Ο άνθρωπος με επιλήψιμη συμπεριφορά, ο αναξιόπιστος. Τουρκικής προελεύσεως, kumaş «ρούχο».
Ο εγγύς νεοελληνικός όρος είναι μάλλον η λέξη «περιπτωσάρα».
- Θα έρθει και ο ξαδερφός σου μαζί; Αν θυμάμαι καλά, ο τύπος είναι περιπτωσάρα!
Ο άνθρωπος με επιλήψιμη συμπεριφορά, ο αναξιόπιστος. Τουρκικής προελεύσεως, kumaş «ρούχο».
Ο εγγύς νεοελληνικός όρος είναι μάλλον η λέξη «περιπτωσάρα».
- Θα έρθει και ο ξαδερφός σου μαζί; Αν θυμάμαι καλά, ο τύπος είναι περιπτωσάρα!
Got a better definition? Add it!
Λέξη ιταλικής προελεύσεως [ιταλ. pappardelle, πληθ., τύπος ζυμαρικού ] που περιγράφει τα κούφια λόγια, την φλυαρία και τις ανοησίες.
Στα νεοελληνικά πιθανότατα η πιο κοντινή έκφραση είναι οι αρχιδιές ή παπαριές.
- Ρε, ο γείτονας στη Χαλκιδική είναι μεγάλο λαμόγιο. Μόλις πήρα γραμμή ότι παίρνει νερό από εμάς και τού ζήτησα εξηγήσεις, άρχισε να μού πετάει κάτι άκυρες παπαρδέλες. Είσαι που είσαι πονηρός, τουλάχιστον να φανείς άνδρας και να ζητήσεις συγγνώμη, γαμώτο...
Got a better definition? Add it!
Το κόλπο / τέχνασμα για να ξεγελάσουμε κάποιον, με υστεροβουλία και πονηριά.
Ρίζα από τα τουρκικά [τουρκ. tertip -ι], πιθανώς προέλευση από τα φαρσί.
Συχνότατα χρησιμοποιείται σε συζητήσεις πολιτικού χαρακτήρος, περιγράφοντας τα ψέματα και τις κενές υποσχέσεις πολιτικών.
Τίτλος άρθρου της Ελευθεροτυπίας:
«Χορτάσαμε από τερτίπια μεταμοντερνισμού»
Τίτλος επαρχιακής εφημερίδας:
«ΝΑΣ: καταγγέλει τα πολιτικά τερτίπια στην πλάτη των κατοίκων Χριστού Βαρβασίου»
Got a better definition? Add it!
(Άκλιτο ουσιαστικό) Το λαχείο που κερδίζει στον λήγοντα.
Από το Γαλλικό ρήμα amortir που σημαίνει να ξεπληρώνεις μια αγορά με τα έσοδα που σου αποφέρει η ίδια η αγορά.
Ένα λαχείο είναι η ζωή, ας είναι κι αμορτί.
(από τραγούδι)
Got a better definition? Add it!
Αυτός που κάνει τζούρα. Από τον Σέρβο προπονητή μπάσκετ Βλάνταν Τζούροβιτς, του Πανιωνίου και άλλων ομάδων. Σχηματίζεται κατά το δεντηβρίσκοβιτς και άλλες εμπνεύσεις εκ Γιουγκοσλαβίας.
- Ωχ, θα μας φέρεις κι εκείνον τον τζούροβιτς στην παρέα;
Got a better definition? Add it!
Έτσι μεταφέρεται το «sex» στα ελληνικά, σλανγκική αδεία για πλάκα. Και «σεχάκι».
Έπεσε σεχάκι χτες;
Got a better definition? Add it!
Επί τουρκοκρατίας, νεαροί Έλληνες που υπηρετούσαν τον σουλτάνο.
Ο όρος παρέμεινε για να χαρακτηρίζει άτομα αχρεία και χωρίς στοιχειώδεις γνώσεις ευγένειας και βασικών κανόνων συμπεριφοράς. Συνηθίζεται η χρήση της και στον υπερθετικό: «τσόγλανος».
Πολύ συχνά αναφέρεται και από γυναίκες που στο κρεβάτι δεν ικανοποιήθηκαν οι σεξουαλικές ορέξεις τους.
Ρε τσογλάνι δεν το είδες το φλας; Στραβωμάρα έχεις; Τσόγλανε, ε τσόγλανε!!!
Κάτι ήξερε η Σούλα που έδιωξε τον Μάκη! Τι να σου πω! Κι εγώ τι του ζήλεψα; Στο κρεβάτι είναι πολύ τσογλάνι.
Βλ. και κωλόπαιδο
Got a better definition? Add it!
Η τηλεόραση, στα ψευδοτούρκικα.
Κλείστο επιτέλους, το μπανιστήρ ντουλάπ!
Got a better definition? Add it!
Published
Αριστερίστικο επιφώνημα που σημαίνει «θα νικήσουμε» και θυμίζει Τσε Γκεβάρα και απελευθέρωση της Λατινικής Αμερικής.
Έχει χρησιμοποιηθεί τόσο πολύ από αριστερούς γνήσιους ή ντεμέκ, που η σημασία από πολιτική έχει αγκαλιάσει όλων των ειδών τις νίκες, αλλά κυρίως τις απέλπιδες που γίνονται με δυσμενείς αφετηριακές συνθήκες.
-Πάλι σε κέρασε χυλόπιτα το Λίλιαν;
-Ναι, αλλά έχω εμπιστοσύνη στον εαυτό μου! Βεντσερέμος! Θα πέσει στο τέλος, θα το δεις!
-Αυτά έλεγε κι ο Δον Κιχώτης...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Λέξη που προέρχεται από τη ιταλική χερσόνησο. Σύμφωνα με το λεξικό Τριανταφυλλίδη η ρίζα είναι βενετσιάνικη [a maca, με τα έξοδα άλλου]. Περιγράφει το τζαμπατζιλίκι, την τράκα. Παράγωγο ουσιαστικό είναι ο αμακαδόρος, ήτοι ο τρακαδόρος/τζαμπατζής. Εκφράσεις χαρακτηριστικές, όπου χρησιμοποιείται, είναι «τη βγάζω στην αμάκα», «έγινε αμάκα», «είμαι μαθημένος στην αμάκα».
- Κουφάλα, άκουσα ότι πηγαίνεις Μύκονο. Μάς το παίζεις και φτωχαδάκι...
- Τραγούδια λες ρε; Στη αμάκα θα τη βγάλω: θα μείνω στου αδερφού μου και θα τρώμε στο εστιατόριο που δουλεύει. Αλλιώς δεν την πάλευα.
- Τελικά τι θα γίνει, θα πάμε στη γιαγιά για Πάσχα;
- Ναι, θα είναι και ο θείος σου.
- Πω πω, πάλι τον αμακαδόρο θα φάμε στη μάπα...Σκάει μύτη στη γιαγιά, μόνο και μόνο για να καβαντζώσει αυγά και κρέας. Μεγάλος τζαμπατζής!
Σχετικά: τζαμπέισον, τζαμπαντάν
Got a better definition? Add it!