Further tags

Συνώνυμη έκφραση με τις ευρέως διαδεδομένες «ζαλίζω τ'αρχίδια» ή «σπάω τα αρχίδια» κάποιου.

Πολύ ευγενικότερη και φιλική, ταιριάζει σε δημόσιες εμφανίσεις παρουσία ατόμων, στα οποία δεν πρέπει να εκτεθούμε ή να δώσουμε αρνητική εικόνα.

  1. Σχόλιο σε forum διαδικτυακό:

«Τί διαφορετικό απ' αυτό που λες εδώ λέω εγώ; Γιατί λοιπόν μας ζαλίζεις τον έρωτα σε κάθε ευκαιρία που θα κριτικάρουμε τον λεβέντη λέγοντας ότι όποιος »κατηγορεί« τον Σοφο είναι είτε προκατειλλημένος είτε δεν ξέρει από μπάσκετ είτε κάτι άλλο εκτός από καλοπροαίρετος»;

  1. - Αγόρι μου, πάρε μαζί το φαγητό σου, θα πεινάσεις!
    - Άσε ρε μάνα, μη μού ζαλίζεις τον έρωτα πρωινιάτικα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μειωτική / φαλλοκρατική, μεταφορική έκφραση με αποδέκτη άτομα γένους θηλυκού, που υποτίθεται ότι έχουν έντονη σεξουαλική δραστηριότητα και εναλλάσσουν πολλαπλούς ερωτικούς συντρόφους.
Ως γνωστόν, η διαφορά της γαμιόλας με την πουτάνα είναι ότι η πουτάνα γαμιέται με όλους, ενώ η γαμιόλα με όλους εκτός από εμάς.

Η σκύλα είναι ένα θηλαστικό, το οποίο όταν βρίσκεται σε γόνιμες μέρες (κοινώς, όταν «σούρνει») αλλάζει πολλαπλούς ερωτικούς συντρόφους, με αποτέλεσμα να μην γνωρίζουμε ποιος είναι ο κύων που την άφησε έγκυο.

  1. Απόσπασμα από σχόλιο διαδικτυακού forum:

«Γενικά η ηλικία των 40 ετών για τις γυναίκες είναι άκρως επικίνδυνη και οι περισσότερες γαμιούνται σαν σκύλες, σαν άνεργες πουτάνες, είναι τα τελειώματα της νιότης και αυτό τρελαίνει, τι να κάνουμε...».

  1. - Ρε Κωστάκη, πως θα γίνει να γνωρίσουμε εκείνο το μωρό που σε χαιρέτισε το Σάββατο στα μπουζούκια; Θέλω να το αγαπήσω...
    - Μη στεναχωριέσαι, η κοπέλα γαμιέται σαν σκύλα. Κάνε κίνηση και θα φας, εγγυημένα...

FACOM σκύλα μεγάλη με ράμφη κεκαμένα (από pavleas, 16/02/09)(από vip, 01/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ωραιότατη έκφραση, παλαιόθεν, αλλά με διαχρονική αξία. Το νόημα που περικλείει είναι, ότι ωθώ κάποιον στην ανήθικη ζωή, στοχεύοντας στην εκμετάλλευσή του. Χρησιμοποιείται και αντί του ρ. «διαφθείρω».
Κατά κόρον χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις σεξουαλικής εκμετάλλευσης, μαστροπείας. Παρόμοιες εκφράσεις οιονεί υπάρχουν και σε άλλες γλώσσες (γερμ. «auf den Strich gehen» -μτφ. περπατώ στη γραμμή), με ιδιαίτερη εκφραστικότητα.

  1. Απόσπασμα άρθρου της εφημερίδας Βήμα:

«Ο σαδιστής πατριός σοδομεί τον Άγγελο στα πέντε του χρόνια και τον βγάζει στο κλαρί από τα δέκα (έτσι εξηγείται και πώς προλαβαίνει τους βετεράνους τραβεστί). Χωρίς ποτέ να καταδεχτεί να ντυθεί γυναικεία ο ίδιος, ενεργητικός και παθητικός ταυτόχρονα- «ό,τι θες, σε δουλειά να βρίσκομαι»- πάει με άντρες και γυναίκες, κάθε ηλικίας και κάθε γούστου...»

  1. «Που φτάσαμε φίλε... Να βγάζουν οι μάνες τις κόρες τους στο τηλεοπτικό κλαρί, με μοναδικό στόχο την προβολή και το κέρδος...μΤραγικά πράγματα, χωρίς γυρισμό...μΤη χάνουμε την ψυχή μας φίλεεεε....»

  2. Περιγραφή της ταινίας «Ο βιασμός μιάς μοναχής»:

« Η Ειρήνη, μια νεαρή γυναίκα, οδηγείται με τη βία από τον πατέρα της στο μοναστήρι όπου και πέφτει θύμα του «άγιου» ηγούμενου.
Πραγματοποιεί την απόδρασή της με τη βοήθεια της παιδικής της φίλης Ντόροθι που, στη συνέχεια, την βγάζει στο κλαρί για λογαριασμό του προστάτη της Ζάχου…».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιφώνημα κατάπληξης και μεγάλης απορίας.

- Τον είδες χτες τον τελικό;
- Το Ρεάλ-Λεβερκούζεν. Ναι ρε μαλάκα. Τι γκολάρα τους κάρφωσε ρε αυτός ο Ζιντάν. Μου 'φυγε ο κώλος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γλυκό σε σκληρή μορφή με μικρό χερουλάκι και πολύχρωμα σχέδια, η τρελή χαρά των οδοντιάτρων. Και στέκει σεξιστικά επίσης. Βλέπε μπανάνα και παγωτό χωνάκι.

ขนมที่ติดกับปลายไม้ - ταϊλανδέζικα
lollipop - ανγκλέζικα

  1. Εσύ όλη την ώρα με το γλειφιντζούρι πάνω-κάτω (πίπα) κι εμένα η μούρη μου χωμένη όλη την ώρα στο βαζάκι (στο γλειφομούνι)... Δε μας βλέπω καλά!!!!!! Γυναίκα...

  2. Και με ξύπνησε πάνω που ετοιμαζόμουν να γλείψω ένα γλειφιντζούρι ίσα με το...

  3. Σαν παιδάκι που κέρδισε ένα γλειφιντζούρι στο σχολείο: λες και κατάκτησε τον κόσμο.

  4. Τα παιδιά δεν τρώνε από το ίδιο πιάτο, ούτε γλείφουν το ίδιο γλειφιντζούρι.

  5. Όταν ο μικρός Τίμος άνοιξε με φούρια την πόρτα έτοιμος να κάνει πάλι τις σκανταλιές του, έμεινε με το γλειφιντζούρι στο στόμα.

  6. Ο νικητής κερδίζει ένα μαλλιαρό γλειφιντζούρι το οποίο θα παραλάβει από το τραπεζάκι της έδρας, από τον μαύρο κύριο με την κόκκινη μπλουζίτσα και το αστείο καπέλο.

  7. Οι μάνατζερ έχουν προτείνει τους ίδιους σε όλες τις ομάδες που ψάχνουν και περιμένουν ποιος θα... γλείψει πρώτος το «γλειφιντζούρι». Με άλλα λόγια: τίποτα, νούλα.

(από ο αυτοκτονημενος, 01/03/09)(από ο αυτοκτονημενος, 01/03/09)(από vip, 01/03/09)(από vip, 01/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αντρικός όρχις. Χρησιμοποιείται κυρίως στον πληθυντικό, τα παπάρια.

- Κώστα, μου δίνεις το αυτοκίνητό σου για το βράδυ.
- Τι το θες;
- Να, ήρθε ένας περίεργος σήμερα στο μαγαζί, και μου ζητούσε τις πινακίδες. Ρε φίλε, έχω που έχω ένα φιατάκι σαράβαλο, να μου πάρουν και τις πινακίδες... Αφού ρε φίλε εγώ έχω τρέλα με την οδήγηση, το ξέρεις.
- Και το δικό μου τι το θες;
- Να ρε, να πάω να το παρκάρω έξω απ' το μαγαζί, κι άμα έρθει αυτός ο τυπάς, να του δείξω τις δικές σου τις πινακίδες.
-Τα παπάρια μου πάρε ρε μαλάκα. Να με μπλέξεις και μένα στις μπαγαποντιές σου θες ρε; Ουστ!

Ο Ζουράρις θεωρητικολογεί (από HODJAS, 22/06/10)(από HardcoreGR, 16/01/12)

Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.

Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Tον ήπιαμε: Πήραμε τον πούλο καθώς πίναμε φραπέ (μπορεί να συμβεί μόνο σε Έλληνες).

Our secret combination πιπα κώλο εμπλοκή
η γλώσσα μας μεγάλη μα η πούτσα μας μικρή
αντί για την Ευρώπη υποκλιθήκαμε εμείς
στα τέσσερα μας στήσαν, μας ξεσκίσαν εξαρχής

Τον ήπιαμε, μεγάλε! (από panos1962, 28/11/09)

βλ. και τιμημένο, το

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο έχων μεγάλο ανδρικό μόριο βλ. επίσης πουτσαράς. Παραχθέν από τη λέξη ψωλή, δηλ. πέος αρχαιοελληνιστί.

  1. Αισθησιακή διαδικτυακή περιγραφή:

Κατάλαβε ο ψωλαράς ότι άρχιζε να μου αρέσει το ξέσκισμα με τον δονητή και άρχισε να με γαμάει με μεγαλύτερη δύναμη και πάθος. Άρχισα να μουδιάζω ολόκληρος από το σκληρό γαμήσι που μου έκανε με τον δονητή του. Εννοείται ότι όλη αυτή την ώρα, το καυλί του δεν βγήκε από το στόμα μου, αφού μου το γαμούσε κι αυτό με δύναμη.

  1. Ποιητικό πόνημα στο διαδίκτυο:

ης Πηνελόπης η φωνή τους βγάζει από την πλάνη
(τον έχει ακόμα μέσα της κι από τις πάντες κλάνει).
- Ειν' ο Οδυσσέας κι αν μπορεί κανείς ας με διαψεύσει
λάθος δεν κάνω εγώ ποτέ, τον γνώρισα απ' τη γεύση.
Τότε - τι θαύμα φοβερό - εκείν' οι ψωλαράδες
κατάχαμα ξαπλώσανε σαν να 'τανε κυράδες.

(από joe909, 17/08/11)

Δες και -άρας, -αράς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά το ρ. ξεπατώνω σημαίνει «βγάζω τον πάτο». Ο πάτος, ως γνωστόν, είναι και ο κώλος, άρα το ρήμα είναι συνώνυμο του ξεκωλιάζω (βλ. ξεκωλιάρης, -άρα, -άρικο).

Σημασιολογικά χρησιμοποιείται και ως συνώνυμο του «κουράζω υπερβολικά», «εξοντώνω από την κούραση». «ξεθεώνω».

  1. Ερωτική διαδικτυακή ιστοριούλα:

Πώς την ξεπάτωσε ο πατρινός
Είπα και εγώ να γράψω την ιστορία μου που επιτέλους έγινε πραγματικότητα την Κυριακή το βράδυ στη Πάτρα.

Πάνε 2 χρόνια περίπου που μιλάω με τον γαμιά μου μέσω chat και η αρχική μας επαφή είχε γίνει επίσης σε ένα chat ένα καυτό βράδυ του Ιουλίου.

  1. Περιγραφή συνεύρεσης στο διαδίκτυο:

Οι τύποι αφού την ξεπάτωσαν από παντού με τα παλούκια τους την έχυσαν ένας, ένας στα μούτρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ερεθίζομαι σεξουαλικά, φτιάχνομαι, τη βρίσκω, έρχομαι σε ανώτατο στάδιο ηδονής.

– Την είδες εχθές την Πετρούλα;
– Ναι ρε μαλάκα. Με το στριγκάκι έμεινε. Και κάτι κουνήματα. Ε ρε πράμα που σαλεύει! Η γκόμενα είναι κωλάρα Κρόφτ. Και βύζο όλα τα λεφτά, ω ρε μάνα μου, κάβλωσα άγρια εχθές...
– Αυτήν κανένας ματσωμένος θα την κανονίζει...
– Αυτή φίλε την κανονίζει όλος ο αντρικός πληθυσμός Αθηνών και πάσης. Η γκόμενα είναι κάβλα.
– Το απόλυτο νιμού, φίλε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified