Η φωτιά, ο αναπτήρας.
- Δώσ' μου φόκο να ανάψω το τσιγάρο...
Η φωτιά, ο αναπτήρας.
- Δώσ' μου φόκο να ανάψω το τσιγάρο...
Got a better definition? Add it!
Λέγεται και σφιχτερμάνος, κατά το πολισμάνος. Ο σφίχτης, τούμπανος, μουσκουλάτος, φουσκωτός. Ο πολύ γυμνασμένος και συνήθως με λίγο μυαλό. Δουλεύει πόρτα στο μαγαζί της γειτονιάς για να πληρώνει τις κρεατίνες του.
Της την πέφτω και μετά από λίγο σκάει ο γκόμενός της, ένας σφίχτερμαν, και την κάνω με ελαφρά...
Βλ. και μπρατσορακέτας, σφίχτης, μπονταίος, πρησμένος, σβάρτσος.
Got a better definition? Add it!
Κάνω μόκο: κάνω τουμπέκα, το βουλώνω. Σκάω.
- Μπάμπη μου, να μιλήσω κι εγώ;
- Σούλα, μιλάνε οι άντρες τώρα. Μόκο εσύ.
Got a better definition? Add it!
Κάνω τουμπεκί ή τουμπεκί ψιλοκομμένο ή τουμπέκα = κάνω μόκο, το βουλώνω, σκάω.
(Μάλλον τουρκικής προέλευσης).
- Μπάμπη μου, να πάρουμε και τζατζίκι;
- Σούλα, κάνε τουμπέκα. Θα παραγγείλω εγώ.
Got a better definition? Add it!
(πληθυντικός: πάντες) Η μεριά / πλευρά.
Got a better definition? Add it!
Βούλωσ' το, μη μιλάς, κάνε τουμπεκιστάν.
- Ρε σου λέω έχει δίκιο! - Κάνε μόκο και άσε τις παπαριές.
Got a better definition? Add it!
Άνευ ουσίας ή σημασίας. «Τρέχα γύρευε». «Καλά, χαιρετίσματα». Χρησιμοποιείται κυρίως στη Βόρεια Ελλάδα.
- Γιατί δεν πάς στο άλλο βενζινάδικο που την έχει πιο φθηνή;
- Ε τώρα για 5 φράγκα... κλάιν μάιν...
- Πώς ήταν το πάρτυ;
- Εμείς κι εμείς ήμασταν. Κλάιν μάιν...
βλ. και πουτς μάιν κλάιν
Got a better definition? Add it!
Αυτός που περπατάει λες και έχει καταπιεί κρεμάστρα.
Ο πολύ γυμνασμένος (ή φουσκωμένος - γνωστός και ως τρόμπας ή πρησμένος), ο οποίος δεν παραλείπει σε κάθε ευκαιρία να επιδεικνύει τους μυς του (κυρίως σε γυναίκες).
Σχετικά: Κ.Δ.Ο.Α., κορμαρίων, μποντέος / μπονταίος, μποντιμπιλντεράς, ντούκι, σβάρτσος, σφίχτης, τίγκας, τίγκατρον, τρίπατος, φουσκωτός, χτιστός.
Got a better definition? Add it!
Το προφυλακτικό.
Ρε Γρηγόρη, σου βρίσκονται τίποτα καπότες ή πάλι με την κάλτσα θα την βγάλω;
(www.bourdela.com) Χώρια που η Βέσυ έχει και κάποιο αφροδίσιο που ελπίζω να μη κόλλησα απο πίπα χωρίς καπότα.
(«Επώνυμη») Όταν βγάζουν την σκατωμένη καπότα από το κωλόμουνο μου...
Got a better definition? Add it!