Η μπόχα στα καλιαρντα, τόσο απο το σώμα, όσο και απο τα σκουπίδια.
- Πούχου μπολερό οι λιγδομπερντέδες οι αλλουτέρες!
Η μπόχα στα καλιαρντα, τόσο απο το σώμα, όσο και απο τα σκουπίδια.
- Πούχου μπολερό οι λιγδομπερντέδες οι αλλουτέρες!
Got a better definition? Add it!
Η νοσοκόμα στα καλιαρντά. Επίσης η υπηρέτρια στα μπουρδέλα.
Βγαίνει απο το γκαζόζα (κλύσμα). Με άλλα λόγια: «αυτη που κάνει κλύσμα».
- Μωρη ψαμμοσκελού άντε να βρεις καμιά γκαζοζού να σου αβέλει κάνα πουλομουσάφιρο!
Got a better definition? Add it!
Η μύγα στα καλιαρντά. Επίσης λέγεται και μελισσόβρωμα.
- Γυροδιακονάρει αυτή σα ζουζουνοσκατού.
Got a better definition? Add it!
Το λιοντάρι στα καλιαρντά. Σημαίνει «ο λύκος της ζούγκλας».
Σιγά μη μας χαλέψεις μωρε ζουγκλογουγούλφη που κατελανιάζεις! Κουλάρω την ισάντες πρεζάντα! (= σιγά μη μας φας ρε λιοντάρι που αγριεύεις. Χέζω στην παρουσία σου!)
Got a better definition? Add it!
Το μέλι στα καλιαρντά. Πηκτή ζάχαρη δηλαδή. Επίσης λέγεται και ζουζουνόφλοκο.
Άβελε μου καλέ λίγο πηχτόσουκρο. Άφρισα απο τις σιτεμένες φούσκες.
Got a better definition? Add it!
Η συνοικία Περιστέρι στα καλιαρντά.
Άβελα πρεζαντέ στην Πλάζα του Πίτσουν-σίτυ τσαι παπάτζαραν την ιμάντε παντόφλα. Πουρκέ ντε σκεντέ; (=έκανα βόλτα στην πλατεία Περιστερίου και μου έκλεψαν την τσέπη)
Got a better definition? Add it!
Το ρύζι στα καλιαρντά. Το χέσιμο του έλους (επειδή εκεί σπέρνεται το ρύζι).
Κάηκε το κρεμοκαποκάρνι και χαλέψαμε μπαλόφρισα με ελόχεσμα.
Got a better definition? Add it!
Η αρκούδα. Δηλαδή χοντρή λύκαινα.
Δικέλεις την κατέ μπαρότατη; Ου μωρη μπαλογουγούλφω!
Got a better definition? Add it!
Στα καλιαρντά ο ελέφαντας. Δηλαδή ο χοντρός που φυσάει.
Επίσης λέγεται και σωληνοκάγκουρος.
Ισάντες σα μπαλοφουσφούσης. Άβελε μωρή καμιά αχαλία.
Got a better definition? Add it!
Η γέννηση στα καλιαρντά... δηλαδή το χέσιμο του αιδοίου (του μουτζού)...
Ε, η περιφρόνηση είναι προφανής.
Λέγεται και μπέρθα.
θα είμαι καρμπονέ με την αδελφή μου στο μπερθομπαρότσαρδο γιατί μουτζοχέζει!
Got a better definition? Add it!