Further tags

Αυτός που κρατάει το λόγο του, που πραγματοποιεί τις υποσχέσεις του, έτσι ώστε να μπορεί κανείς να του έχει εμπιστοσύνη. Λέξη αλβανικής προελεύσεως (besa) που υιοθετήθηκε αυτούσια στα ελληνικά.

Μην τον φοβάσαι τον Γιώργο, είναι μεν ιδιόρρυθμος, αλλά και μπεσαλής, δεν υπάρχει περίπτωση να σου την κάνει.

(από Khan, 20/12/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η απάτη, ο δόλος. Προέρχεται από την ιταλική λέξη mazzaranga, mazzeranga, που σημαίνει κόπανος για θρυμματισμό χαλικιών. Χρησιμοποιείται συχνά σε ρεμπέτικα τραγούδια με την έννοια της παγίδας, όταν την στήνουν σε κάποιον.

Μου είπες πως σου έστησαν απόψε ματσαράγκα στου Αλευρά τη μάντρα (Βασίλης Τσιτσάνης)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ερωτοχτυπημένος, ο καψούρης, αυτός που αγαπάει σφόδρα. Η ρίζα είναι προελεύσεως τουρκικής [τουρκ. sevdalι], από τη λέξη sevda που σημαίνει έρωτας, πάθος. Χρησιμοποιείται συχνά σε ρεμπέτικα τραγούδια.

  1. «Πριν σε γνωρίσω σεβνταλής
    ήμουν και κατεχάρης
    κι εδά στο νου παράουρος,
    τσ'αγάπης διακονιάρης.»

  2. Είμαι χασάπης σεβνταλής, που μ' έχει μπλέξει πάλι
    μια ζωντοχήρα σε μπελά, σε ντέρτια θα με βάλει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απαστράπτουσα χλιδή, πραγματική ή επινοημένη. Οι φέροντες χαρακτηριστικά γκλαμουριάς αποκαλούνται γκλαμουράτοι.

Η έκφραση συνήθως εμπεριέχει ψήγματα σαρκασμού, εκτός εάν ο χρήστης της στερείται παντελώς της αίσθησης του γελοίου.

Είναι απίστευτο, αλλά η λέξη αποτελεί Ελληνικό αντιδάνειο: γκλαμουριά > glamour > gramarye (μαγεύω, στα Σκωτικά) > grammar (η μάθηση, κυρίως απόκρυφων και μαγικών τεχνών, στα μεσαιωνικά Αγγλικά) > γραμματική. (Βλέπε www.etymonline.com)

«Ένα στίγμα που ανάλογο δίνουν πια σχεδόν όλα τα ξένα φεστιβάλ- η γκλαμουριά, η νοτιοευρωπαϊκή κυρίως ιδέα του φεστιβάλ ΄ντυνόμαστε καλά και πάμε να δούμε τον σταρ΄ εξαφανίζεται, ακόμα και στη Βερόνα.» (Τέρμα στους σταρ και στην γκλαμουριά, ΤΑ ΝΕΑ, 28 Ιουνίου 2008)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο διερμηνέας, ρίζα αραβική < αραβ. targumān -ος με μετάθ. του [r] και τροπή του αρχικού [t > δ], η οποία πέρασε εν συνεχεία στα τουρκικά. Μέγας δραγουμάνος ήταν τιμητικό αξίωμα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Οι διερμηνείς μετέφεραν εντολές σε ξένους στρατιώτες, επισκέπτες και όπου τέλος πάντων χρειαζόταν συνεννόηση. Μετέφραζαν έγγραφα, έγραφαν εντολές και γενικά ήταν μεσάζοντες σε συμφωνίες και εντολές.

Ο Μέγας Δραγουμάνος της Πύλης κατέφθασε στο αρχηγείο του Ρωσικού Στρατού, προκειμένου να μεταφέρει την οθωμανική πρόταση για ανακωχή.

(από krepsinis, 12/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published

Ο σκυθρωπός και κακόκεφος άνθρωπος. Μάλλον η λέξη προέρχεται από τα λατινικά [λατ. murcus (κουτσουρεμένος) + flexus (γερμένος προς τα κάτω) = μουρτζού φλ(ης) -α]

- Πέρασα το πρωί από το σπίτι και είδα τον πατέρα σου. Πολύ μουρτζούφλης ρε φίλε, μπας και με αντιπαθεί;
- Όχι ρε, τον έχει πάρει από κάτω με τις πανελλήνιες, επειδή ο αδερφός μου δεν πέρασε, γι' αυτό είναι έτσι.

Mourtzoufliko poniroskylo (από Vrastaman, 11/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πραγματική σημασία της λέξεως είναι η παρδαλή κατσίκα ή προβατίνα, άνω των 6 ετών, που δεν γεννάει πια. Υβριστικά χρησιμοποιείται ως χαρακτηρισμός άσχημη γυναίκας προχωρημένης ηλικίας. Κατά πάσα πιθανότητα προέρχεται από τα αλβανικά [αλβ. gjosa, γίδα].

  1. Ο Εθνικός Σταρ είμαι εγώ και όχι η γριά γκιόσα! (δήλωση Εθνικού Σταρ Ανδρέα Ευαγγελόπουλου).

  2. (καταχώρηση από το Agrotravel.gr)
    «Επισκεφθείτε τα «γκιοσάδικα» στο Δήμο Μiδέας της Αργολίδας. Κάθε χρόνο, από τον Απρίλιο , την Κυριακή του Θωμά, έως τις 14 Σεπτεμβρίου (συνήθως), είναι η καλύτερη εποχή για τα παραδοσιακά εστιατόρια της περιοχής να ετοιμάσουν , με τον μοναδικό τους τρόπο, την γκιόσα , ψημένη σε πετρόχτιστο φούρνο. Πλησιάζοντας, η μυρωδιά προμηνύει τι «μέλλει γενέσθαι» και αποχωρώντας …δεν είστε σε θέση να σκέφτεστε καθώς η γαστριμαργική σας εμπειρία και το ντόπιο κρασί δεν σας το επιτρέπουν».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αρχική σημασία της λέξης, η οποία είναι τουρκικής προελεύσεως (çavus), είναι στρατιωτικός βαθμός υπαξιωματικού. Το μεταφορικό της νόημα είναι ο ξεροκέφαλος και απαιτητικός άνθρωπος, που χαρακτηρίζεται από δυναμισμό και επιθετικότητα. Σχεδόν αποκλειστικά χαρακτηρίζει γυναίκες.

- Ωραίο γκομενάκι η ξαδέρφη του Γιώργου, αλλά πολύ τσαούσα ρε παιδί μου. Αν δε γίνει το δικό της φέρνει τα πάνω κάτω και τους παίρνει όλους ο διάλος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητικός χαρακτηρισμός για την (όχι συμπαθή σε μας) γκόμενα ενός ερωτοχτυπημένου. Από τον Δον Κιχώτη, βέβαια.

- Πώς πήγε χθες;
- Καλά.
- Α, τόσο;
- Ε αφού μας κουβάλησε ο μαλάκας την Δουλτσινέα του και δεν μπορέσαμε να πούμε μια κουβέντα της προκοπής όλη νύχτα...

Got a better definition? Add it!

Published

Ο άνθρωπος που επιδεικνύει έντονη αγάπη και φροντίδα με ό,τι καταπιάνεται, προκειμένου να πετύχει το καλύτερο αποτέλεσμα και να κρατήσει τους πάντες ευχαριστημένους. Ασχολείται δηλαδή με κάτι έχοντας άφθονο μεράκι. Χρησιμοποιείται συχνά για μάγειρες και μάστορες. Ως ρήμα (μερακλώνομαι) σημαίνει ότι επιδεικνύω έντονο κέφι και νταλκά, ειδικά σε γιορτές. Η προέλευση της λέξης από τα τουρκικά.

Πήγαμε στον Τούρκο χθες φίλε μετά το κλαμπ και φάγαμε σαν βασιλιάδες. Πολύ μερακλής ο τύπος μιλάμε, τέτοιο ψητό και τέτοια λαδερά δεν κάνει ούτε η μάνα μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified