, όπου το διακύβευμα δεν είναι σημαντικό, λ.χ. για διαδικτυακές τηλεμαχίες.

  1. Το δημοψήφισμα που σκέφτονται
    να μας βαλουν οι« κυβερνώντες»
    μια καινουργια περιπετεια δηλ
    μονο και μονο για να μας κανουν να μουτζοπιαστουμε παλι και να κρύψουν τις πομπες τους κατω απο το χαλι. (Αποκατέ).

  2. Παντως το χουμε παραχεσει το τοπικ........μονο για το θεμα του δεν μιλαμε...χαχα.......σε λιγο θα μουτζοπιαστουμε κιολας, ποιος στην χαρη μας...... (Αποκατέ).

  3. Έρχονται δύο καινούριες γυναίκες στην παρέα που είναι φίλες του κολλητού του γκόμενού σου. Λες στην κολλητή σου: «Ντικ τις μούτζες με τα εξτέ, πώς δικέλουν το δικό μου, αν τολμήσει να του μπενάψι τίποτα θα μουτζοπιαστούμε». (Αποκατέ).

Με την καλή έννοια (από Khan, 09/02/12)

Βλ. και μαδομούνι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά, (που διαμορφώθηκαν εν πολλοίς στα μέσα του 20ού αιώνα), υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες ευρωπαϊκής πρωτεύουσας: Αφενός το Παρίσι, που θεωρείται ότι έχει πολλές γυναίκες και πόρνες, και ονομάζεται γι' αυτό Μουτζότοπος εκ του μουτζό (βλ. εδώ για ετυμολογία). Και αφεδύο το Λονδίνο, που έχει πολλούς γκέι και ονομάζεται γι' αυτό Τζιναβότοπος εκ του συστατικού τζιναβο-, που σχετίζεται με την κατανόηση και την πονηριά (βλ. τζινάβω), αλλά και με την μύηση στον κόσμο των καλιαρντών και των γκέι.

Οι δύο λέξεις διασώζονται στο γνωστό βιβλίο του Ηλία Πετρόπουλου.

- Κόντρα πασιόζα τζόρνα άβελε ριτόρνο αποκατέ από Μουτζότοπο ο μουτζωτός. (= προχτές γύρισε από Παρίσι ο γυναικάς).

Got a better definition? Add it!

Published

Ο άνεμος στα καλιαρντά. Για την ακρίβεια σημαίνει η πορδή του Θεού, (θυμίζοντας σχετικές μετεωρολογικές εκφράσεις για τον Δία), καθώς προέρχεται από το γκόντης που σημαίνει Θεός, πιθανότατα εκ του αγγλικού God, και από το ρέλο που σημαίνει πορδή (όπως παρατηρεί το Πονηρόσκυλο εδώ ril είναι η πορδή στη διάλεκτο Σεπετζί του Βόλου, ενώ ο Ηλίας Πετρόπουλος στην έκδοση των Καλιαρντών του 1980 παρατηρεί την ομοιότητα της καλιαρντής λέξης με το αθιγγανικό ril / rila, και το ρουμανικό αργκοτικό ril, που σημαίνουν επίσης την πορδή).

Η λέξη χρησιμοποιείται και στο απρόσωπο αβέλει γκοντορελιά που σημαίνει «έχει πολύ αέρα». Χαρακτηριστικό παράδειγμα τα αυγουστιάτικα μελτέμια στο Τζιναβονήσι της Μυκόνου.

Πάσα: Αἶας.

Διακοπές στο Τζιναβονήσι.

Είναι ξελογιάρα, και γω αβέλω µπάκολο για τον τζιναβότοπο, τζάκα πηγαίνουν αδερφές για να δικέλουν σερµελιές, και όπως πάντα αβέλει γκοντορελιά. Πρώτα δικέλω για τσαρδί to let κι ύστερα ν’ αβέλω λούνι, τέλος πουλοβιδώθηκα τζάκα λούτσια σ’ ένα χαλότσαρδο για να προχαλέψω κατιτίς. (Αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά, είναι ο τόπος ο γεμάτος με τζιναβοτούς , δηλαδή με ομοφυλόφιλους. Ο Ηλίας Πετρόπουλος στο κλασσικό βιβλίο του Τα Καλιαρντά ορίζει ως Τζιναβότοπο το Λονδίνο, που θεωρείτο (μιλάμε για μέσα του 20ού αιώνα στο περίπου) ως η κατ' εξοχήν gay-friendly πόλη, τίγκα στις αδερφές κιέτσ', σε παραδειγματική αντίθεση προς το Παρίσι, που είναι ο Μουτζότοπος, δηλαδή η πόλη με τις ωραίες γυναίκες- μουτζές και πόρνες. Ο όρος, όμως, μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για άλλες Μέκκες του γκεϊλικίου και προορισμούς εμιλουγκρέδων. Λ.χ. τζιναβότοπος είναι η Μύκονος, που αποκαλείται και Τζιναβονήσι.

Το ρήμα τζινάβω είναι κατά τον Πετρόπουλο μάλλον «γύφτικης αρχής» και έχει ένα μεγάλο φάσμα σημασιών, όπως καταλαβαίνω, νιώθω, πονηρεύομαι, οπότε τζιναβοτός είναι ο πονηρεμένος, ο μυημένος στον τζιναβόκοσμο.

ΔΙΑΚΟΠΕΣ ΣΤΟ ΤΖΙΝΑΒΟΝΗΣΙ Του Τέου Ρόμβου

Είναι ξελογιάρα, και γω αβέλω μπάκολο για τον τζιναβότοπο, τζάκα πηγαίνουν αδερφές για να δικέλουν σερμελιές, και όπως πάντα αβέλει κοντορελιά. Πρώτα δικέλω για τσαρδί to let κι ύστερα ν’ αβέλω λούνι, τέλος πουλοβιδώθηκα τζάκα λούτσια σ’ ένα χαλότσαρδο για να προχαλέψω κατιτίς. Παρήγγειλα φρίσο και κει που έχαλα, δικέλω ντικ μια γκουρουμωτή τσαρδόφατσα που τζουρντάρει και με καρκαμπινιάζει. Τεκνό τα μπουτ λατσό, χρυσό καγκελοκλόκι και χρυσό τσαρδόγυαλο και στο σλιπολούνι μπόλικη φωτογένεια. (Αποκατέ).

(από Khan, 18/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά είναι η Κωνσταντινούπολη. Ο Ηλίας Πετρόπουλος που διασώζει (μεταξύ άλλων) την λέξη αρνείται να σχολιάσει την προέλευση της έκφρασης θεωρώντας την ευκόλως εννοούμενη. Πρόκειται, θα λέγαμε, για έναν αστεϊσμό πάνω στην αμφιλεγόμενη στάση που κράτησε ο Ελευθέριος Βενιζέλος σχετικά με το ζήτημα της Κωνσταντινούπολης και της Μικράς Ασίας μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (για τα οποία έχει χυθεί ατέλειωτο μελάνι και δεν χρειάζεται να προσθέσουμε άλλο).

Στην σημερινή συγκυρία, όπως και ο όρος βενιζελόμουτρο, μεταφέρεται από τον Ελευθέριο στον συνονόματο (;) Τούρκογλ..., εχμ, Ευάγγελο Βενιζέλο, που έτυχε Υπουργός Οικονομικών σε περίοδο παράδοσης της Ελλάδας στους δανειστές της. Οπότε από μπενάβοντες τα καλιαρντά (έστω ακαδημαϊκώς/ λαϊφστυλιστικώς πως και ουχί περιθωριακώς) βενιζελοδοσμένη θεωρείται πλέον η όλη Ελλάδα και όχι μόνο η Κωνσταντινούπολη, λόγω του ρόλου του Βενιζέλου του Νεωτέρου, που είναι παρομοίως αμφιλεγόμενος με αυτόν του επιφανούς συνονόματού του.

  1. Διατίθεται πρὸς τεκμηρίωσιν ἡ μαρτυρία ἐμοῦ καὶ ἄλλων παλαιοτέρων, καθὼς καὶ ἡ αὐθεντικὴ καλιαρντὴ λέξις Βενιζελοδοσμένη = Κωνσταντινούπολις, ἡ ὁποία παραπέμπει στὰ γνωστὰ-ἄγνωστα γεγονότα τῆς ἐποχῆς τοῦ διχασμοῦ καὶ τῆς Μικρασιατικῆς καταστροφῆς, συνεπῶς δίνει ἕνα στοιχεῖο παρουσίας τοῦ ἰδιώματος τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, ἴσως δὲ καὶ ἕνα στοιχεῖο γιὰ τὰ ἐπικρατοῦντα φρονήματα τῆς underground κοινότητος τῶν κιναίδων τότε: Ἴσως (μόνον) αὐτοὶ νὰ παρέμειναν ἀδίχαστοι, εἰς πεῖσμα τῶν Βενιζελόμουτρων ... (Βλ. λήμμα καλιαρντά Αἴαντος).

  2. Tip:Οι καλιαρντές, την Κωνσταντινούπολη τη λένε «Βενιζελοδοσμένη» εις ανάμνησιν του κυριούλη με τα στρόγυυλα γυαλιά και το σοφιστικέ μουσομουστάκι που έκανε καριέρα τότε το '22.
    90 χρόνια μετά, ο συνονώματος του, προσπαθεί με όλες του τις δυνάμεις να αποδόσει στην Ελλάδα τον ίδιο χαρακτηρισμό. ΘΑ ΤΟΝ ΑΦΗΣΟΥΜΕ; (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά είναι το πώς γράφει όχι στον φακό αλλά στο βλέμμα της ξελιγωμένης καλιαρντόπουστας ένα ειδικά επίμαχο σημείο, ήτοι το οικογενειακό σύμπλεγμα πέοντας- αρχίδια, όπως διαγράφεται μέσα από εκ προμελέτης εφαρμοστά παντελόνια που φορούν τα άτιμα τα λατσοτεκνά για να ανάψουν φωτιές. Λέγεται και πακέτο, όπου περισσότερες πληροφορίες σχετικώς.

Πάσα: Αἶας.

  1. Παρήγγειλα φρίσο και κει που έχαλα, δικέλω ντικ μια γκουρουμωτή τσαρδόφατσα που τζουρντάρει και με καρκαμπινιάζει. Τεκνό τα μπουτ λατσό, χρυσό καγκελοκλόκι και χρυσό τσαρδόγυαλο και στο σλιπολούνι μπόλικη φωτογένεια. (Από καλιαρντογράφημα του Τέο Ρόμβου).

  2. Μετάφραση μόνο κατόπιν ραντεβού prive και άμα μας αρέσει η φωτογένεια!! (Αποκατέ).

Sean Connery: πάντα φωτογενής. (από Khan, 30/12/13)

Got a better definition? Add it!

Published

Στα καλιαρντά, είναι το αφροδίσιο νόσημα, το παράσημο.

Διασώζει την λέξη ο Ηλίας Πετρόπουλος στο βιβλίο του Τα Καλιαρντά, όπου σημειώνει ότι το συστατικό μπαρο- σημαίνει αρρώστια. Να σημειώσουμε πάντως ότι baro στα Ρομανί σημαίνει μεγάλος (δες εδώ), από τα οποία έχουμε τα μπαρός και μπάρα (= το χοντρό μεγάλο πέος). Δες και εδώ τη σημασία στα Ρομανί «μεγάλος, ψηλός αλλά και αφέντης, νοικοκύρης». Μάλλον πρόκειται επομένως για της πούτσης αρρώστια και δη της χοντρής.

Ποτέ μου πριν δεν είχα αβέλει ντουλό σε τεκνό και τώρα αλλαξοτοπιασμένη, γεμάτη μουτζότζοφες και μπαρόσημα, ν’ αβέλω διακόνα στον μπερντέ για το συρμομπακά για να επιστρέψω στον τσαρδότοπο… (= Ποτέ μου πριν δεν είχα δώσει λεφτά σε τεκνό, και τώρα σε ξένο τόπο, γεμάτη μουνόψειρες και αφροδίσια, να ζητάω λεφτά για το πλοίο, για να επιστρέψω στην πατρίδα μου). (Από το καλιαρντογράφημα του Τέο Ρόμβου).

Got a better definition? Add it!

Published

Στα καλιαρντά είναι η αλυσίδα. Το α' συστατικό καγκελο- είναι κατά τον Ηλία Πετρόπουλο συχνό πρώτο ή και δεύτερο συστατικό στα καλιαρντά και ενέχει την σημασία του μεταλλικού. Εκ του κάγκελο < μεταγενέστερο κάγκελλον < λατινικό cancellum. Οπότε μιλώντας για καγκελοπαρτούζα εννοούμε μια μεταλλική (λ.χ. από χρυσό, ασήμι) ευτυχή οργανωμένη παρτούζα, όπου έκλεισε ο κύκλος και έτσι μπορεί να την φορέσει ένα λατσότεκνο ή ένας γερομπινές στο λαιμό, στο πόδι, ή όπου αλλού ξέρει.

Δικέλω ντικ ένα λατσότεκνο με χρυσό καγκελοκλόκι και χρυσή καγκελοπαρτούζα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του λατσός < lačho = καλός, όμορφος στα Ρομανί και του τεκνό, σημαίνει το όμορφο τεκνό στα καλιαρντά, cet objet λουτσί du désir.

Μα ο Ρουβας!Απ'αυτον δεν αρχισε η κουβεντα;;;
Ενα φιλοδοξο αμορφωτο λατσοτεκνο ητανε απο τη Κερκυρα που επαιζε(ποικιλοτροπως) με τους μανατζεραιους και τον κρατησανε στα πραγματα 18 χρονια-και το παινευεται κιολας..ουσιαστικα ομως η ολη ιστορια που λεγεται «Ρουβας» ειναι: 70% μανατζεραιοι, P.R. και media τζερτζελεδες, 25% εμφανιση κοιλιακοι κουνηματα, και 5% φωνη...
(pisoglendis-pisoglendis.blogspot.com).

Το τέκνο της Μαριάννας Λάτση είναι κυριολεκτικά λατσότεκνο. (από Khan, 26/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published