Ο άνθρωπος που βρίσκεται σε κατάσταση μέθης.
- Έγινα ντίρλα απ' τα μπυρόνια χθες βράδυ.
- Ντίρλα οι Άγγλοι!
- Με πήρε στις τρεις τα μεσάνυχτα -ντίρλα ο παπάρας- και μου κλαιγότανε για την δικιά του.
Ο άνθρωπος που βρίσκεται σε κατάσταση μέθης.
- Έγινα ντίρλα απ' τα μπυρόνια χθες βράδυ.
- Ντίρλα οι Άγγλοι!
- Με πήρε στις τρεις τα μεσάνυχτα -ντίρλα ο παπάρας- και μου κλαιγότανε για την δικιά του.
Δες και λιάρδα.
Got a better definition? Add it!
Η κατάσταση απόλυτης μέθης.
- Πώς πήγε το ραντεβού χθες ρε;
- Άσε ρε, ήπια κάτι ληγμένες ρετσίνες πριν βγω και έγινα ντέφι πριν την ώρα μου...
Got a better definition? Add it!
Ο υπερβολικά μεθυσμένος.
- Τι να σου πω ρε 'συ; Τίποτα δεν θυμάμαι από χτες το βράδυ. Κατά τις 2 είχα γίνει κωλοτρυπίδι. Π;vς κατέληξα γυμνός στο ψαροκάικο και να με παίρνει το ρεύμα στα ανοιχτά, ούτε που ξέρω!
Got a better definition? Add it!
Η υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ ή ναρκωτικών ουσιών με αποτέλεσμα να υπολειτουργείς.
Σχετικά λήμματα: μπαφοκατάσταση, άραγμα.
-Θα μαζευτούμε απόψε το βράδυ να δούμε τον αγώνα και να λιώσουμε. Είσαι μέσα;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Απαρχαιωμένος χαρακτηρισμός του πρεζάκια. Αυτός που «πίνει» λάβδανο, παραμύθα, ζουζού κ.ά. Σήμερα έχει λίγο πολύ περιπέσει σε αχρησία.
- Τζάσε τον λαβδανάκια από τη μέση γιατί κάνει στα χάπατα τη ζωή πατίνι!! (έκφραση των πρεζάκηδων)
Got a better definition? Add it!
Ο/η ψυχολογικά διαταραγμένος /-η . Αυτός που γυαλίζει το μάτι του. Ο ελαφρά παρανοϊκός που όμως δεν μπορεί (ή δεν ενδιαφέρεται) πλέον να το κρύψει: πετάει ξεκάρφωτα, μιλάει χωρίς νόημα, κοιτάει επίμονα το κενό ή τα μάτια των άλλων χωρίς εμφανή λόγο. Ενδεχομένως αυτή η απόκλισή του από το φυσιολογικό να είναι αποτέλεσμα χρόνιας λήψης ναρκωτικών.
Χρησιμοποιείται και ο πληθυντικός του ουδέτερου («πειραγμένα») για πραγματικές καταστάσεις που αγγίζουν τα όρια του σουρεάλ ή για μορφή τέχνης που εμφανώς μεταδίδει την γνώριμη εκείνη αίσθηση για την ψυχική υγεία του δημιουργού της.
- Είδες cinema το καινούριο του Λίντς;
- Ποιο ρε λακαμά; Αυτά είναι πειραγμένα!
Οι ψυχικές νόσοι προσβάλλουν το 4% του γενικού πληθυσμού. Εκτός από αυτούς κυκλοφορούν και οι πειραγμένοι.
Got a better definition? Add it!
Κατάσταση που συμβαίνει συχνά όταν έχεις φάει τριπάκι και προκαλείται από κάτι που ερεθίζει τις αισθήσεις ή τη σκέψη. Η λέξη χρησιμοποιείται καταχρηστικά από τους τρίπιους.
Got a better definition? Add it!
Έρχομαι σε κατάσταση νιρβάνας.
Ήπιε τόση πολλή νταφού χτες που την άκουσε κανονικά!
Got a better definition? Add it!
Το χάπι ecstacy. Λέγεται και απλά ι από το αρχικό αγγλικό γράμμα.
- Άσε φίλε έφαγα ένα έψιλον χθες στο πάρτυ και τα είδα όλα.
Got a better definition? Add it!
Ο άνθρωπος που καπνίζει υπερβολικά πολύ.
Μου είπε ο γιατρός πως πρέπει να σταματήσω να καπνίζω σα φουγάρο και να ξεκινήσω γυμναστική αν θέλω να βελτιώσω τη φυσική μου κατάσταση.
Βλ. και Τούρκος, τσιμινιέρα.
Got a better definition? Add it!
Published