Further tags

Η πτώχευση, η χρεωκοπία.

Λέξη δάνειο από τα ιταλικά [ιταλ. fallimento].

Ευρέως χρησιμοποιείται και ο εξελληνισμένος ρηματικός τύπος «φαλιρίζω».

  1. Σχόλιο από διαδικτυακό forum:

«Η Destinator απ' όσο έμαθα από άτομα που ασχολούνται με τον χώρο βάρεσε φαλιμέντο και τελικά εξαγοράστηκε από κάποια άλλη εταιρεία. Δεν ξέρω τι αντίκτυπο θα έχει αυτό στα προϊόντα της, πάντως καλό αποκλείεται να είναι -αφού σε αυτές τις περιπτώσεις, των εξαγορών έπεται μια περίοδος »εγκλιματισμού« των νέων κατόχων.»

Γελοιογραφία της εποχής χρεωκοπίας Τρικούπη. Πόσο μοιάζει ο Threecup, με τον GAP; (από GATZMAN, 14/06/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το «μετερίζι», λέξη που πέρασε στη γλώσσα μας από τα τουρκικά, αλλά με ρίζα στα φαρσί [φαρσ. meteris, -iz], περιγράφει τη θέση μάχης που λαμβάνεται με προφύλαξη από τα πυρά του εχθρού σε κάποιο σταθερό σημείο.

Μεταφορικά χρησιμοποιείται για να περιγράψει τον ορκισμένο αγώνα κάποιου, για σκοπό τον οποίο θεωρεί ιερό.

  1. Παραθέτω απόσπασμα άρθρου από το διαδίκτυο:

Κατα την περίοδο 1990-91 ο εν λόγω τότε βουλευτής εκλήθη να υπηρετήσει την στρατιωτική του θητεία. Τότε λοιπόν το σώμα ψήφισε νόμο για την συγκεκριμένη περίπτωση, έτσι ώστε να υπηρετήσει μονάχα 6 μήνες. Η ατάκα -ιστορική από τότε- που βγήκε από το στόμα του νεαρού βουλευτή Βουλγαράκη ήταν: «εγώ υπηρετώ από άλλο μετερίζι»

  1. Άρθρο της Ελευθεροτυπίας

Λάρισα: 2.000 τρακτέρ στο μετερίζι της Νίκαιας

Στη Νίκαια Λάρισας και στον Προμαχώνα Σερρών χτυπά από χθες η «καρδιά» αυτής της αγροτικής κινητοποίησης. Είναι τα μόνα πλέον μεγάλα μπλόκα, στα οποία έχουν σπεύσει και τα τρακτέρ από άλλα μπλόκα που έχουν διαλυθεί. Τον αγώνα συνεχίζουν και οι Κρητικοί αγρότες, που σκοπεύουν να έρθουν στην Αθήνα και να πολιορκήσουν το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης.

Κι αυτός σε μετερίζι, εξ απαλών ονύχων... (από krepsinis, 12/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιταλικής προελεύσεως (subito) και σημαίνει ξαφνικός, που δεν τον περιμένεις.

Ο σούμπιντος συνήθως εμφανίζεται στην πιο ακατάλληλη στιγμή. *Πας να λουφάρεις για να γλυτώσεις το καθάρισμα της αποθήκης στο γραφείο και τσουπ! σούμπιντος ο διευθυντής βρίσκεται μπροστά σου! *Έχεις ψαρέψει μια χαζογκόμενα και την πας για ποτό και ό,τι άλλο προκύψει, πίνεις το ποτό σου και τσουπ! εμφανίζεται σούμπιντος ο δικός της, τον οποίο έχει ξεχάσει ν' αναφέρει σε σένα! *Πυροβολάς ελεύθερα γιατί ξέρεις ότι η γκόμενά σου παίρνει αντισυλληπτικά και, πριν προλάβεις να πάρεις μια ανάσα, σούμπιντη η δικιά σου πετάγεται και σε βάζει να τρέξεις να βρεις φαρμακείο γιατί σήμερα το ξέχασε!

Πήγα να την κάνω κοπάνα από την ώρα της ιστορίας και την στιγμή που βρισκόμουν στην πόρτα εμφανίστηκε σούμπιντη η φιλόλογος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πολύ τεμπέλης. Το «tempelhane» στα τουρκικά είναι το χάνι, το σπίτι των τεμπέληδων, οπότε συνεκδοχικά ο μεγάλος τεμπέλης.

- Στρώσου στην δουλειά ρε τεμπελχανά, που όλη μέρα ανεβάζεις λήμματα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη που προέρχεται από τη ιταλική χερσόνησο. Σύμφωνα με το λεξικό Τριανταφυλλίδη η ρίζα είναι βενετσιάνικη [a maca, με τα έξοδα άλλου]. Περιγράφει το τζαμπατζιλίκι, την τράκα. Παράγωγο ουσιαστικό είναι ο αμακαδόρος, ήτοι ο τρακαδόρος/τζαμπατζής. Εκφράσεις χαρακτηριστικές, όπου χρησιμοποιείται, είναι «τη βγάζω στην αμάκα», «έγινε αμάκα», «είμαι μαθημένος στην αμάκα».

  1. - Κουφάλα, άκουσα ότι πηγαίνεις Μύκονο. Μάς το παίζεις και φτωχαδάκι...
    - Τραγούδια λες ρε; Στη αμάκα θα τη βγάλω: θα μείνω στου αδερφού μου και θα τρώμε στο εστιατόριο που δουλεύει. Αλλιώς δεν την πάλευα.

  2. - Τελικά τι θα γίνει, θα πάμε στη γιαγιά για Πάσχα;
    - Ναι, θα είναι και ο θείος σου.
    - Πω πω, πάλι τον αμακαδόρο θα φάμε στη μάπα...Σκάει μύτη στη γιαγιά, μόνο και μόνο για να καβαντζώσει αυγά και κρέας. Μεγάλος τζαμπατζής!

Σχετικά: τζαμπέισον, τζαμπαντάν

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αριστερίστικο επιφώνημα που σημαίνει «θα νικήσουμε» και θυμίζει Τσε Γκεβάρα και απελευθέρωση της Λατινικής Αμερικής.

Έχει χρησιμοποιηθεί τόσο πολύ από αριστερούς γνήσιους ή ντεμέκ, που η σημασία από πολιτική έχει αγκαλιάσει όλων των ειδών τις νίκες, αλλά κυρίως τις απέλπιδες που γίνονται με δυσμενείς αφετηριακές συνθήκες.

-Πάλι σε κέρασε χυλόπιτα το Λίλιαν;
-Ναι, αλλά έχω εμπιστοσύνη στον εαυτό μου! Βεντσερέμος! Θα πέσει στο τέλος, θα το δεις!
-Αυτά έλεγε κι ο Δον Κιχώτης...

(από Hank, 21/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η τηλεόραση, στα ψευδοτούρκικα.

Κλείστο επιτέλους, το μπανιστήρ ντουλάπ!

Got a better definition? Add it!

Published

Επί τουρκοκρατίας, νεαροί Έλληνες που υπηρετούσαν τον σουλτάνο.

Ο όρος παρέμεινε για να χαρακτηρίζει άτομα αχρεία και χωρίς στοιχειώδεις γνώσεις ευγένειας και βασικών κανόνων συμπεριφοράς. Συνηθίζεται η χρήση της και στον υπερθετικό: «τσόγλανος».

Πολύ συχνά αναφέρεται και από γυναίκες που στο κρεβάτι δεν ικανοποιήθηκαν οι σεξουαλικές ορέξεις τους.

  1. Ρε τσογλάνι δεν το είδες το φλας; Στραβωμάρα έχεις; Τσόγλανε, ε τσόγλανε!!!

  2. Κάτι ήξερε η Σούλα που έδιωξε τον Μάκη! Τι να σου πω! Κι εγώ τι του ζήλεψα; Στο κρεβάτι είναι πολύ τσογλάνι.

Κλασσική φάτσα τσόγλανου δεκαετίας \'80 (από krepsinis, 05/02/09)

Βλ. και κωλόπαιδο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι μεταφέρεται το «sex» στα ελληνικά, σλανγκική αδεία για πλάκα. Και «σεχάκι».

Έπεσε σεχάκι χτες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που κάνει τζούρα. Από τον Σέρβο προπονητή μπάσκετ Βλάνταν Τζούροβιτς, του Πανιωνίου και άλλων ομάδων. Σχηματίζεται κατά το δεντηβρίσκοβιτς και άλλες εμπνεύσεις εκ Γιουγκοσλαβίας.

- Ωχ, θα μας φέρεις κι εκείνον τον τζούροβιτς στην παρέα;

(από Lafkadio, 03/02/09)(από Lafkadio, 03/02/09)(από pavleas, 04/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified