Selected tags

Further tags

Η μπόχα στα καλιαρντα, τόσο απο το σώμα, όσο και απο τα σκουπίδια.

- Πούχου μπολερό οι λιγδομπερντέδες οι αλλουτέρες!

Βρωμομουσική! (από Hank, 02/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η νοσοκόμα στα καλιαρντά. Επίσης η υπηρέτρια στα μπουρδέλα.

Βγαίνει απο το γκαζόζα (κλύσμα). Με άλλα λόγια: «αυτη που κάνει κλύσμα».

- Μωρη ψαμμοσκελού άντε να βρεις καμιά γκαζοζού να σου αβέλει κάνα πουλομουσάφιρο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μύγα στα καλιαρντά. Επίσης λέγεται και μελισσόβρωμα.

- Γυροδιακονάρει αυτή σα ζουζουνοσκατού.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λιοντάρι στα καλιαρντά. Σημαίνει «ο λύκος της ζούγκλας».

Σιγά μη μας χαλέψεις μωρε ζουγκλογουγούλφη που κατελανιάζεις! Κουλάρω την ισάντες πρεζάντα! (= σιγά μη μας φας ρε λιοντάρι που αγριεύεις. Χέζω στην παρουσία σου!)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μέλι στα καλιαρντά. Πηκτή ζάχαρη δηλαδή. Επίσης λέγεται και ζουζουνόφλοκο.

Άβελε μου καλέ λίγο πηχτόσουκρο. Άφρισα απο τις σιτεμένες φούσκες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η συνοικία Περιστέρι στα καλιαρντά.

Άβελα πρεζαντέ στην Πλάζα του Πίτσουν-σίτυ τσαι παπάτζαραν την ιμάντε παντόφλα. Πουρκέ ντε σκεντέ; (=έκανα βόλτα στην πλατεία Περιστερίου και μου έκλεψαν την τσέπη)

Got a better definition? Add it!

Published

Το ρύζι στα καλιαρντά. Το χέσιμο του έλους (επειδή εκεί σπέρνεται το ρύζι).

Κάηκε το κρεμοκαποκάρνι και χαλέψαμε μπαλόφρισα με ελόχεσμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αρκούδα. Δηλαδή χοντρή λύκαινα.

Δικέλεις την κατέ μπαρότατη; Ου μωρη μπαλογουγούλφω!

Got a better definition? Add it!

Published

Στα καλιαρντά ο ελέφαντας. Δηλαδή ο χοντρός που φυσάει.

Επίσης λέγεται και σωληνοκάγκουρος.

Ισάντες σα μπαλοφουσφούσης. Άβελε μωρή καμιά αχαλία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γέννηση στα καλιαρντά... δηλαδή το χέσιμο του αιδοίου (του μουτζού)...

Ε, η περιφρόνηση είναι προφανής.

Λέγεται και μπέρθα.

θα είμαι καρμπονέ με την αδελφή μου στο μπερθομπαρότσαρδο γιατί μουτζοχέζει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified