Καλιαρντή λέξη εκ του τεκνό και του χορχόρα (=φωτιά), οπότε σημαίνει τον αξιαγάμητο πυροσβέστη.
Άσε που ποιος νοιάζεται να μάθει. Ἐχω γνωρίσει κι έναν τεκνοχορχόρα πολύ γκούρμπαντο τελευταία. (Αποκατέ).
Καλιαρντή λέξη εκ του τεκνό και του χορχόρα (=φωτιά), οπότε σημαίνει τον αξιαγάμητο πυροσβέστη.
Άσε που ποιος νοιάζεται να μάθει. Ἐχω γνωρίσει κι έναν τεκνοχορχόρα πολύ γκούρμπαντο τελευταία. (Αποκατέ).
Βλ. και χορχορότεκνο.
Got a better definition? Add it!
Καλιαρντή λέξη σύνθετη εκ των τζάζω (=διώχνω), μπερντέ (=λεφτά) και πουρό, οπότε σημαίνει τον εθνικό ευεργέτη, ως έναν ηλικιωμένο κύριο που πετάει τα λεφτά του.
Σας αβέλω λατσαβαλέ, αβρακιάζομαι η γκουργκουτσελού, γιατί δικέλω όλες τις ζουγκλολουμπίνες, τις λούγκρες, τους γκραν τζαζμπερντεπουρούς και θεόμπαρα που γκουρτσαλιάζουν θρονιασμένοι παραντίκ στο Γραικοκάθικο. (Ένας πούστης να μιλήσει!).
Got a better definition? Add it!
Εκ του «ψωλή» και «βροντώ», απαντάται και στην ευγενικότερη μορφή «ψιλοβροντώ». Σημαίνει μαλακίζομαι, κυρίως χρησιμοποιείται μεταφορικώς. Ακούγεται κυρίως στο νότιο Αιγαίο περισσότερο στα Δωδεκάνησα.
- Την τελείωσες την εργασία για το εργαστήριο ηλεκτρονικής Αναξίμανδρε;
- Τώρα όπου νά 'ναι θα την αρχίσω, αύριο δεν πρέπει να την παραδώσουμε; Έχω χρόνο.
- Καλά ρε παιδί μου, πέντε μέρες στο λέω κι εσύ ψωλοβροντάς.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Στα καλιαρντά είναι ο σέξι πυροσβέστης από το χορχόρα που σημαίνει φωτιά και το τεκνό. Και δεδομένου ότι στη λέξη δεν υπάρχει πουθενά το σβήνω, αλλά μόνο το φωτιά, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι το χορχορότεκνο αν και θα έπρεπε να σβήνει τις φωτιές, μάλλον τις ανάβει.
Σε αφήνω τώρα γιατί έχω ραντεβού με ένα χορχορότεκνο που είναι και πολύ γκούρμπαντος! (Με τον τρόπο της Μαρίνας Ζέας).
Βλ. και τεκνοχορχόρα.
Got a better definition? Add it!
Στα καλιαρντά είναι το νερό, ή γενικά το υγρό ή το ποτό, συχνά το αλκοολούχο ποτό, προερχόμενο από τη ρομανί (βλ. τη σχετική αναφορά του Πονηρόσκυλου για το πώς άλλαξε η αρχική ετυμολογία που είχε προτείνει ο Ηλίας Πετρόπουλος). Χρησιμεύει και ως συνθετικό για μια σειρά από άλλες λέξεις που έχουν σχέση με υγρά ή ποτά.
Got a better definition? Add it!
Στα καλιαρντά είναι το γλυκό, η ζάχαρη, το ζαχαρωτό, πιθανώς εκ του γαλλικού sucre= ζάχαρη. Κατ' επέκταση, ό,τι είναι γλυκό.
Τζασλή για το σουκρό μου,το χορχορότεκνο το πανθηράκι πανούθε γκούρμπαντος είναι ή θεοκάλιαρντος; ισάντες κουελοσφαλάετε για φακιροπίπιζες και φλοκαρίσματα ή μόνο ροσολιμαντέ; Αβέλω νάψες και δικέλω λούγκρες ολούθε... (Από μπενάβοντα την καλιαρντήν σε μπουρδελοσάη).
Got a better definition? Add it!
Στα καλιαρντά σημαίνει μιλάω, φλυαρώ, κουτσομπολεύω. Ο Ηλίας Πετρόπουλος (Τα Καλιαρντά, 1971) το εξηγεί από το άναψες επειδή με τη φλυαρία και το κουτσομπολιό ανάβουν φωτιές. Σημαίνει δηλαδή λίγο πολύ ανάβω φωτιές με τα λόγια μου. Νάψα σκέτο δεν λέγεται.
Άβελε αποκατε Σκορπινο.. Θελω να σε λατσαμπενεψω στην σαρμέλλα μου...:ρρρρρ. Οτι δεν μπενάβεις και τζινάβεις...θα στα αβελω ναψες πριβε (Αποκατέ).
Τζασλή για το σουκρό μου,το χορχορότεκνο το πανθηράκι πανούθε γκούρμπαντος είναι ή θεοκάλιαρντος; ισάντες κουελοσφαλάετε για φακιροπίπιζες και φλοκαρίσματα ή μόνο ροσολιμαντέ; Άβελω νάψες και δικέλω λούγκρες ολούθε... (Από μπουρδελοσάη).
Got a better definition? Add it!
Στα καλιαρντά σημαίνει μαγνητίζω, δηλαδή και καλά αγκιστρώνω μέσα από τον αέρα όπως ένας μαγνήτης, που στα καλιαρντά λέγεται αεραγκίστρω. Μπορεί να λάβει επίσης και τις μεταφορικές ερωτικές ή άλλες σημασίες του μαγνήτη, που βλέπουμε σε μια πλειάδα εκφράσεων, όπως γκομενομαγνήτης, μαλακομαγνήτης, καυλομαγνήτης, μουνομαγνήτης, τρελομαγνήτης, τσιμπουκομαγνήτης κ.τ.ό.
Τι έχω πάθει και αεραγκιστρώνω όλες τις φίφες αυτό θα ήθελα να ξέρω γαμώ την τύχη μου!
Got a better definition? Add it!
Στα καλιαρντά είναι το κλάμα. Προκύπτει από το κουέλω που είναι εξελιγμένος τύπος του δικέλω που σημαίνει βλέπω (<dik (=κοίτα στη ρομανί) <dikhel =βλέπω, κοιτάζω, επιθεωρώ) και από τα φλόκια δηλαδή τα χύσια. Οπότε κουελοφλόκιασμα είναι σαν να λέμε τα χυσίδια των ματιών. Ποίηση!
Δε ξανάκλεψα τίποτα από τότε!!!!! Μούμεινε βλέπεις και σημάδι στο γόνατο να μου το θυμίζει. Τα ωραιότερα καλοκαίρια της ζωής μου ήτανε αυτά. Άραγε θάχω κανένα καλύτερο; Θα δείξει..... Πάω τώρα να πέσω για ύπνο γιατί που τα θυμάμαι θα με πιάσει κουελοφλόκιασμα και δε θέλω. (Μαρίνα Ζέας αποκατέ).
Got a better definition? Add it!
Στα καλιαρντά σημαίνει κοιμάμαι εκ του κουέλω που σημαίνει βλέπω (εξελιγμένος τύπος του δικέλω < dik= κοίτα στη ρομανί <dikhel =βλέπω, κοιτάζω, επιθεωρώ), δηλαδή με λίγα λόγια σφαλίζω τα μάτια και κοιμάμαι.
Κατ' επέκταση σημαίνει και ονειρεύομαι.
Got a better definition? Add it!