Εμφάνιση που αγγίζει τα όρια της γελοιότητας.

Αν δεις πώς είναι ο αδελφός μου τώρα που ξύρισε το μούσι, θα πάθεις, είναι σα μουνί καλλιγραφία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η εύπιστη κοπέλα.

  1. – Καλά, η Κατερίνα το πίστεψε όταν της είπα ότι είμαι ερωτευμένος μαζί της και τώρα μου έχει γίνει τσιμπούρι!
    – Εγώ σου το 'χα πει ότι είναι αγαθομούνα...

  2. Η καημένη μωρέ, είναι τόσο αγαθομούνα που πίστεψε ότι ο Χρήστος την έχει ερωτευθεί…

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αδερφή που δεν το κρύβει.

-Είχα καιρό να δω τον Σάκη.
-Είδες, σκέτη σφυρίχτρα έγινε ο Σάκης μας...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός/αυτή που του/της έχει βγει ο κώλος (από τι άραγε). Χρησιμοποιείται μεταφορικά για να δηλώσει άτομο που δεν έχει τσίπα.

- Πήγα στην εφορεία και ήταν εκεί μια ξεκωλιάρα φόλα που έβαφε τα νύχια της και μας είχε να περιμένουμε είκοσι άτομα ουρά... Ούτε που την ένοιαζε που βλέπαμε τι κάνει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα που ειδικεύεται στις πίπες ή που δίνει τέτοια εντύπωση λόγω της εμφάνισης και του ντυσίματός της.

Η Μπάφι Ντέιβις πάντα έπιανε κότσο τα μαλλιά της για να φαίνεται καλύτερα η τέχνη της. Μεγάλη πιπού!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι η κοπέλα που έχει ειδίκευση στη στοματική ικανοποίηση του αρσενικού και αυτό την ευχαριστεί κι εκείνη.

Βλ. και πιπού.

-Η Ελένη χθες πήρε πίπα και στον Γιώργο...
-Έλεος την πιπόβια σε όλους πια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που νομίζει ότι είναι κάτι (νταής κτλ) και μπορεί να κάνει τα πάντα.

- Θα σε πλακώσω στις μπάτσες ρε!
- Άντε βρε μαλακοκαύλη σπάσε από δω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τοπική παραλλαγή της λέξης καυλιάρης στο βόρειο μέρος της Έλλαδας.

Επίσης: γκαυλιάρα, γκαυλιάρικο.

- Ρε συ Τάκη... άσε τη μπουγάτσα σε λέω και κοίτα εκεί τη Μαιρούλα με το min-άκι της! Πωωωωώ!
- Ναι ρε, πολύ γκαυλιάρα η γκόμενα! (Τσομπ-τσομπ...)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρίζει άτομα που δεν έχουν στόχους, οράματα και που δεν προβληματίζονται ούτε για το παρόν ούτε για το μέλλον τους... Γενικότερα έχουν γραμμένους τους πάντες και τα πάντα... Αγαπημένο τους hobby το ξύσιμο των όρχεων... Συνήθως άτομα που δεν αξίζει να εμπιστεύεσαι ή να τους αναθέτεις εργασίες... Αποφύγετέ τους ευγενικά (σας έχουν γραμμένους έτσι κι αλλιώς)...

- Ρε μαλάκα, τέλειωσες με τις δουλειές;
- Μπάαα....
- Καλά ρε μαλάκα, τίποτα δεν κάνεις όλη μέρα; Τόσο γραφαρχιδιστής είσαι;

Βλ. και σταρχιδιστής.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κυρία η οποία δεν βρίσκει χαρά στα σκέλια της.

- Για δες την, κλαψομούνα είναι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified